Από τον Κώστα Γιαννούλα
Εδώ και πέντε χρόνια περίπου, όλοι οι Έλληνες, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, βιώνουμε μια πρωτόγνωρη οικονομική και όχι μόνο κρίση, που μεταξύ των άλλων έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη συμπίεση των εισοδημάτων μας και την απόγνωση πάρα πολλών Ελλήνων εξ αιτίας της ανεργίας και των οικονομικών αδιεξόδων τους. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, τελώντας κάτω απ’ την πίεση των δανειστών, κάνει ότι μπορεί, για να βελτιώσει την κατάσταση, προσφεύγοντας σε αντιλαϊκά μέτρα, που την καθιστούν μη δημοφιλή. Την ίδια ώρα το σύνολο της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, κυρίως χάριν ψηφοθηρίας, ξιφουλκεί εναντίον της ζητώντας εκλογές και τάζοντας λαγούς με πετραχήλια. Δημιουργείται, έτσι, ένα εκρηκτικό πολιτικό κλίμα, που δε συμβάλλει καθόλου στο ξεπέρασμα της κρίσης.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στην πατρίδα μας, έρχονται οι ανώτατες δικαστικές αρχές και εκδίδουν τελεσίδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις των δικαστικών είναι αντισυνταγματικές, οπότε είναι υποχρεωμένη η συντεταγμένη πολιτεία να γυρίσει πίσω τα παρακρατηθέντα και μάλιστα αναδρομικά. Τέτοια απόφαση πάρθηκε και για τους ένστολους, οπότε κάτι ανάλογο πρέπει να κάνει και το κάνει η Πολιτεία γι’ αυτούς. Δεν έκανε, όμως, το ίδιο η Δικαιοσύνη με πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων, που προσέφυγαν σ’ αυτή, επικαλούμενη σχετική νομολογία.
Δημιουργούνται, γι’ αυτό, στην κοινή γνώμη απορίες και εύλογα ερωτήματα. Και αυτό, γιατί στη δημοκρατική κοινωνία μας και σύμφωνα με το Σύνταγμα η εξουσία διακρίνεται σε νομοθετική, που την ασκεί η Βουλή, σε εκτελεστική που την ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση και στη δικαστική, που την ασκεί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Εξυπακούεται ότι η μεταξύ τους επικοινωνία δεν απαγορεύεται και κρίνεται επιβεβλημένη. Άλλωστε, πέραν του ότι υπάρχει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που αποφαίνεται επί της νομιμότητας των αποφάσεων της Βουλής, η ίδια η Βουλή και η Κυβέρνηση διαθέτουν νομική υπηρεσία, της οποίας αποστολή είναι να συμβουλεύει, να προλαμβάνει και να αποτρέπει αντισυνταγματικές και παράνομες αποφάσεις. Όλοι αυτοί είδαν το αντισυνταγματικό της απόφασης της Βουλής για περικοπές στους δικαστικούς και ένστολους και σιώπησαν ή μήπως, συνειδητά και εσκεμμένα η πλειοψηφία των βουλευτών παρανόμησε και καλείται σήμερα να διορθώσει την κατάσταση; Και η αντιπολίτευση; Γιατί δεν ανέδειξε το θέμα;
Αλλά και να ισχύει αυτό το τελευταίο, οι δικαστές είναι και αυτοί Έλληνες πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως και οι άλλοι Έλληνες, και εκτός των άλλων αποτελούν κοινωνική ομάδα κάθε άλλο παρά αναξιοπαθούντων πολιτών. Δε θα έπρεπε, λοιπόν, να συμβάλλουν κι αυτοί, όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες, με περικοπές του μισθού τους ή της σύνταξής τους σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, που περνάει ο τόπος, ακόμη κι αν αλλιώς ορίζει το Σύνταγμα; Εδώ πλήρωσαν και πληρώνουν τη νύφη ακόμη και χαμηλοσυνταξιούχοι των 300 και κάτι Ευρώ, όπως οι περισσότεροι αγρότες, δε θα έπρεπε να συνεισφέρουν κι αυτοί, έστω και οικειοθελώς;
Και επειδή πλανάται στην κοινή γνώμη η άποψη, ότι αυτοί έχουν τα γένια και τα χτένια, οπότε ευλόγησαν πρώτα τα δικά τους γένια, αδιαφορώντας για την τύχη αναξιοπαθούντων πολιτών και της χώρας, τα χίλια δίκαια να έχουν, το μήνυμα που εξέπεμψαν αυτή την περίοδο στον ελληνικό λαό, κάθε άλλο παρά τους κολακεύει, μια που εκτός των άλλων ό, τι είναι νόμιμο, δεν είναι κατ’ ανάγκη και ηθικό.
Το μήνυμα αυτό έγινε ακόμα πιο ηχηρό και αποκρουστικό, γιατί, ενώ η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί στην απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου και βρήκε μια φόρμουλα, που σταδιακά θα δώσει πίσω όλα τα οφειλόμενα, ακούγονται τις τελευταίες μέρες συνδικαλιστικές δικαστικές φωνές, που απαιτούν εδώ και τώρα όλα τα οφειλόμενα. Δεν το αντιλαμβάνονται, ότι αυτό αποτελεί πρόκληση και αδικούν έτσι τον εαυτό τους και την προσφορά τους στην πατρίδα;
Καλά θα κάνει, γι’ αυτό η πολιτεία προκειμένου να μην εκτίθεται στα μάτια του λαού, όταν νομοθετεί, να λαμβάνει υπόψη της όλα τα δεδομένα και να μην προχειροενεργεί. Αν, μάλιστα, θέλει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ αναξιοπαθούντων και εργασιακά και οικονομικά τακτοποιημένων πολιτών, καθώς επίσης και αν θέλει, να αποκαταστήσει την επαφή της με την κοινωνία, καλό είναι με στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως αυτή του εγγυημένου κατώτερου οικογενειακού εισοδήματος, να ρίξει επιλεκτικά και κατά προτεραιότητα το βάρος των προσπαθειών της στην ανακούφιση αυτών, που υποφέρουν, και μετά σ’ όλους τους άλλους. Διαφορετικά, ματαιοπονεί.