Από τον Απόστολο Γερόπουλο
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ένα χρόνιο και επίμαχο ζήτημα που προκαλεί έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη ΔΟΕ και στην ΟΛΜΕ από τη μια μεριά και στο υπουργείο παιδείας από την άλλη. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, απαλλαγμένοι από το άγχος της αξιολόγησης τα τελευταία τριάντα χρόνια, αντιδρούν επίμονα στην επαναφορά της, επικαλούμενοι τις τραυματικές εμπειρίες που έζεσαν παλαιότερα οι συνάδελφοί τους στα χρόνια της επιθεωρητοκρατίας. Τα Π.Δ. που εκδόθηκαν μέχρι σήμερα δεν έπεισαν τους εκπαιδευτικούς ότι η αξιολόγησή τους δεν θα χρησιμοποιηθεί ξανά ως μηχανισμός καταπίεσης και καταδυνάστευσής τους. Η έκθεση στα 1899 του τότε υπουργού παιδείας Μομφεράτου, στην οποία ομολογεί ότι οι εκπαιδευτικοί δεν ένιωσαν ότι καθοδηγήθηκαν από τους επιθεωρητές, «...αλλ' ότι τυράννους μετήλλαξαν μόνον» παραμένει πάντα επίκαιρη. Στη συνείδηση των εκπαιδευτικών αναδύονται δυσάρεστες εμπειρίες, που είναι απωθημένες στη συλλογική τους μνήμη. Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του '80, το εκπαιδευτικό μας σύστημα πορεύεται χωρίς αξιολόγηση, ανερμάτιστα και τυχαία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποτελεσματικότητα του.
Πριν από ένα χρόνο ακριβώς εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 152/5-11-2013 Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 26σέλιδο αυτό Π.Δ. προβλέπει την κρίση και την αξιολόγηση όλων των εκπαιδευτικών, προϊσταμένων και υφισταμένων: περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, συντονιστών εκπαίδευσης εξωτερικού, προϊστάμενων παιδαγωγικής καθοδήγησης, σχολικών συμβούλων, διευθυντών εκπαίδευσης, διευθυντών και υποδιευθυντών σχολικών μονάδων, προϊσταμένων ολιγοθέσιων σχολείων, εκπαιδευτικών της σχολικής τάξης κ.λπ. Τους εκπαιδευτικούς της σχολικής τάξης αξιολογούν οι διευθυντές των σχολείων και οι σχολικοί σύμβουλοι. Τα κριτήρια της αξιολόγησης-διοικητικής και εκπαιδευτικής-είναι ποικίλα και καλύπτουν όλους τους τομείς της εκπαιδευτικής δραστηριότητας: εκπαιδευτικό περιβάλλον, διαπροσωπικές σχέσεις, παιδαγωγικό κλίμα, οργάνωση σχολικής τάξης, σχεδιασμός προγραμματισμός, προετοιμασία και διεξαγωγή της διδασκαλίας, υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια, επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη (κατάρτιση) των εκπαιδευτικών κ.ά. Στη διαδικασία της αξιολόγησης χρησιμοποιείται η εκατοντάβαθμη κλίμακα, στην οποία ο αξιολογούμενος εκπαιδευτικός κατατάσσεται: από το 0,30 ως ελλιπής, από το 31-60 ως επαρκής, από το 61-80 ως πολύ καλός και από το 81-100 ως εξαιρετικός. Για την εξαγωγή της βαθμολογίας στην κάθε κατηγορία πολλαπλασιάζεται ο βαθμός που παίρνει ο αξιολογούμενος σ' αυτή επί έναν συντελεστή βαρύτητας, ο οποίος για τους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων είναι: 0,75 για το εκπαιδευτικό περιβάλλον, 0,50 για το σχεδιασμό, προγραμματισμό και την προετοιμασία της διδασκαλίας, 1,25 για την διεξαγωγή της διδασκαλίας και την αξιολόγηση των μαθητών, 1,50 για την υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια και 1 για την επιστημονική και την επαγγελματική τους ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Δ. «σκοπός της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού και του διοικητικού τους έργου μέσω της άμεσης σύνδεσής της με την επιμόρφωση, προς όφελος των ιδίων, των μαθητών και της κοινωνίας». Ειδικότερα, κατά το Π.Δ., η αξιολόγηση συμβάλλει «στην ολοκληρωμένη αποτύπωση των δεδομένων που προκύπτουν από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του με στόχο τη βελτίωσή του», στην καθιέρωση πρακτικών στα σχολεία της χώρας για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών με την επιμόρφωση και την ανατροφοδότηση του έργου τους, στην παροχή κινήτρων για τη διαρκή επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξή τους κ.λπ.
Ανάμεσα στις καινοτομίες που εισάγει το Π.Δ., αξιοσημείωτη είναι η προγραμματισμένη μεταξύ του αξιολογητή και του αξιολογούμενου συζήτηση που προηγείται της παρακολούθησης της διδασκαλίας στην τάξη, προκειμένου να δοθούν αμοιβαία χρήσιμες διευκρινίσεις. Ο πρώτος να ενημερώσει τον δεύτερο σχετικά με τα κριτήρια και τη διαδικασία της αξιολόγησης και ο δεύτερος να γνωστοποιήσει στον πρώτο τα κοινωνικά, πολιτισμικά και μαθησιακά δεδομένα της τάξης του. Στα θετικά του Π.Δ. θα πρέπει ακόμα να προστεθούν η παρακολούθηση δύο τουλάχιστον διδασκαλιών του αξιολογούμενου από τον αξιολογητή, η υποβολή τεκμηριωμένης έκθεσης αυτοαξιολόγησης από τον αξιολογούμενο εκπαιδευτικό και η υποχρεωτική εκπαιδευτική αξιολόγηση για κάθε εκπαιδευτικό μία τουλάχιστον φορά ανά τριετία. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο Π.Δ. δεν γίνεται καμία αναφορά στις συνέπειες που δημιουργεί η αξιολόγηση στην υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών, εκτός από την περίπτωση εκείνων που κρίνονται ελλιπείς, για τους οποίους προβλέπεται κάποιας μορφής επιμόρφωση, κυρίως ενδοσχολικής φύσης. Οι εκπαιδευτικοί, όπως και παλαιότερα, αντιμετωπίζονται μεμονωμένα. Κι όμως, είναι γνωστό ότι η επιτυχία τους στο εκπαιδευτικό έργο εξαρτάται και από άλλους παράγοντες και κυρίως από την ποιότητα των αναλυτικών προγραμμάτων και των διδακτικών βιβλίων, στη σύνταξη των οποίων το υπουργείο παιδείας οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπ' όψιν του τη γνώμη τους. Κατά συνέπεια, ταυτόχρονα με τον εκπαιδευτικό, πρέπει να συναξιολογούνται και οι άλλοι παράγοντες της εκπαίδευσης, ώστε να σχηματίζεται συνολική εικόνα για το εκπαιδευτικό σύστημα και να εξάγονται χρήσιμα συμπέρασμα για τα προβλήματα και τις αδυναμίες του.
«Παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τα' αγαθά φέρει», είπε ο Πλάτων πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Η διαχρονικού κύρους αυτή ρήση του μεγάλου φιλοσόφου προβάλλει και σήμερα επίκαιρη όσο ποτέ. Αν οι πολιτικοί μας θέλουν ειλικρινά να βγάλουν κάποτε τη χώρα από την αποτελμάτωση και τη μιζέρια και να την οδηγήσουν στη λεωφόρο της προόδου και της ευημερίας, θα πρέπει να ακολουθήσουν το δρόμο της παιδείας. Αυτόν το δρόμο επέλεξε να ακολουθήσει πριν από τριάντα περίπου χρόνια η Φινλανδία και σήμερα η εκπαίδευση και η οικονομία της φιγουράρουν ανάμεσα στις πρώτες θέσεις όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σ' όλον τον κόσμο.