Παρωχημένη υπόθεση και η «πορεία». Ναι, γι’ αυτήν την εθιμοτυπική βόλτα στην Αμερικανική Πρεσβεία σού μιλώ, που συνεχίζει ευλαβικά κυρίως το ΚΚΕ, διότι ως γνωστόν για τους υπόλοιπους «οι Αμερικάνοι είναι φίλοι μας», είναι «στρατηγικοί εταίροι», όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο Μητσοτάκης κι ένα σωρό ομόλογοί του σ’ Ανατολή και Δύση, ευελπιστώντας να πιάσουν κολλητηλίκια με τον νέο «μπόση» του πλανήτη, τον Τραμπ... Άμα είσαι... βατράχι, καλύτερα μην τα χαλάς με τα βουβάλια της λίμνης.
Οι βαρετές και κοπιαρισμένες εκδηλώσεις για το «Πολυτεχνείο» με ενοχλούν γιατί μου στερούν την πραγματική γοητεία, που πάντα θα ασκεί μέσα μας η εξέγερση εκείνη. Για να είμαι ειλικρινής, την εξέγερση δεν την έζησα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα ματσάκι ποδοσφαίρου στην αλάνα της εκκλησίας της Παναγίας που διακόπηκε απότομα. Ήλθαν μανάδες, πατεράδες και μάς μάζεψαν, μαθητές Δημοτικού όλοι μας, γιατί έγινε, λέει, γενική απαγόρευση κυκλοφορίας κι έπρεπε να κλειστούμε σπίτι. Το γιατί, δεν το καταλάβαινα, αλλά ένιωθα πως κάτι σοβαρό συνέβαινε, οπωσδήποτε κάτι το δραματικό. Τα Ταμπάκικα, όσο κι αν είχαν προπολεμικά κακή φήμη ως γειτονιά χαμαιτυπείων, είχαν μετατραπεί πια σε μια ήσυχη γειτονιά μικροαστών και μεροκαματιάρηδων, ως επί το πλείστον ανθρώπων της οικοδομής, που δε μιλούσαν ποτέ πολιτικά και δεν έδιναν τις παλιές αφορμές να μπουκάρει η Αστυνομία. Οι χωροφυλάκοι κατέφθαναν με κείνα τα περίφημα λευκά τζιπ της αμερικάνικης βοήθειας μονάχα σαν πλακώνονταν στο ξύλο τίποτε γιαλαντζή νταήδες στα ουζερί, γιατί μετά πέντε - έξι «πενηντάρια» γερό, τυρναβίτικο τα αίματα άναβαν και δεν ελέγχονταν.
Έτσι, τα παιδικά μας χρόνια κύλησαν χωρίς πολιτική, χωρίς κουβέντες για πολιτικά, προφανώς όλοι φοβούνταν, όλοι το βούλωναν, αρκετοί πάλι βολεύονταν, κι εμείς ήμασταν ευτυχισμένοι μέσα σ’ αυτήν τη μακαριότητά μας. Στα παιδικά μας μάτια η Ελλάδα ήταν η πιο ένδοξη χώρα του κόσμου, η οποία με τη βοήθεια ντου Χριστού και της στρατηλάτισσας Παναγίας είχε νικήσει Πέρσες, Τούρκους, Άραβες, Ιταλούς, Γερμανούς, όλους τους νικούσε, αλλά πήγε να λοξοδρομήσει και ευτυχώς -όπως έλεγαν οι ενθουσιώδεις λόγοι των δασκάλων στις σχολικές γιορτές- η Επανάστασις της 21ης Απριλίου διά του στρατού έσωσε τη χώρα. «Περνάει ο Στρατός της Ελλάδας φρουρός» (ημι-ανάς!).
Το ότι δεν έζησα το «Πολυτεχνείο» με σημάδεψε... Μου πήρε καιρό να το ξεπεράσω. Ζήλευα. Αυτοί που πολέμησαν το ‘40, εκείνοι που ανέτρεψαν μια Χούντα, πέρασαν δύσκολα, αλλά βρήκαν νόημα στη ζωή, ενώ εμείς... Εμείς πέσαμε στη δεκαετία του ‘80. Ζήσαμε την άνοδο και την πτώση του Παπανδρεϊσμού και το μόνο που καταφέραμε ήταν να αηδιάσουμε με κείνο το ΠΑΣΟΚ. Αυτοί έλεγαν πως «ο αγώνας δικαιώθηκε» κι εμείς ψάχναμε να δούμε πώς έγινε αυτό. Βασικά ο αγώνας... εξαργυρώθηκε. Οι παλιοί αγωνιστές στα αξιώματα και ο λαός στην κατανάλωση και στην υποτιθέμενη ευμάρεια. Λαϊκισμός, αυριανισμός, ευτελισμός των θεσμών. Και σαν κοινός παρονομαστής ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, να «καταχεριάζει» τις δεξιές «κουφάλες» που αντιμάχονταν την «Αλλαγή» και να τα σπάει στα μπουζούκια στα οποία είχε αποδώσει στάτους πολιτιστικό. Κατάπτωση...
Εμείς, που δεν «αγιασθήκαμε» με τον αγώνα του Πολυτεχνείου, το παλέψαμε για χρόνια... Κλεισμένοι στα φοιτητικά μας δωμάτια τα βράδια, παρέες φοιτητικές, ακούγοντας Νιόνιο, προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε την επαναστατική καθαρότητα και αισθητική αγκαλιασμένοι με έρωτες αγνούς. Ακόμη και σήμερα ανατριχιάζω σαν ακούω το παλιό κασετόφωνο να αντηχεί μέσα στη νύχτα, σε μια πολυκατοικία, οδός Μελενίκου, κέντρο Θεσσαλονίκης:
«Και εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου κι ήσουν φως μου
κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
Σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή...».
Τι σχέση μπορούσε να είχε, άραγε, εκείνος ο θεσπέσιος στίχος του Σαββόπουλου από τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ με τα σκυλάδικα της Ρίτας που αποθέωνε ο Αντρέας υπό το καθολικό χειροκρότημα του λαού;
Ηττηθήκαμε... Κι από τότε, μόνο ήττες θυμάμαι. Το ΠΑΣΟΚ του σκανδάλου Κοσκωτά, τα ΜΑΤ του Μητσοτάκη, τον Σαμαρά να ανατρέπει τον Μητσοτάκη και -τι ειρωνεία!- τον «Κούλη» να παίρνει αυτές τις μέρες τη ρεβάνς. Τα χρόνια της αμεριμνησίας του Καραμανλή Β’, τα χρόνια του ΓΑΠ και της χρεοκοπίας, του Τσίπρα και των Μνημονίων, «ΟΧΙ» λέει ο λαός στο Δημοψήφισμα, αλλά ποιος ασχολείται με το τι λέει ο λαός, Μητσοτάκης ξανά και κανονικότητα, μα, ποιος έστειλε αυτόν τον Κασσελάκη να μας διαλύσει;
Έτσι κύλησε η ζωή, με πολλές ήττες, με λιγότερες νίκες και χαρές, αλλά ήμασταν πολύ νέοι ακόμη. Και η νεότητα αντέχει και τις ήττες, γιατί έχει τον χρόνο σύμμαχο κι όλο ελπίζει πως θα πάρει τη ρεβάνς. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη Μύκονο πριν μολυνθεί από το μικρόβιο της «γκλαμουριάς», πηγαίναμε παρέες – παρέες, πλοίο της γραμμής, κατάστρωμα, «με σλίπινγκ μπανγκ και με καρπούζι» και αναβαπτιζόμασταν στη γοητεία του νησιού των ανέμων ξενυχτώντας στα κλαμπάκια με Πρωτοψάλτη και Βαγγέλη Γερμανό. Ήταν κι αυτή μια μορφή αντίστασης στην ευτέλεια...
* * *
17 Νοέμβρη, πενήντα ένα χρόνια μετά, όλο και αναδιφούμε σε αναμνήσεις και σε αναδρομές. Δε θέλουμε να ακούμε επετειακά αφιερώματα για το «Πολυτεχνείο», δε θέλουμε να βλέπουμε παλιούς συναγωνιστές να μιλάνε, δε θέλουμε ν’ ακούμε την εκφωνήτρια Δαμανάκη, ούτε αναλύσεις θέλουμε, ούτε αποτιμήσεις, ούτε τίποτα... τίποτα...
Μερικές νότες μονάχα από τον Νιόνιο να ακούμε πού και πού και να μας σηκώνεται ξανά η τρίχα, για λίγο έστω, και μετά ο καθένας να τραβήξει στις δουλειές του, πολυάσχολος καθώς είναι ...
«Η πλατεία είναι γεμάτη, κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι
έχει σωθεί,
στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου
για ζωή...».
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr