Το παιδικό αίμα που πότισε τις βουνοκορφές του Ολύμπου.
Του Αλέξανδρου Χ. Γρηγορίου
alexandros_gregoriou@yahoo.gr
Οι λήσταρχοι και οι συμμορίες τους, οι «βασιλείς των ορέων» όπως ονομαζόταν, αποτελούσαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου καθημερινό σχεδόν θέμα αναφοράς στον τότε ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Στο palmarès τους περιλαμβανόταν απαγωγές, ληστείες και δολοφονίες σε βάρος αστυνομικών, κτηματιών, επιχειρηματιών και κτηνοτρόφων του θεσσαλικού κάμπου και της μακεδονικής ενδοχώρας. Οι πράξεις τους προκαλούσαν αποτροπιασμό και φόβο στην κοινή γνώμη, αλλά παράλληλα ερέθιζαν τη φαντασία των λαϊκών στρωμάτων. Ο βίος και τα «κατορθώματά» τους ενέπνευσαν τα επόμενα χρόνια συγγραφείς, ποιητές και σκηνοθέτες για να αποτυπώσουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, τη δράση τους.
Από τους πλέον καταζητούμενους και επικηρυγμένους κακοποιούς της εποχής ήταν ο Πάντος Μπαμπάνης (ΦΕΚ 47/Α/26-2-1925), ο αδελφός του Λεωνίδας, ο Κώστας Τσαμίτας και ο περιβόητος Φώτης Γιαγκούλας (ΦΕΚ 44/Α/23-2-1925). Και οι τέσσερις, «παιδιά» του περιβόητου ληστή Γ. Καντάρα (1), είχαν επικηρυχθεί από την Ελληνική Πολιτεία με 1.040.000 δραχμές για μία σειρά από εγκληματικές πράξεις. Ο Πάντος Μπαμπάνης με 15 δολοφονίες στο ενεργητικό του είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Δραπέτευσε το 1923 από τις φυλακές Τρικάλων με κινηματογραφικό τρόπο, αφού κατόρθωσε να διαφύγει μέσα από τους υπονόμους των αποχωρητηρίων. Ο Φώτης Γιαγκούλας, ο ληστής με το αγγελικό πρόσωπο με 55 δολοφονίες στο ενεργητικό του, αποτελούσε για πολλά χρόνια το άπιαστο όνειρο κάθε χωροφύλακα για καταξίωση και προαγωγή. Είχε συλληφθεί αλλά είχε δραπετεύσει και αυτός πηδώντας σιδηροδέσμιος από το βαγόνι του τρένου που τον μετέφερε στις φυλακές Επταπυργίου της Θεσσαλονίκης. Το τέλος τους γράφτηκε το καλοκαίρι του 1925 στον Όλυμπο. Μαζί τους όμως «έσβησε» και μία πολλά υποσχόμενη νεανική και αθώα ψυχή, ένα μικρό αγόρι, που το αίμα του θα πότιζε για πάντα τα λαμπερά και απρόσιτα παλάτια των Θεών.
Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1925 όταν ο ενδεκαετής τότε Δημήτριος Δ. Ράπτης (γεννήθηκε στη Λάρισα στις 25 Ιουνίου 1914), απήχθηκε μαζί με τον εξάδελφό του Νικόλαο Μ. Ράπτη (τότε φοιτητή της Ιατρικής και αργότερα καταξιωμένο γιατρό της πόλης), από τη συμμορία των προαναφερθέντων. Παιδιά των εύπορων κτηματιών και κτηνοτρόφων Διονυσίου και Μιλτιάδη Ράπτη αντίστοιχα, τους οδήγησαν στην απρόσιτη τοποθεσία «Κλεφτόβρυση» του Ολύμπου (κοντά στον Προφήτη Ηλία) στέλνοντας στη συνέχεια επιστολές στις οικογένειές τους, με τις οποίες ζητούσαν 3.000.000 δραχμές -ποσό μυθικό για την εποχή-, για να τους αφήσουν ελεύθερους.
Η απαγωγή συγκλόνισε το πανελλήνιο και κινητοποίησε τον κρατικό μηχανισμό. Ενημερώθηκε ο τότε πρωθυπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος ο οποίος ζήτησε με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο την «κεφαλή» των ληστών. Με εντολή του διοικητή της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας Γ. Καλοχριστιανάκη, συστάθηκε ειδικό καταδιωκτικό απόσπασμα το οποίο στελέχωσαν οι αξιωματικοί Παναγιώτης Αναστασόπουλος, Κωνσταντίνος Μαριάνης, Σπυρίδων Καζαντζής και Παναγιώτης Καλογήρου, καθώς και 30 χωροφύλακες. Επικεφαλής τέθηκε ο αστυνομικός διευθυντής Κατερίνης μοίραρχος Εμμανουήλ Πετράκης. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 21ης Σεπτεμβρίου 1925 το απόσπασμα περικύκλωσε τη θέση των ληστών (2). Ακολούθησε ολονύκτια ανταλλαγή πυρών κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε ο Νικόλαος Ράπτης και σκοτώθηκαν ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας από τη Λεπτοκαρυά και οι ληστές Φώτης Γιαγκούλας, Κώστας Τσαμίτας και Πάντος Μπαμπάνης. Λίγο πριν διαφύγει ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, έσφαξε εν ψυχρώ τον μικρό Δημήτριο Ράπτη, «εκδικούμενος» με αυτόν τον τρόπο τον θάνατο του αδελφού του (3).
Την επομένη οι κεφαλές των ληστών μεταφέρθηκαν στην Κατερίνη και εκτέθηκαν σε δημόσια θέα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης (4). Ο μοίραρχος Πετράκης με εντολή του πρωθυπουργού προήχθη σε ταγματάρχη. Οι χωροφύλακες του αποσπάσματος μοιράστηκαν το 1.000.000 δραχμές της επικήρυξης. Ο νεαρός Δημήτριος Ράπτης και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας κηδεύθηκαν στην Κατερίνη δημοσία δαπάνη και ετάφησαν στο νεκροταφείο της πόλης. Πολύ αργότερα ο Διονύσιος Β. Ράπτης (1874-1957) και η σύζυγός του Ανδρονίκη (1885-1967) μετέφεραν και εναπόθεσαν τα οστά του γιου τους στον οικογενειακό τους τάφο στο Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο (παλαιό) της Λάρισας (5).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Μεγάλη ληστρική φυσιογνωμία της δεκαετίας 1920-1930. Καταδικασμένος σε θάνατο για 70 δολοφονίες απέδρασε από τα δικαστήρια της Λάρισας όπου είχε μεταφερθεί για να δικαστεί για παράνομη οπλοφορία. Λίγο αργότερα εντοπίστηκε κατά τύχη από περίπολο στρατιωτών κοντά στον σταθμό των θεσσαλικών Σιδηροδρόμων της πόλης και κατά την ανταλλαγή πυρών τραυματίστηκε θανάσιμα. Βλ. Σκριπ (Αθήνα), φ. 9460 (17 Σεπτεμβρίου 1929).
(2). Το σημείο υπέδειξε στους χωροφύλακες ένας βοσκός, παλιός γνώριμος των ληστών, ο οποίος εισέπραξε 310.000 δραχμές από την αμοιβή της επικήρυξης. Η δολοφονία του λίγες ημέρες αργότερα, αποδίδεται σε πράξη αντεκδίκησης από «φίλους» του Φώτη Γιαγκούλα.
(3). Εμπρός (Αθήνα), φ. 10378 (22 Σεπτεμβρίου 1925), Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), φ. 4821 (22 Σεπτεμβρίου 1925) και φ. 4823 (24 Σεπτεμβρίου 1925), όπου έχουν δημοσιευθεί όλες οι επιστολές που αντάλλαξαν οι ληστές με την οικογένεια Ράπτη.
(4). Τεκμήρια από τη δράση των προαναφερθέντων ληστών (επιστολές, σφραγίδες, μαχαίρια κ.λπ.) φυλάσσονται στο Εγκληματολογικό Μουσείο που στεγάζεται στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
(5). Α. Χ. Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας 1899-1993. Θεσσαλονίκη 2013. Κατάλογος ταφικών μνημείων, αρ. 098, σ. 92.