ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο θαυμαστός κόσμος του βυθού

Δημοσίευση: 06 Νοε 2024 10:30

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

Πέρα στο ξέφωτο, κοντά στον κάβο, σ’ εκείνο το δαντελένιο ακρογιάλι, που ο ήλιος το έβαφε βιολετί σαν έγερνε να δύσει και το πρωί μετανοιωμένος το έλουζε με το χρυσό του φως και το έντυνε στα χρυσοκόκκινα, ζούσε ο Νικόλας.
Όλη την ημέρα πηγαινοερχόταν σαν το μυρμήγκι, να νοικοκυρέψει την καλύβα του, να φροντίσει το φαγητό του, να μπαλώσει τα δίχτυα. Αυτή η τελευταία ασχολία τον απορροφούσε ολοκληρωτικά. Δεν ήταν ανάγκη, υποχρέωση, ήταν ευχαρίστηση, απόλαυση. Ήταν όλη του η ζωή. Όταν καθόταν ανάμεσά τους κατάματα στον ήλιο, σταυροπόδι, με συντροφιά τον Μούργο, τον σκύλο του, και την Αύρα, την καλοθρεμμένη γάτα του, που έγλυφε τα μουστάκια της κάθε φορά που φούσκωνε και ξεχείλιζε η κακαβιά, νόμιζε πως βρισκόταν στον παράδεισο.


«Δεν μπορεί να είναι αλλιώς ο παράδεισος» σκεφτόταν...
Ο Νικόλας ο ψαράς, έτσι τον φώναζαν, κι έτσι τον γνώριζαν όλοι στο νησί –είχε, βέβαια, και κάποιο επίθετο μα κανένας δεν το θυμόταν- ζούσε στον κόσμο του και στις θύμισές του.
Τα βράδια με το ηλιοβασίλεμα έμπαινε στη βάρκα του και ξανοιγόταν για να ρίξει τα δίχτυα. Αν ήταν μπουνάτσα, καθόταν όλη τη νύχτα μέσα στη θάλασσα και τότε χρησιμοποιούσε άλλους τρόπους για να ξεγελάει τα ψάρια. Πυροφάνι, τσαπαρί και άλλα.
Εκεί μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας, ξεκομμένος και ξεχασμένος απ’ όλους, ζούσε το θαύμα της ζωής και της φύσης. Παλιός βουτηχτής δεν μπορούσε να ξεχάσει και τον μαγικό κόσμο του βυθού. Του άρεσε να κάνει κάπου-κάπου τον περίπατό του στον πάτο της θάλασσας. Εκεί σ’ εκείνον τον τόπο, πριν πολλά χρόνια, είχε βουλιάξει ένα τρικάταρτο φορτηγό. Το φορτίο του ανασύρθηκε σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο, μα το κουφάρι του έμεινε στον πάτο, να το τρώει η αλμύρα και με τον καιρό έγινε ένα με τους θησαυρούς του βυθού.
Εκεί, λοιπόν, σ’ εκείνο το απολιθωμένο καράβι, γυρόφερνε ο Νικόλας χρόνια τώρα. Με τη φαντασία του γινόταν πότε καραβοκύρης, πότε μηχανικός και πότε μούτσος σβέλτος και υπάκουος.
Είχε μια γοητεία εκείνος ο τόπος και τον τραβούσε σα μαγνήτης, μα συγχρόνως του έδινε και μια πικρή γεύση...
Ο Νικόλας ο ψαράς, δεν είχε δικούς του στο νησί. Δεν είχε φίλους, μα ούτε και εχθρούς. Δε φοβόταν πως κάποιος θα θελήσει το κακό του, μα κι αν του τύχαινε κάτι, ήξερε καλά, πως κανένας δε θα νοιαζόταν για κείνον. Όταν κόβεις τα νήματα της επικοινωνίας με τους ανθρώπους, μπορεί, βέβαια, να είσαι προφυλαγμένος απ’ τα βέλη τους, όμως ζεις στο περιθώριο, ξεχασμένος.
Όσο καλά κι αν τα έχεις με τον εαυτό σου, κάποια στιγμή η μοναξιά θα σε πνίξει.
Έτσι, πνιγμένος ώρες-ώρες ένιωθε κι ο Νικόλας. Ιδίως τα βράδια, εκείνα τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια, που ορμούσαν οι θύμισες σαν τα αρπακτικά πουλιά, να του κλέψουν τη γαλήνη, τον ύπνο, τη ζωή ...
Είχαν περάσει χρόνια από τότε, που να θυμάται πόσα! Δούλευε σ’ ένα σφουγγαράδικο βουτηχτής, στο διπλανό νησί. Οι γονείς του, όλο και γκρίνιαζαν γι’ αυτήν την άχαρη κι επικίνδυνη δουλειά που διάλεξε. Ο Νικόλας, όμως, ήταν γενναίος και ριψοκίνδυνος. Γελούσε στα παρακάλια της μάνας του, να μην ξαναβουτήξει, το ίδιο και στης Μαριώς.
Η Μαριώ ήταν η αρραβωνιαστικιά, κι ο κόσμος όλος για κείνον. Όμως, μετά απ’ τον βυθό της θάλασσας. Εκείνο ήταν κάτι άλλο. Ήταν πάθος, αρρώστια, λατρεία, αγάπη δίχως σύνορα. Ήταν δυνατό κρασί που τον μεθούσε και τον ταξίδευε σ’ άλλους κόσμους παραμυθένιους.
Κάποια μέρα η Μαριώ τού έκανε σοβαρή κουβέντα γι’ αυτό του το πάθος.
«Πού θα πάει αυτό Νικόλα; Δεν μπορούμε να ζούμε με καρδιοχτύπι όλοι εμείς που σ’ αγαπάμε. Φθάνει πια. Έπειτα ακούστηκε πως αυτή η περιοχή είναι επικίνδυνη, άγρια κι απάτητη, γι’ αυτό κι έχει πολύ μελάτι και κοράλλια λέει σπάνια, ίσως και μαργαριτάρια... Όμως, τι μας νοιάζει εμάς Νικόλα, εσύ μεροκάματο παίρνεις».
«Μεροκάματο το λες αυτό; Όσα παίρνουν όλοι οι νησιώτες σ’ έναν μήνα τα παίρνω σε μία εβδομάδα. Κι όχι μόνο γι’ αυτό, ο βυθός για μένα είναι η ζωή μου, κατάλαβέ με...».
Η Μαριώ, όμως, επέμενε κι άλλο. Έκλαψε, σύρθηκε στα πόδια του και στο τέλος κέρδισε μια υπόσχεση. Πως θα βουτούσε άλλη μια φορά, τελευταία... Κάπου σε μια γωνιά, που μόνο εκείνος ήξερε, είχε ανακαλύψει ένα κοράλλι με σπάνιο χρώμα, δεν μπόρεσε να το ξεκολλήσει την προηγούμενη φορά.
«Το θέλω για σένα Μαριώ μου, να σου στολίσω τα μαλλιά, σαν θα σε πάω νύφη στην εκκλησιά. Θα είναι το καλύτερο στολίδι, πίστεψέ με. Κι αν θέλεις, σε παίρνω μαζί μου στο σφουγγαράδικο αυτήν τη φορά, να κάνεις και συντροφιά στην καπετάνισσα...».
Ένα κρύο χέρι έσφιξε την καρδιά της Μαριώς και της φάνηκε -έτσι στον ξύπνιο της- πως φτερούγισε ένα μαύρο πουλί μπροστά στα μάτια της και σκέπασε τον ήλιο και το φως...
Με κομμένη ανάσα παρακολουθούσαν όλοι το σημείο που είχε καταδυθεί ο Νικόλας. Είχε ηρεμήσει από ώρα και περίμεναν όλοι με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, το κούνημα του κολαούζου, το σινιάλο, για να ξαναταραχτούν τα νερά.
Όμως, η ώρα περνούσε και το σχοινί παρέμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος στεκόταν παγωμένος κι ανήσυχος με το ρολόι στο χέρι. Το ίδιο και οι άλλοι δύτες και το υπόλοιπο πλήρωμα. Οι δυο γυναίκες χλωμές, σαν πεθαμένες, έτριβαν τα χέρια για να κρύψουν την ταραχή τους. Είχαν χάσει όλοι τη μιλιά τους. Κάποια στιγμή ο καπετάνιος στράφηκε προς το μέρος των άλλων, ξεχώρισε δύο βουτηχτές.
«Ετοιμαστείτε, τους είπε, πρέπει να κατεβείτε, κάτι δεν πάει καλά εκεί κάτω...».
Η Μαριώ αισθάνθηκε κάτι σαν τρέλα. Εκείνο το μαύρο πουλί ξαναπέρασε μπρος απ’ τα μάτια της... Έσκουξε πένθιμα. Ακούμπησε λίγο στην κουπαστή παράμερα απ’ τους άλλους, για να διώξει εκείνη τη θολούρα απ’ τα μάτια και τον νου...
Ξαφνικά ένα υγρό σεντόνι την τύλιξε, κι ύστερα τίποτα. Αναίσθητος απ’ τον... θαυμαστό κόσμο του βυθού σύρθηκε ο Νικόλας. Έπεσαν όλοι επάνω του να τον συνεφέρουν. Κάποια στιγμή αναζήτησαν τη Μαριώ, μα δεν τη βρήκαν...
Σε λίγες μέρες το πτώμα της βγήκε κοντά στα βράχια. Κανένας ποτέ δεν έμαθε αν το θέλησε εκείνο το τέλος γιατί πίστεψε πως ο αγαπημένος της είχε μείνει για πάντα στον βυθό ή αν ήταν ατύχημα.
Χρόνια προσπαθεί ο Νικόλας να ξεχάσει, μα δεν τα καταφέρνει. Θεωρεί τον εαυτό του τον πιο απαίσιο φονιά. Τι κι αν δεν τον καταδίκασε κάποιο δικαστήριο, ο αυστηρότερος δικαστής είναι η συνείδηση.
Στον τόπο που έγινε το κακό δεν ξαναπήγε ποτέ. Όμως, ούτε ποτέ απομακρύνθηκε απ’ τη θάλασσα. Έγινε «ένα» με τ’ αγριεμένα κύματα, με τους γλάρους, με το απολιθωμένο καράβι, με τις θύμισές του τις παλιές, τις όμορφες, τις τρελές, τις βασανιστικές, τις ένοχες, τις τραγικές...

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass