α) Ο ιερός ζήλος της για τη μελέτη
των λόγων του Θεού
Από πολύ μικρό παιδί ακόμη η Παρασκευή έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τη μελέτη των λόγων του Θεού, που ανέπαυαν την καρδιά της και καθημερινά τη μεταρσίωναν. Όσο μάλιστα πιο πολύ μεγάλωνε, τόσο πιο μεγάλος γινόταν και ο ζήλος της αυτός, γιατί καταλάβαινε ότι τα λόγια της Αγίας Γραφής ήταν «ρήματα ζωής αιωνίου», δηλ. το αθάνατο νερό, που έφερε στον κόσμο με την ενανθρώπησή του ο Χριστός. Για τον λόγο δε αυτόν ακριβώς σημειώθηκε από το Μ. Γαλανό ότι «Ήτο τόσος ο ζήλος της, ώστε όχι μόνον ηγρύπνει, δια να μελετά τα θεία, αλλά και επωφελείτο πάσης συναναστροφής, δια να συζητή περί θρησκευτικών αντικειμένων και ενισχύη την πίστιν των ασθενεστέρων γυναικών και παρθένων», ενθυμούμενη τη μοναδική εντολή του Χριστού προς τους Μαθητές Του μετά την ανάσταση, δηλ. το «κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Ματθ. 16, 15). «Έτσι η αγία Παρασκευή, κατά τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, έμαθε γράμματα και έγινε σοφότατη. Και δια την καθαρότητά της την αξίωσε ο Θεός (αργότερα) και έκαμνε και θαύματα», ενώ, κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας, και «στεφάνω αφθαρσίας κεκόσμηται» και για τούτο «προχέει ιάματα και πρεσβεύει υπέρ των ψυχών ημών».
β) Η τέλεια αφιέρωσή της στον Θεό
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 ετών, οι γονείς της, Αγάθων και Πολιτεία, εκοιμήθηκαν, ενώ κάποιοι επίδοξοι μνηστήρες άρχισαν να την περικυκλώνουν, εξαιτίας της σπάνιας ομορφιάς και του ακόμη πιο σπάνιου χαρακτήρα της. Εκείνη όμως είχε συγκλονισθεί κυριολεκτικά από τον θάνατο των γονέων της, καταλαβαίνοντας πολύ καλά ότι όλα τα ανθρώπινα είναι ρέοντα και μάταια, αν λείπει από τη ζωή του ανθρώπου το «εν», για το οποίο είχε κάνει λόγο ο Κύριος. Για τούτο αυτό το «εν» έσπευσε και εκείνη να αποκτήσει τότε με κάθε θυσία, διαμοιράζοντας αρχικά την περιουσία της και καταφεύγοντας στη συνέχεια σε ένα Παρθενώνα της Ρώμης, στον οποίο της δόθηκε η ευκαιρία να προσευχηθεί περισσότερο και πιο καθαρά και να μελετήσει ταυτόχρονα τα λόγια του Θεού πολύ πιο βαθιά και να τα βιώσει. Όσο δε πιο πολύ προσευχόταν και μελετούσε τα θεία λόγια, κάνοντας ταυτόχρονα υπακοή στην προϊσταμένη της αδελφότητας, τόσο πιο πολλά διαμάντια πνευματικά περισυνέλεγε, ενώ ταυτόχρονα άναβε μέσα της περισσότερο ο πόθος της ιεραποστολής και της θυσίας, πιστεύοντας ακράδαντα στο σύνθημα, που επικρατούσε την εποχή εκείνη στη χριστιανική Εκκλησία, δηλ. στο «Εις τον ένα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Εξαιτίας άλλωστε των προσευχών και των μελετών της και γενικότερα της βίωσης των ευαγγελικών διδαχών, η αγία διακρινόταν για την «καθαρότητα (του) σώματος» και «ψυχής την λαμπρότητα», που ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της, ενώ ταυτόχρονα συντελούσε μαζί με τα καλά της έργα στο να δοξάζουν οι θεατές και ακροατές της το Πανύμνητον όνομα Του. Εξαιτίας δε των πιο πάνω αρετών, λέγει ο υμνογράφος της Εκκλησίας, ότι και «συνόμιλος των Αγγέλων γέγονας, Παρασκευή αθληφόρε» και «σκεύος του Πνεύματος».
γ) Η ιεραποστολική δράση της
Ενώ όμως η οσία ζούσε ειρηνικά στον Παρθενώνα της Ρώμης, έβλεπε ότι ο κόσμος ήταν «εν πολλοίς» βυθισμένος στο πνευματικό σκοτάδι και βάδιζε προς την καταστροφή. Έμοιαζε δηλ. με μια αγριέλαιο, που έπρεπε να μπολιαστεί στην καλλιέλαιο Εκκλησία του Χριστού, ώστε να παράγει στο εξής καρπούς αγαθούς. Για τούτο, άφησε κάποια στιγμή τον τόπο της άσκησής της και άρχισε, με την ευλογία πιθανότατα της αδελφότητάς της, να περιέρχεται τις πολιτείες και τα χωριά, διακηρύσσοντας, σαν απόστολος της αγάπης του Χριστού, το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Κατά τον τρόπο δε αυτό προσέκλυε, κατά τους βιογράφους της, στη χριστιανική πίστη πολλές ψυχές, που είχαν προετοιμασθεί μέσα στο καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών. Για το σκοπό αυτό άλλωστε ερχόταν πολλές φορές και σε διαλογικές συζητήσεις με όσους έφερναν αντιρρήσεις στις προτροπές της, γιατί είχε, καθώς φαίνεται, όχι μονάχα σπουδαιότατη μόρφωση, αλλά ταυτόχρονα και ετοιμότητα πνεύματος, ώστε να δίνει «λόγον» «παντί τω αιτούντι περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πετρ. 3, 15). Κατά τις συζητήσεις δηλαδή η αγία είχε μεγάλες επιτυχίες, γιατί είχε στο μεταξύ «δι’ αγνείας» ωραΐσει την ψυχήν της, ενώ είχε αποκτήσει «δια παντοίων πόνων τε και θλίψεων» και την «κατά Θεόν σοφίαν», το μόνον, κατά τους αρχαίους προγόνους μας, «κτημάτων αθάνατον».
«Τους εν νυκτί απάτης κεκρατημένους,
λέγει για τούτο ο υμνογράφος,
προς φως καθοδήγησας, το της σωτηρίας...»
δ) Η σύλληψη και η ομολογία της
Τα χρόνια όμως εκείνα, στο οποία ζούσε η αγία, ήταν πάρα πολύ δύσκολα για τους χριστιανούς. Σε κάποια στιγμή μάλιστα, που κηρύχθηκε ο διωγμός του Αντωνίνου (138-161), έγιναν πολύ δυσκολότερα, γιατί οι χριστιανοί καταδιώκονταν από τους ανθρώπους του αυτοκράτορα με μανία. Στο διωγμό αυτόν ακριβώς συνέλαβαν κάποια στιγμή και την Παρασκευή, εξαιτίας της ιεραποστολικής δράσης της, και την οδήγησαν μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, που την κάλεσε ευθύς αμέσως να αρνηθεί την πίστη της και να προσκυνήσει τα είδωλα, λέγοντας: -«Εάν πειθαρχήσεις σε μένα και θυσιάσεις στους θεούς μας, θα γίνεις κληρονόμος πολλών αγαθών. Εάν όμως αρνηθείς να πειθαρχήσεις, τότε θα σε παραδώσω σε φοβερά βασανιστήρια». Η αγία όμως δε φοβήθηκε τις απειλές του τυράννου, γιατί ήταν εμψυχωμένη από τη δύναμη του Θεού. Για τούτο θαρρετά αποκρίθηκε: -«Μη μοι γένοιτο αρνήσασθαι το όνομα του Χριστού και Θεού μου. Θεοί γάρ, οι τον ουρανόν και την γην μη ποιήσαντες, απολέσθωσαν». Με τον τρόπο δε αυτό η αγία αναδείχτηκε ομολογήτρια του Χριστού, γιατί πίστευε ακράδαντα στον Κύριο και στα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου, ότι δηλ. το Ευαγγέλιο του Χριστού «στόματι ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,10), ενώ ταυτόχρονα ήταν αποφασισμένη να συγκακοπαθήσει «τω ευαγγελίω» (Βλ. 2 Τιμ. 1,8) και να εργασθεί για την «προκοπήν» του (Βλ. Φιλ. 1,12), καταβάλλοντος κάθε κόπο και θυσία. Για τούτο αναφέρεται από τον εγκωμιαστή της υμνογράφο ότι «τυράννων θράση στερρώς κατεπάτησας
και βασάνους όντως ανδρείους υπέμεινας»
δ) Η απελευθέρωση και η εξακολούθηση της δράσης της
Ύστερα από την πιο πάνω ομολογία, ο Αντωνίνος παρέδωσε την Παρασκευή στα βασανιστήρια, από τα οποία όμως εκείνη διαφυλάχθηκε αβλαβής, ενώ το ίδιος ο βασιλιάς τυφλώθηκε από το ζεματιστό νερό, στο οποίο είχε προστάξει να ρίξουν την αγία, γιατί δεν πίστεψε στην εκ Θεού διαφύλαξή της και θέλησε να το δοκιμάσει. Από την τύφλωσή του όμως εκείνη τον θεράπευσε τότε θαυματουργικά η αγία, επικαλούμενη το όνομα του Κυρίου και λέγοντας: -«Βασιλεύ, σε απαλλάττει από της μάστιγος ο Θεός των Χριστιανών» (Μ. Γαλανού, Βίοι Αγίων Ζ, 108). Ύστερα δε από τη θεραπεία του, ο αυτοκράτορας εκείνος προς στιγμήν ανένηψε και για τούτο κατέπαυσε το διωγμό, ενώ έμεινε μέσα στην Ιστορία γνωστός ως ευσεβής. «Απαλλάξας δε την αγίαν Παρασκευήν, λέγει για τούτο και πάλι ο Μ. Γαλανός, από πάσης άλλης βασάνου, προέβη εις την κατάπαυσιν παντός κατά των Χριστιανών διωγμού» (οπ.π.108). Εάν όμως πίστευε αποφασιστικότερα και βαπτιζόταν στο όνομα του Κυρίου, θα αποκτούσε τη φήμη του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα και ισαποστόλου, που απέκτησε αργότερα δίκαια ο Μ. Κων/νος. Όπως και αν έχει το πράγμα πάντως, στην πρόσκαιρη (ή μονιμότερη) εκείνη μετάνοια του αυτοκράτορα Αντωνίνου συνετέλεσε με το θαυματουργικό χάρισμά της η αγία Παρασκευή, την οποία πρέπει, σαν Χριστιανοί, να μιμούμεθα όσο μπορούμε, και να τιμούμε, γιατί «η Εκκλησία, κατά το Μ. Βασίλειο, δι ων τιμά τους προλαβόντας, προτρέπεται τους παρόντος». Τιμώντας δηλαδή τους Αγίους για τη ζωή τους, προτρέπει τους ζώντες στη μίμησή τους, διδάσκοντας ότι «Τιμή αγίου μίμησις Αγίου».
Κλείνοντας αυτό το θέμα, θα ήθελα να σημειώσω δύο λόγια από τον επίλογο του βιβλίου του Κεντρώας Αφρικής Ιγνατίου Μαδενλίδη «Η αγία Παρασκευή», ότι δηλαδή «Όσοι έτσι (σαν την αγία Παρασκευή) τελείωσαν τη ζωή τους, είναι τα ομοιώματα του Χριστού. Κι όσοι έτσι ζουν, όπως Εκείνος, είναι τα απομεινάρια Του σ’ αυτόν τον κόσμο και οι «καθ’ οδόν» άγιοι Του». Είθε σ’αυτούς να συγκαταλέξει ο καθένας μας και τον εαυτό του, εφόσον «την βασιλείαν του Θεού κατέσχον Αγιοι».
ε) Ο μαρτυρικός θάνατός της
Ύστερα από την απελευθέρωσή της, η αγία συνέχισε ανενόχλητη πια για λίγο καιρό την ιεραποστολική δράση της. Ο διάδοχος όμως του Αντωνίνου αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180), παρότι ήταν στωικός φιλόσοφος, κήρυξε το 165 μ.Χ. ένα νέο κατά των Χριστιανών απηνή διωγμό, κατά τον οποίο συνέλαβαν και πάλι την αγία και τη βασάνισαν σκληρά, για να αρνηθεί την πίστη της. Μη μπορώντας όμως με καμία βάσανο να κάμψουν την αντίστασή της, οι άρχοντες διέταξαν τελικά τη θανάτωσή της «δια ξίφους», με την οποία περιβλήθηκε με το αμαράντινο στεφάνι της θείας δόξης, γενόμενη «συνόμιλος των Αγγέλων».
-«Χαίροις, λέγει για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας,
ή το μαρτύριον καλώς υποδεξαμένη. Χαίροις των
μαρτύρων ισοστάσιε και των οσίων ομόσκηνε,
μεθ’ ών ικέτευε του σωθήναι τας ψυχός ημών».