Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου, φιλολόγου, μέλους της Ομάδας Ιστορικής Έρευνας του Δήμου Αγιάς «Δημήτρης Αγραφιώτης»
Έφυγαν, ήδη, 41 ολόκληρα χρόνια από ‘κείνη την επική νύχτα, ξημερώματα Σαββάτου της 17ης Νοέμβρη του 1973, όταν στον χώρο του Ε.Μ. Πολυτεχνείου οι ελεύθεροι αγωνιζόμενοι φοιτητές, οι ελεύθεροι αγωνιζόμενοι Έλληνες με απλωμένη πάνω ως κάτω την αφοβία σα σημαία και παραμερισμένη την κομματική τους ταυτότητα ξεσηκώθηκαν ενάντια στο ξενοκίνητο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών διεκδικώντας ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δικαιώματα βεβαίως αυτόδηλα φυσικά, διαχρονικά και πανανθρώπινα, που τους τα είχε απαλλοτριώσει η δικτατορία και που για την κατοχύρωσή των οι σελίδες της Ιστορίας είναι γραμμένες με αίμα.
Στα γεγονότα των ημερών του ξεσηκωμού δεν θα σταθώ. Λίγο πολύ θεωρούνται γνωστά, ενώ στη μνήμη της γενιάς μου παραμένουν νωπά, ανεξίτηλα. Δεν μπορώ, όμως, και να μην επισημάνω την αίσθηση που αποκρυσταλλώθηκε μέσα μου πως οι νεότερες γενιές, μαθητών και φοιτητών κυρίως, την εποποιία εκείνη την αντιλαμβάνονται σαν ένα συμβάν ριγμένο σε κάποιαν άκρη της Ιστορίας, ξεκομμένο από τόπο και χρόνο, ξεστρατισμένο εντελώς από τη γενικότερη ιστορική ροή και ξεθωριασμένο ακόμα και μέσα σε δημοκρατικές συνειδήσεις. Ένα συμβάν με διερρηγμένη τη νομοτελειακή σχέση αιτίου και αιτιατού. Και σ’ αυτό ας μη βιαστεί ο οιοσδήποτε ν’ αποδώσει τις ευθύνες ελαφρά τη συνειδήσει μονάχα στις πολιτικές πρακτικές εκείνων που κυβέρνησαν από τότε και ύστερα τον τόπο. Σε καμιά περίπτωση οι λαοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών στις ιστορικές εξελίξεις. Κι αυτό αποτελεί μιαν αλήθεια την οποία θα πρέπει να δεχτούμε ως αξίωμα, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και ν’ αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.
Αλλά και πέρα απ’ αυτά: Με πλήρη λόγου γνώση, σαφή επίγνωση και απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης, εξετάζοντας ενδελεχώς την αναντιστοιχία που στιγματίζει το γεγονός του Πολυτεχνείου ανάμεσα στο αίτιο του τότε και στο αιτιατό του σήμερα, δεν μένει παρά να καταλογίσω φοβερές ευθύνες στην ίδια τη γενιά μου, τη γενιά που το δημιούργησε. Και αυτό ακριβώς θα επιδιώξω να εξηγήσω έξω από πολιτικές σκοπιμότητες, πέρα και πάνω από οποιαδήποτε υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια, απαλλαγμένος από προκαταλήψεις, αλλά και φορτισμένος μ’ ένα ξεκάθαρο συναίσθημα οργής. Οργής για το ξεστράτισμα και ταυτόχρονα για την απάρνηση ενός τόσο σημαντικού πολιτικού γεγονότος απ’ τους ίδιους τους δημιουργούς του! Ενδεχομένως και να εγείρω ενστάσεις, πιθανό και να κατηγορηθώ, ίσως ακόμα και να ερεθίσω την μήνιν ορισμένων. Καλοδεχούμενος απ’ την πλευρά μου ο αντίλογος. Φτάνει μόνο να είναι τεκμηριωμένος και να μπορέσει να διώξει από μέσα μου την πικρία και την οργή. Θα με χαροποιούσε αφάνταστα, αν μπορούσε κάποιος να μου αποδείξει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως ο ίδιος τα βλέπω, ότι δηλαδή είναι διαμετρικά αντίθετα κι ότι η θυσία του Πολυτεχνείου βαίνει πλέον την οδό της δικαίωσης, ή έστω αφήνει μηνύματα αισιοδοξίας.
Αλλά: Το ότι η γενιά του Πολυτεχνείου κρατά εδώ και πολλά χρόνια τις τύχες της χώρας στα χέρια της δεν μένει σε κανέναν η παραμικρή αμφιβολία. Άρα η γενιά αυτή μέσα απ’ οποιοδήποτε ρόλο, μέσα απ’ οποιοδήποτε λειτούργημα, απ’ οποιοδήποτε στάση ή πρακτική φέρει και την ευθύνη της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια εν Ελλάδι. Η γενιά αυτή είναι, που, αντί να κληροδοτήσει στα παιδιά της τη δημοκρατία για την οποία θυσιάστηκε η ίδια πριν από τέσσερις δεκαετίες, τους παραδίδει μια δημοκρατία μέσα στην οποία τα παιδιά αυτά ζητιανεύουν ήδη το ΨΩΜΙ. Μια δημοκρατία στην οποία η ΠΑΙΔΕΙΑ έφτασε ν’ αποτελεί επιταγή δίχως αντίκρισμα την ώρα που τα διπλώματα των σπουδών και οι μεταπτυχιακοί τίτλοι δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μονάχα τα βεβαιωμένα με τη σφραγίδα της Πολιτείας πιστοποιητικά ένταξης του πλέον παραγωγικού δυναμικού στο επιστημονικό προλεταριάτο της χώρας. Μια δημοκρατία μέσα στην οποία η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ έφτασε να καταντήσει συνώνυμο της ανομίας, της απόκλισης, της ασυδοσίας και της κατά το δοκούν ερμηνείας. Ένα πρόχειρο πέρασμα από το χώρο του Ε.Μ.Π. κι ένα περιμετρικό περπάτημα γύρω απ’ το κτίριο έχει να δείξει πλέον τόσα πολλά….
Κι αναρωτιέμαι τι θα μπορέσει ν’ αποκριθεί η γενιά αυτή, τι λόγο θα δώσει στην Ιστορία, όταν κοιτάξει κατάματα τα παιδιά της και διαβάσει μέσα στο αγνό κι απεγνωσμένο βλέμμα τους τούτα τα λόγια «Δε θέλω πια να είμαι Έλληνας χωρίς δουλειά, με πτυχία αβεβαιότητας για το μέλλον μου πλαισιωμένα με κορνίζες να κρέμονται στους τοίχους ενός σπιτιού που στεγάζει το μαρασμό της ζωτικότητάς μου και μετουσιώνει τα λεύτερα όνειρά μου σε εφιάλτες! Ας πολιτογραφηθώ Γερμανός, Αμερικανός, Σουηδός, Εγγλέζος ή ό,τι άλλο. Φτάνει μόνο να εξασφαλίσω τις συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης, για να δικαιολογήσω κι εγώ το πέρασμα μου απ’ τη ζωή! Θα φταίω εγώ τελικά, αν αρνηθώ την εθνικότητα και την Ιστορία του τόπου μου; Θα φταίω εγώ, που θα διεκδικήσω τη δικαίωση της ύπαρξης μου;».
Τι θ’ απαντήσει λοιπόν σ’ αυτά τα παιδιά η γενιά του Πολυτεχνείου; Ποια απόκριση θα δώσει η γενιά του οραματισμού της δημοκρατίας στη γενιά που βιώνει την απόγνωση; Πώς άραγε η γενιά, που συνειδητά φορτώθηκε την ευθύνη της εξυγίανσης, φορτώνει τώρα την αποτυχία της εκεί που θα έπρεπε να είχε παραδώσει τη θυσία της δικαιωμένη; Και πώς η γενιά αυτή θα μπορέσει αύριο, με τι μούτρα θα σταθεί απέναντι στον αδέκαστο και αλάθητο κριτή που λέγεται Ιστορία; Θα βγει και θ’ αποκριθεί μεταμελημένη το «συγγνώμη, αποτύχαμε»; Κάτι τέτοιο θ’ αποτελέσει την πιο βαριά Ιστορική καταδίκη, μια καταδίκη που θα την πετάξει στον Καιάδα του ιστορικού γίγνεσθαι ντυμένη στο μελανό ιμάτιο του καιροσκοπισμού διανθισμένο με τη δαντέλλα του ωχαδερφισμού, τον οποίο γέννησε υποκριτικά και υβριδικά η βουλιμία του άκρατου ατομικισμού! Κι όλα ετούτα μπορώ να τα υποστηρίξω χωρίς τον παραμικρό φόβο και χωρίς το παραμικρό πάθος αιτιολογώντας παράλληλα το γιατί κάποια απ’ αυτά τα ερωτήματα μπορούν να είναι και ρητορικά. Και να ποια είναι περίπου η εικόνα που έδωσε η γενιά μου στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε:
- Μια μερίδα της γενιάς αυτής – μικρή ευτυχώς – καπηλεύτηκε τον αγώνα και τον χρησιμοποίησε ως εφαλτήριό της για πολιτική αναρρίχηση με όσα προσωπικά οφέλη συνεπάγεται μια τέτοια αναρρίχηση. Και οι νοούντες νοείτωσαν!
- Μια δεύτερη – μεγαλύτερη δυστυχώς συγκριτικά με την προηγούμενη – με περίσσια υποκριτική ηθική και παντελώς κάλπικη ιδεολογία έσπευσε να υλοποιήσει ένα δικό της αξιακό σύστημα βαφτίζοντας το βόλεμα του ημετερισμού εθνικό ιδεώδες και το σφετερισμό του εθνικού πλούτου δεξιότητα. O tempora, O mores!
- Μια τρίτη – η ανώνυμη πλειοψηφία – εμποτισμένη ενδεχομένως από προφανή ιδεολογική αγνότητα δεν θέλησε να διεκδικήσει δάφνες, αλλά παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια «βουβός» και απλός θεατής των τεκταινόμενων, ανεξάρτητα από το αν η οργή ολοένα και πιο έντονη φώλιαζε μέσα στις καθαρές συνειδήσεις αυτών των ανιδιοτελών αγωνιστών. Ίσως, όμως, η μερίδα αυτή να μην κατάλαβε ή και να μη θέλησε να κατανοήσει ότι οι αγώνες δεν δικαιώνονται με την αδράνεια και τα οράματα δεν πραγματώνονται από του αυτομάτου. Και η πικρή μεταμέλεια ήρθε όταν μέσα στην απραξία τους διαπίστωσαν ότι η ανοχή απέναντι στο σφετερισμό των ιδεωδών αποτελεί συνενοχή. Ήρθε ενδεχομένως, όταν, όντας οι ίδιοι βουβοί παρατηρητές, στα κάγκελα που κυμάτιζε αγωνιστικά η γαλανόλευκη στα μέσα του Νοέμβρη του ’73, είδαν αργότερα στον ίδιο χώρο να καίγονται σημαίες ελληνικές! Αν δεν είναι αυτός ο ορισμός της αδράνειας, τότε ποιος είναι;
Κι αυτά στην Ελλάς του 2014. Στις πλάτες της νεολαίας που παραλαμβάνει τη σκυτάλη απ’ τη γενιά του Πολυτεχνείου. Πολύ θα το ήθελα να μην είχα αναγκαστεί να φτάσω σε μια τέτοια κατάθεση…