Και αν για την περίπτωση της Κύπρου η κυβέρνηση δεν ευθύνεται για τις βάσεις από τη στιγμή που συνιστούν βρετανικό έδαφος, η δολοφονία του ηγέτη του πολιτικού σκέλους της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, για την οποία η παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση και η Τεχεράνη κατηγορούν ευθέως την κυβέρνηση του Ισραήλ και η πρόκληση της οργής του Ιρανού θρησκευτικού ηγέτη, Αγιατολάχ Χαμενεΐ, που απάντησε με όρκους εκδίκησης, προκαλεί διεθνή ανησυχία για την ήδη βαριά διαταραγμένη ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και στρέφει εκ νέου τα βλέμματα στο Ιράν, ιδίως δεδομένης και της παραστρατιωτικής δραστηριότητάς του στο Λίβανο και την Υεμένη. Παρότι αυτή η ανησυχία της Δύσης, που παλεύει για την ειρήνη και για τη διατήρηση των αξιών και της ταυτότητάς της απέναντι στον φονταμενταλισμό και τον πόλεμο αποτυπώνεται ως φυσική στα έργα ακαδημαϊκών, όπως ο Huntington και ο Lewis, η προϊστορία πίσω από τη σημερινή πραγματικότητα που περικλείει το Ιράν αποδεικνύει ότι το για κάποιους αναμενόμενο δεν είναι παρά το αμάλγαμα συγκεκριμένων πολιτικών και στρατηγικών της ίδιας της Δύσης, που πολλές φορές έχουν μερίδιο στη διαμόρφωση του σήμερα. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά και το Ιράν.
Ειδικότερα, μια ενδεικτική σταχυολόγηση της αμερικανικής σύλληψης για το Ιράν γεννά την εικόνα του τελευταίου ως τον «Άλλο» του δυτικού κόσμου και ως μια απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί πάση θυσία. Από τη συμπερίληψή του στον «άξονα του κακού» από τον προέδρο Μπους τον νεότερο, τις δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα ότι συνιστά «κράτος που χρηματοδοτεί την τρομοκρατία» και εκείνες του προέδρου Τραμπ ότι «ο πολιτισμένος κόσμος από το 1979 ανέχεται το Ιράν και την αποσταθεροποιητική του συμπεριφορά στη Μέση Ανατολή» δημιουργείται η εντύπωση ότι το Ιράν είναι προαιώνιος εχθρός της Δύσης και του πολιτισμού της.
Ωστόσο, μια πιο ενδελεχής ματιά στις σχέσεις του Ιράν με τη Δύση γενικότερα και τις ΗΠΑ ειδικότερα αποκαλύπτει μια διαφορετική ιστορία, που συγκρούεται με το ίδιο το δυτικό αφήγημα.
Το 1950 το Εθνικό Μέτωπο, κράμα εργατικών ενώσεων και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών κερδίζει τις εθνικές εκλογές και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο αριστοκράτης εθνικιστής Μοχάμεντ Μοσαντέκ, πρώτιστος στόχος του οποίου είναι η επιστροφή του πλούτου στα ταμεία του Ιράν μέσω της εθνικοποίησης της αγγλοϊρανικής εταιρείας πετρελαίου. Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση με τη στενά συνδεδεμένη με τα βρετανικά συμφέροντα εταιρεία, αν και έχει τις ρίζες της στο 1933 και δεν ήταν η πρώτη, ήταν η μόνη επιτυχημένη, γεγονός που συνδέεται αφενός με την αποδυνάμωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου με την πρόθεση της προεδρίας Τρούμαν να επιχειρήσει να βρει μια συμβιβαστική λύση, καθώς δεν ήθελε να συνδεθεί με αποικιοκρατικές πολιτικές.
Σε αντίποινα για την εθνικοποίησή της, η Μεγάλη Βρετανία απέσυρε όλο το τεχνικό της προσωπικό της αγγλοϊρανικής εταιρείας πετρελαίου και προχώρησε σε εμπορικό εμπάργκο όχι μόνο προς το Ιράν, αλλά και σε όσες χώρες αγόραζαν ιρανικό πετρέλαιο. Η πολιτική αυτή οδήγησε την τότε τέταρτη εξαγωγό χώρα πετρελαίου στον κόσμο να πέσει από τα 142 εκατομμύρια δολάρια κέρδη, επί βρετανικής διοίκησης, στα μόλις 2 εκατομμύρια μέσα σε έναν χρόνο, αναγκάζοντας τον Μοσαντέκ να προσαρμόσει την πολιτική του σε μια οικονομία απεξαρτημένη από το πετρέλαιο.
Παράλληλα, καταλυτική υπήρξε και η αλλαγή της προεδρίας των ΗΠΑ. Το 1951 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ εγκαινίασε τη στρατηγική του New Look,που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση κάθε τυχόν απειλής που θα εκπορευόταν από τη Σοβιετική Ένωση. Επί Αϊζενχάουερ ιδρύθηκε η CIA, υπό την ηγεσία των αδερφών Ντάλες. Με την κοινωνική κατάσταση στο Ιράν να διολισθαίνει σε κρίση λόγω των βρετανικών αντίμετρων, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ φοβούνταν το ενδεχόμενο δημιουργίας συνθηκών επανάστασης που θα επέτρεπαν στη Σοβιετική Ένωση να διεισδύσει στο Ιράν, μια ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση της περιοχής. Ταυτόχρονα, η CIA ενημέρωνε διαρκώς για την ενίσχυση της επιρροής του Τουντέχ, του κομμουνιστικού κόμματος Ιράν, εντός του κυβερνητικού συνασπισμού του Μοσαντέκ. Στη βάση των ανωτέρω, η CIA και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες οργάνωσαν εκστρατείες προπαγάνδας στο Ιράν παρεισφρέοντας στα 4/5 των ιρανικών εφημερίδων, διακινούσαν φυλλάδια υπονόμευσης του Μοσαντέκ και τελικά οργάνωσαν στις 16/8/1953 πραξικόπημα («επιχείρηση AJAX»), το οποίο, αν και αρχικά αποτυχημένο, πέτυχε με τη δεύτερη απόπειρα στις 19/8/1953 με τη βοήθεια του στρατού, ο οποίος ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρωθυπουργό και παρέδωσε τη σκυτάλη της εξουσίας στον πρόσφατα διαφυγόντα από το Ιράν Σάχη Ρεζά Παχλεβί.
Ωστόσο, αν και ο φόβος του κομμουνισμού παρουσιάζεται ως μια λογική αιτία στο πλαίσιο των ανταγωνισμών του Ψυχρού Πολέμου και της λογικής των σφαιρών επιρροής μεταξύ του «ελεύθερου κόσμου» και του κόσμου του σιδηρούν παραπετάσματος, τα κίνητρα πίσω από την ανατροπή του Μοσαντέκ χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Ειδικότερα, μετά το πραξικόπημα η ίδια η CIA, που επέσειε τη σοβιετική απειλή, παραδέχθηκε ότι το Τουντέχ δεν ασκούσε ουσιαστική επιρροή στην κυβέρνηση. Και ο ίδιος ο Μοσαντέκ όχι μόνο δεν το είχε νομιμοποιήσει, αλλά είχε φυλακίσει και πολλά από τα στελέχη του.
Αρχικά, η ίδια η επικράτηση του Μοσαντέκ συνδέεται με την αποτίναξη της αποικιοκρατίας, που η Μεγάλη Βρετανία φοβόταν ότι θα οδηγούσε στην εξάπλωση του εθνικισμού στον αραβικό κόσμο, απειλώντας τα συμφέροντά της. Η εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ είναι παρεπόμενο του θαυμασμού του Νάσερ για την πολιτική του Μοσσαντέκ. Επιπρόσθετα, η ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης σχετιζόταν αφενός με τις γεωπολιτικές επιλογές των ΗΠΑ και αφετέρου με τη νεοαποικιοκρατική πολιτική των δυτικών εταιρειών. Ειδικότερα, κύριο διακύβευμα, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν η σοβιετική απειλή καθεαυτή, αλλά ο φόβος της πρόσβασης των Σοβιετικών στο ιρανικό πετρέλαιο και το συνεκδοχικό πλήγμα στα κέρδη των δυτικών εταιρειών. Δεν είναι τυχαίο ότι, με την επάνοδο του Σάχη, το 40% του ελέγχου των κοιτασμάτων του Ιράν πέρασε σε σύμπραξη αμερικανικών εταιρειών, το υπόλοιπο 40% επέστρεψε στην αγγλοϊρανική εταιρεία πετρελαίου και το εναπομένον 20% διατέθηκε σε γαλλικές και ολλανδικές εταιρείες. Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη βαρβαρότητα του Σάχη και τις ακραίες οικονομικές διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, επέτειναν τον αντιαμερικανισμό.
Το πραξικόπημα στο Ιράν συνδέεται με δύο επιπλέον παραμέτρους. Κατ’ αρχάς, με τον νεοϊμπεριαλισμό των ΗΠΑ και την επιθυμία μεταλαμπάδευσης των αμερικανικών αξιών και αρχών στον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο ο κομμουνισμός και ο εθνικισμός διαταράσσουν τη σχέση των «αποικιών» με τις διακινούμενες από το κέντρο, με όρους Wallerstein, ιδέες. Εάν, όμως, ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η διάδοση της δημοκρατίας, τότε πώς εξηγείται η ανατροπή ενός νομιμοποιημένου μέσω εκλογών και δημοψηφίσματος πρωθυπουργού; Η οικονομική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ στη δικτατορική διακυβέρνηση του μεγαλομανούς Σάχη; Και η συμβολή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη συγκρότηση της SAVAK, της μυστικής αστυνομίας του Ιράν; Και πώς πρόεδροι όπως ο Νίξον, ο Φορντ και ο Κάρτερ υπογράμμιζαν τη σημασία του Ιράν ως πυλώνα σταθερότητας και εκπρόσωπο των οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή, όταν ο Σάχης καταστρατηγούσε δημοκρατικές αρχές, όπως η συμμετοχή της αστικής τάξης στην πολιτική και η ελευθερία του λόγου;
Αυτά τα ερωτήματα μας φέρνουν στη δεύτερη παράμετρο, αυτήν του οριενταλισμού. Για τις ΗΠΑ, το κρίσιμο δεν ήταν η διάδοση της δημοκρατίας, αλλά η εξάπλωση της ιδέας ότι οι ΗΠΑ ήταν το λίκνο αυτής, και οι άλλοι, ως κατώτεροι, δεν μπορούσαν να την επιτύχουν, παρά μόνο εάν, αποδεχόμενοι την υποδεέστερη θέση τους, συμμαχούσαν μαζί τους. Ουσιαστικά, το Ιράν έπρεπε να ενταχθεί στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ για να ξεφύγει όχι μόνο από τον κομμουνισμό, αλλά και από τον βάρβαρο εαυτό του, επιβεβαιώνοντας την ηθική και ιδεολογική υπεροχή της αμερικανικής ταυτότητας.
Η πραγματικότητα αυτή γίνεται καταφανής, όταν, με την ανατροπή του Σάχη και της περιβόητης εκσυγχρονιστικής του επανάστασης το 1979 και τη συνακόλουθη κατάληψη της εξουσίας από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, που οδήγησε στην απεμπόληση κάθε κοσμικότητας, οι ΗΠΑ υιοθετούν ένα εντελώς διαφορετικό αφήγημα, στο πλαίσιο του οποίου ο παράδοξα μη δημοκρατικός πλέον σύμμαχος μετατρέπεται σε ζωτική απειλή για την ασφάλεια, την ειρήνη και τις αξίες των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου. Κατάσταση που ισχύει μέχρι σήμερα, με την εκλογή Πεζεσκιάν. Ο νέος πρόεδρος διατρανώνει την πίστη του στον εκσυγχρονισμό, σε μια λιγότερο καταπιεστική κοινωνία και σε μια πιο στενή σχέση με τη Δύση, με πυρήνα την επανέναρξη των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όμως, η όποια αισιοδοξία πρέπει να είναι συγκρατημένη, από τη στιγμή που ο ίδιος διαμηνύει ότι το Ιράν δεν πρόκειται να θυσιάσει τα συμφέροντά του, αλλά και λόγω των αντιστάσεων που είναι πιθανό να συναντήσει η εκσυγχρονιστική του προσπάθεια, δεδομένου και του ρόλου του Αγιατολάχ στην πολιτική ζωή του Ιράν, που υπερβαίνει αυτόν του προέδρου. Η πρόσφατη επιχείρηση που προκλήθηκε από το κράτος του Ισραήλ αναμένεται να φανερώσει ποιο ρεύμα θα υπερισχύσει στην εσωτερική πολιτική, με τη μεγέθυνση του ρήγματος του Ιράν με τη Δύση να προκρίνεται ως το πιθανότερο σενάριο.
Καταλήγοντας, αν και θα ήταν αφελές να υποστηρίξει κανείς ότι το Ιράν δε συνιστά δυνητική απειλή για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, λόγω της παραστρατιωτικής και συνδεδεμένης με την τρομοκρατία δραστηριότητάς του, θα ήταν εξίσου αφελές να πιστέψει κανείς ότι η σημερινή, κάθε άλλο παρά ιδεατή, κατάσταση στο Ιράν είναι αυτοφυής και δε σχετίζεται με τον αμερικανικό επεμβατισμό. Σε τελική ανάλυση, ακόμη κι αν επικαλεστεί κανείς την αγαθότητα των προθέσεων, αυτή δεν τις απαλλάσσει από τα ατοπήματα των ασκούμενων πολιτικών.