Στη φοιτητική περπατησιά ένα βιβλίο, δώρο καρδιακό, σημαδιακό: «Καταφύγιο Ιδεών» του Χρήστου Γιανναρά. Και τότε, μες στην αντηλιά της ψυχής, πρώτη ανάσταση σήμανε η πρώτη ανάγνωση. Το καταφύγιο αξιών σου υψώνεται, και το καταφύγιο ιδεών τους ξεμάκρυνε κι ο μίτος της Αριάδνης στα χέρια μου. Να φεύγω. Αυτό μόνο. Η αρχή, ένα μωβ κοκκινίζοντας λίγο κι ένα πορτοκαλί τρεκλίζοντας πολύ καθώς σουρουπώνει, η σιωπή. Ξεπετάγονται ρωγμές, για να ραθυμίζει το κάλλος, σε κάθε μας αντάμωμα. Το σώμα ολομόναχο λίγο και το πνεύμα τιτάνιο πολύ, καθώς ενυδατώνεται η καρδιά.
Η εποχή σου βρίσκεται στο μέλλον και μόνο ποθώντας σαν τη Βασιλεία του Πολικού Αστέρος κοιτώντας άδολα μέσα μου, κάτι δικό σου βασιλεύει. Αν το ψάξω, ποτέ δε θα το βρω. Για να ράβω είναι τους καημούς στις πληγές τού χρόνου. Για να ραμφίζει η ελπίδα της γραφής σου. Για να ραβδίζεις καταπάνω στο τέρας του μηδενισμού. Για να ρασοφορέσει ο κόσμος ανθρωπιά και φιλότιμο. Λόγος κοφτερός, ασυμβίβαστος, ανύμφευτος. Μια ζωή διώξεων από ανερώτευτους. Μια ζωή ανιδιοτελούς πάλης για το Απίθανο.
Κάθε σου σελίδα σαν χάδι με κουβαλά σε πλησμονή αχαρτογράφητη. Αφορμή της νοσταλγίας μου, στην κορυφογραμμή της Πεντηκοστής. Στην αρπαγή της Αποκάλυψης. Μια κολυμβήθρα να βαπτιστώ, ένα κάλλος να αφεθώ, για να ζω την εράσμια ραψωδία Γιανναρά που καλά κρατεί. Τώρα που χαράζει ο Παράδεισος παραδίδομαι παραπλησίως...(Δάσκαλε, θα σε αγαπώ πάντοτε... σαν κάτι δικό μου...
Στη μνήμη Χρ. Γιανναρά,