Είχε... αποτύχει να εκλεγεί καθηγητής στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, τα βιβλία του γέμιζαν τις βιβλιοθήκες των φοιτητών των Θεολογικών Σχολών, καθώς κόμιζε ένα νέο πνεύμα στα θεολογικά γράμματα, χάρη στη βαθύτητα και την τόλμη της σκέψης του, την ειλικρίνεια των προβληματισμών του και την απαράμιλλη σε κάλλος και εκφραστική δεινότητα γλώσσα του, που συνδύαζε ισόποσα ακρίβεια, διαύγεια και ποιητικότητα. Ποιος δε διάβασε το «Καταφύγιο Ιδεών», το «Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα», το «Αλφαβητάρι της πίστης», τα «Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας», την «Ελευθερία του ήθους»; Και τόσα άλλα!...
Ο Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος πριν μια εβδομάδα μάς άφησε χρόνους, υπήρξε μια εξέχουσα προσωπικότητα του πνευματικού στερεώματος της χώρας μας και του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου, ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας που συγκαταλέχθηκε δίχως καμία αμφιβολία ανάμεσα στους επιδραστικότερους θεολόγους των καιρών μας και ο πολυγραφότατος αυτός συγγραφέας, την προπερασμένη Κυριακή (25.08.2024) το απόγευμα επορεύθη εν ειρήνη στον κόσμο της αιωνιότητας «ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται».
Υπήρξε ιδιοφυής διανοητής και σκαπανέας του χώρου του πολυσχιδούς προβληματισμού και αναζητήσεων του σύγχρονου ανθρώπου και πρότεινε πρωτοποριακούς τρόπους αντιμετώπισής τους. Μας αφήνει παρακαταθήκη τα 80 βιβλία του (τα οποία είναι είτε εκτενείς επιστημονικές μονογραφίες είτε συλλογή άρθρων και επιμέρους μελετών), μεταφρασμένα τα περισσότερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Κάθε νέο βιβλίο που εξέδιδε γινόταν αφορμή γόνιμων συζητήσεων. Τα κείμενα και ο προφορικός του λόγος εξέφραζαν την αμεσότητα και την αίσθηση μιας σύγχρονης και διαλεγόμενης σκέψης, πάντοτε με ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη εκφραστική τέχνη. Υπήρξε για πολλές δεκαετίες ο «αιώνιος έφηβος» της νεοελληνικής θεολογίας. Το συγγραφικό έργο του αποτελεί σπουδή και έρευνα κυρίως των διαφορών μεταξύ της ελληνικής σκέψης είτε στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική είτε στην πατερική και θεολογική έκφρασή της σε σχέση με τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και παράδοση είτε στη μεσαιωνική είτε στη νεοτερική εκδοχή της.
Πρώτος εισήγαγε και καλλιέργησε τη σύγχρονη έκφραση της θεολογίας στη δημοτική γλώσσα, εισάγοντας τον τύπο του θεολογικού δοκιμίου και αλλάζοντας μια ολόκληρη νοοτροπία στην ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά και ευρύτερα στον εκκλησιαστικό χώρο. Το εγχείρημα αυτό, ιδιαίτερα μετά την κρίση και κατάρρευση του ιδεολογήματος του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», όπως επιβλήθηκε στην περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας και μετά τις νέες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που εγκαινίασε η Μεταπολίτευση, υπήρξε καίρια καταλυτικό.
Μας αφήνει, επίσης, ως πνευματικό θησαυρό και τα βαθυστόχαστα κείμενα των επιφυλλίδων που για χρόνια κοσμούσαν παλαιότερα το κυριακάτικο «Βήμα» και τα τελευταία χρόνια την κυριακάτικη «Καθημερινή».
Οι περισσότερες επιφυλλίδες διαπνέονταν από την αγωνία του να διασώσει τη γνήσια ελληνορθόδοξη παράδοση, την ακεραιότητα της γλώσσας μας, την απελευθέρωση της ηθικής από τον δυτικό ευσεβισμό, την κάθαρση της (διοικούσας) Εκκλησίας από την τυπολατρία και τις επιρροές της απ’ τον καισαροπαπισμό.
Οραματιζόταν την ανόρθωση της Παιδείας μας με βάση τις πολιτισμικές μας αξίες, την αριστεία και την προσκόμιση μιας γνήσιας ελληνικής πρότασης βίου στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, απαλλαγμένης από τον μιμητισμό και «πιθηκισμό» ξένων προς την ιδιοσυγκρασία μας «προτύπων».
Μας δίδαξε τι σημαίνει η έννοια «πρόσωπο» για τον σημερινό άνθρωπο, ποιο το βαθύ νόημα του έρωτα και της αγαπητικής σχέσης, ως υπέρβαση της ατομικότητας, ποια η προσφορά των Πατέρων της Ορθοδοξίας, ποια η ουσία της «αλήθειας», τι σημαίνει «εκκλησιαστικό γεγονός» και πώς βιώνεται σήμερα, ποια τα στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας και πώς μπορεί να βελτιωθεί με την «κατά κεφαλήν καλλιέργεια». Η τακτική του συνίστατο εις το να επισημαίνει τα τρωτά της πολιτικής, της (θεσμικής) Εκκλησίας και των διάφορων φορέων της χώρας χωρίς ενδοιασμούς, να στηλιτεύει και να προβληματίζει αφήνοντας τον αναγνώστη να στοχασθεί ανάλογα κάθε φορά. Yπήρξε αναμφισβήτητα ένα μεγάλο κεφάλαιο για τη χώρα μας, τόσο για τη βαθιά θεολογική του σκέψη όσο και για τον φιλοσοφικό του στοχασμό.
H μεγάλη του συμβολή -κι εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα με την προσέγγιση του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Ιερωνύμου στη χθεσινή κυριακάτικη «Καθημερινή» (01.09.2024, σελ. 23)- συνίσταται εις το ότι έφερε τη θεολογία μέσα στην κοινωνία. «Ο διανοητής και φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς», γράφει ο κ. Ιερώνυμος, «έφερε τη Θεολογία σε διάλογο με την Τέχνη, τα Γράμματα και τη Λογοτεχνία και βέβαια με την Πολιτική. Την έφερε μέσα στην κοινωνία, την επέβαλε ως ένα, αν μη τι άλλο, πολιτισμικό μέγεθος, σεβαστό από πιστούς και άθεους, από μέλη της Εκκλησίας και μη, ως συνεπή και ολοκληρωμένη πρόταση οντολογίας».
Με συγκίνηση διαβάσαμε τις μαρτυρίες κοντινών του ανθρώπων για την οσιακότητα των τελευταίων του στιγμών. «Έφυγε ήσυχα. Τα τέλη του «χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά»», έγραψε ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, σημειώνοντας και τα εξής για τις τελευταίες στιγμές του φίλου του Χρ. Γιανναρά:
«Το απόγευμα νιώθοντας μια δυσφορία κάλεσε τον φίλο του ιερέα και γιατρό π. Π.Μ., ο οποίος διέγνωσε πνευμονικό οίδημα. Προσπάθησε να μην του δείξει κάτι. Ο ίδιος, όμως, είχε καταλάβει...
- Πεθαίνω, του είπε. Ο π. Π. για να τον καθησυχάσει του είπε:
- Αν το λες σοβαρά... ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος όταν ένιωσε ότι πεθαίνει, παρακάλεσε τους μοναχούς να του ψάλλουν τα νεκρώσιμα τροπάρια.
Είχε απόλυτη διαύγεια. Του απάντησε με σοβαρότητα:
- Ξεκίνα!!!
Σε λίγα λεπτά ξαφνικά σιώπησε, σήκωσε το χέρι του, έκανε τον σταυρό του και έσβησε ανάμεσα στους φίλους, έφυγε...».
Καλό σου ταξίδι κύριε Χρήστο. Καλό Παράδεισο σεβαστέ μας Δάσκαλε!
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος
είναι καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ01,
δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας Α.Π.Θ. (xaan@theo.auth.gr).