Σήμερα, η πλειοψηφία των ειδικών θεωρούν απαραίτητες τις τιμωρίες. Επικροτούμε αυτήν τη θέση, γιατί φρονούμε πως διαπαιδαγώγηση χωρίς υποδείξεις, παρατηρήσεις, ελέγχους και τιμωρίες, είναι πρακτικά αδύνατη. Άλλωστε, η ατιμωρησία αφαιρεί από το παιδί την ανάληψη ευθύνης των πράξεων, των παραπτωμάτων και των αντιδράσεών του, στοιχεία απαραίτητα για την ηθική ανάπτυξη και τη σωστή διάπλασή του χαρακτήρα του. Με την τιμωρία ο εκπαιδευτικός – γονέας προσπαθεί να καταστήσει το παράπτωμα του παιδιού συνειδητό και να το οδηγήσει στη μεταμέλεια και τη διόρθωση της συμπεριφοράς του.
Να έχουμε, όμως, υπόψη ότι, όπως η υπέρμετρη ελευθερία είναι αρνητική για τον αυτοέλεγχο και την αυτοτέλειά του παιδιού, έτσι και η υπέρμετρη αυστηρότητα το ταπεινώνει, μειώνει το αυτοσυναίσθημά του και το καθιστά νευρικό και ανήσυχο. Εκτός των φυσικών ποινών υπάρχουν και οι ηθικές. Αυτές μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές. Όπως είναι: Η παρατήρηση, η ψυχρότητα, η επίπληξη με τον λόγο, με τα μάτια, με μορφασμούς κ.λπ.
Η χρήση, όμως, των ποινών πρέπει να διέπεται από ορισμένες βασικές αρχές:
1. Οι ποινές να είναι δίκαιες και να φαίνονται ως φυσικό επακόλουθο της πράξης.
2. Να μην είναι συχνές. Ο γονέας-εκπαιδευτικός πρέπει να κλείνει τα μάτια του σε αθώες παραβάσεις. Οι συνεχείς τιμωρίες τραυματίζουν την προσωπικότητα του παιδιού, κλονίζουν την αυτοπεποίθηση και μαραίνουν τον αυθορμητισμό του.
3. Να βρίσκονται σε άμεση σχέση με το παράπτωμα.
4. Να μην είναι αντίθετες προς την παιδική φύση και την ατομικότητα των μαθητών.
5. Να επιβάλλονται με αυτοκυριαρχία, χωρίς οργή και φωνασκίες.
6. Να είναι ανάλογες με την ηλικία και την προηγούμενη συμπεριφορά του.
Γονείς και δάσκαλοι οφείλουν να αποφεύγουν τους βαρείς χαρακτηρισμούς και τα προσβλητικά λόγια, γιατί θίγεται η αξιοπρέπεια των παιδιών και γεννούν στην ψυχή τους πίκρα, αποστροφή και μίσος κατά των δασκάλων και των γονέων. Μπορεί, μάλιστα, να προκαλέσουν ψυχικά τραύματα και συμπλέγματα μειονεξίας. Στα δειλά δε και ευαίσθητα παιδιά είναι καταστρεπτικοί γιατί μπορούν να τα σημαδέψουν για όλη τη ζωή τους.
Πρέπει, ακόμη, να αποφεύγουν την ειρωνεία και τον χλευασμό, γιατί το παιδί πληγώνεται βαθύτατα Η ψυχρότητα είναι μία από τις βαρύτερες ποινές και πρέπει να επιβάλλεται με μέτρο και να μη διαρκεί πολύ.
Σοβαρός παράγοντας μαθητικής παραβατικότητας μπορεί να γίνει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Η υποτίμηση, η περιφρόνηση, η ειρωνεία, η αδιαφορία που εκδηλώνει σε κάθε επαφή του με τον μαθητή, μαζί με την αδυναμία του δευτέρου να ανταποκριθεί στα μαθήματα, θα τον κάνουν αυτόματα ή παθητικό ή αντιδραστικό.
Στη δεύτερη περίπτωση, η συσσωρευμένη μνησικακία απέναντι σ’ αυτούς που συστηματικά εκθέτουν τις αδυναμίες του, τον γελοιοποιούν και τον περιφρονούν, μετατρέπεται σε μίσος και είναι ζήτημα χρόνου το ξέσπασμά του.
Αδιαφορία, κατεργαριές, ταραχή, θόρυβος, είναι η αρνητικά στάση που κάνει τον εκπαιδευτικό να τα χάνει και να νιώθει ότι δικαιώνεται η άποψή του. Φαύλος κύκλος. Στους μεν εκπαιδευτικούς δίνεται η απόδειξη που επιβεβαιώνει την κρίση τους και ενισχύει τις υποτιμητικές τους διαθέσεις, ενώ ταυτόχρονα αυτή η ενίσχυση πυροδοτεί νέες αντιδράσεις από την πλευρά του μαθητή.
Συμπερασματικά θα έλεγα πως το παιδί δεν έχει ανάγκη ούτε την αυστηρότητα ούτε την ανεκτικότητα του γονέα-εκπαιδευτικού. Αυτό που χρειάζεται είναι η ουσιαστική συμμετοχή του στη διαδικασία θέσπισης και εφαρμογής κανόνων της σχολικής και οικογενειακής ζωής, που εξασφαλίζουν δικαιώματα και καθήκοντα σε όλους. Με τη διδαχή και το παράδειγμα να τους γίνει βίωμα, πως σε μια δημοκρατική κοινωνία τα δικαιώματα του ατόμου σταματούν εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα των άλλων.