Κάπως έτσι, γνωρίστηκα και με λειτουργούς της δημοσιογραφίας, στην ίδια πόλη, στην ιστορική εφημερίδα «Ελευθερία Λαρίσης», οι οποίοι πάντα με καλοδέχονταν και, με προθυμία, σε χρόνο που εκείνοι αποφάσιζαν, δημοσίευαν τα δελτία Τύπου, τις ενημερώσεις, κάποια μικρή συνέντευξη. Οι συναντήσεις γίνονταν συνήθως σε κάποιο από τα καφέ της πόλης, όπου, κατά την τοπική συνήθεια, και πέρα από το κέρασμα του καφέ ή του αναψυκτικού, με συνέστηναν στους περαστικούς διαβάτες, στους οποίους -όπως και στους συνομιλητές- διέκρινα μια κάποια δοτικότητα στην άνεση χρόνου, παρ’ ότι ώρα εργασίας, πρόσεχα το χαμόγελο, όταν τα προβλήματα ήταν περιορισμένα ή και εκτεταμένα, και, με ευχαρίστηση, άκουγα να μιλούν τη ντοπιολαλιά, με το χρώμα της, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία και για το κάθε μέλος κάθε κοινωνίας, και για την κοινωνία στο σύνολο και στην ολότητά της. Είναι, η ντοπιολαλιά, ανάμεσα σε άλλα, η εκφορά της ποιότητας της αίσθησης της φωνής που τα κύματά της φθάνουν σε εμάς από τη μητέρα μας, δείκτης υγείας, εξαιρετικώς δύσκολος, αν όχι δυσπρόσιτος, στις μετρήσεις.
Λύκε, Λύκε, είσαι ‘δω; Αυτό θυμήθηκα, μαζί με τα παραπάνω, ξαναπερπατώντας, στην πόλη της Λάρισας, ένα μεσημέρι του περασμένου μήνα, στο μεσοδιάστημα αναμονής, μετά την επίσκεψη ασθενούς, για να πάρω το λεωφορείο της επιστροφής. Αποφάσισα, αντί να καθίσω, να περπατήσω τα στενά, στα οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανακάλυπτα ότι η ησυχία ήταν πρωτοφανής. Ελάχιστοι, έως μόνο τη μονάδα, διαβαίνοντες σε εκείνον τον χρόνο, της ανάπαυλας, κλειστά, στην πλειονότητα, τα εμπορικά καταστήματα, καταλάβαινες ότι οι άνθρωποι βρίσκονταν στα σπίτια τους για ξεκούραση ή κάποια αλλαγή. Θα επανέρχονταν, οι περισσότεροι -αλλά όχι όλοι- κατά τις πεντέμισι, για να εργαστούν, ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες όλων. Εικόνα ανθρώπινη, ξεχασμένη, όπως φαίνεται, στο πολύπαθο αττικό πεδίο, ίσως και αλλού. Προσφέρει, η πόλη της Λάρισας, με τα περίχωρά της, βουνίσια, καμπίσια και παραθαλάσσια, την ευκαιρία, εάν παρατηρήσουμε τι συμβαίνει στην καθημερινότητα των κατοίκων και επισκεπτών της, να ανακαλέσουμε τις πλαστές, εφήμερες και άνευ πραγματικής αξίας, απαιτήσεις μας, και από τον εαυτό μας, και από τους άλλους, και να αφουγκραστούμε, ξανά, και μέσα από την ντοπιολαλιά, αυτό για το οποίο πολύς λόγος γίνεται, αλλά στην πράξη μήδ’ εν. Παρέα, στη Λάρισα, μπορώ να βάλω και άλλες κωμοπόλεις, και μεγαλύτερα ή μικρότερα χωριά, στα οποία, εάν παραδεχθούμε την αλήθεια, σχεδόν τίποτα δε λείπει από τα πραγματικά αναγκαία, και για εμάς, και για τους γονείς μας, και για τα παιδιά μας.
Ίσως, κάπως έτσι, επιλέγοντας τη διαφορά, θα μπορούσαμε και τον βίο μας να διάγουμε με ευκρασία, και τα σχολειά μας να διατηρούμε ανοιχτά, και τα ευεργετήματα των προγόνων μας να συντηρούμε και να επαυξάνουμε, αναπτύσσοντας και εθνικές και διεθνείς δημόσιες σχέσεις, οικονομικές και εμπορικές, σταθερές, βιώσιμες, και με μακρά προοπτική.
Με άλλα λόγια, κατά παράθεση, το να διαβάζω, στο υπέροχο βιβλίο του Μανόλη Κορρέ, πώς φτιάχτηκε ο Παρθενώνας, θα πρέπει, πέρα από τον θαυμασμό, και τις απορίες για τα συγκεκριμένα: «πώς», «αττικός παρθενώνας», να γεννά την επιθυμία ανάγνωσης, ώστε να καλλιεργείται το δυναμικό συνέχειας: «Περπατώ, περπατώ εις το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι ‘δω».