Κάποτε μιλούσαν για ελευθερία, ηρωισμό και ελπίδα! Η ειδησεογραφία κατακλύζεται από γυναικοκτονίες, κακοποίηση ανηλίκων, εγκληματικότητα και κάθε λογής ειδεχθείς πράξεις. Το χειρότερο, όμως, δεν είναι η ύπαρξη όλων αυτών. Το χειρότερο είναι ότι ο άνθρωπος έχει εθιστεί σε κάθε είδους βίαιη πρακτική. Και η βία πουλάει, σαν φρέσκο προϊόν στο ράφι.
Τα ερωτήματα είναι πολλά, οι απαντήσεις, όμως, συγκεχυμένες. «Γιατί υπάρχει τόση βία;», «τι φταίει;», «πώς φτάσαμε ως εδώ;». «Η πανδημία άλλαξε τους ανθρώπους», απαντούν μερικοί. Άλλοι το ρίχνουν στην οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα, η βαθύτερη αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος επιλέγει και αναπαράγει αυτές τις συμπεριφορές, διαμορφώνοντας μία κοινωνία χωρίς αξίες και ηθικούς φραγμούς. Η δύναμη και η εξουσία, σαν το μήλον της Έριδος, τον οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Ξεκινώντας από την παιδική ηλικία, η επαφή με τη βία είναι καθημερινό φαινόμενο. Κάποτε τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες και μάτωναν τα γόνατά τους, τώρα το παιχνίδι έχει εγκλωβιστεί στην οθόνη τους, αλλά η ζημιά είναι μεγαλύτερη. Οι φίλοι έχουν γίνει απλές φωνές μέσα σε μια συσκευή και τα παιχνίδια κατά κύριο λόγο περιέχουν βία. Επομένως, ο θυμός που συσσωρεύεται από το ηλεκτρονικό παιχνίδι αντανακλάται στην κοινωνική ζωή. Κι όταν το εικονικό παιχνίδι σταματήσει, έρχεται το πραγματικό. Αρχίζει ο εκφοβισμός (bullying, όπως είναι γνωστό), στο σχολείο, το γήπεδο, μέσω μηνυμάτων κ.λπ. Κάποιες φορές τα περιστατικά γνωστοποιούνται και αυξάνουν την τηλεθέαση των μεσημεριανών εκπομπών, αλλά τις περισσότερες φορές τόσο τα θύματα όσο και οι μάρτυρες σιωπούν. Τα θύματα από φόβο, και αυτό είναι κάπως λογικό. Οι υπόλοιποι απλώς κλείνουν τα μάτια. Αυτό είναι παράλογο και ανήκουστο, και μέσα σε αυτό το θέατρο του παραλόγου εξακολουθούμε να λέμε ότι είμαστε άνθρωποι.
Αργότερα, στην ενήλικη ζωή ο άνθρωπος έχει μάθει πια να ζει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να μην ξαφνιαζόμαστε, όταν ακούμε ότι μια γυναίκα σκοτώθηκε απ’ τον σύζυγό της ή ένα παιδί κακοποιήθηκε από το οικείο περιβάλλον του και ένας νέος ξυλοκοπήθηκε για τις απόψεις του. Κι αν τέτοιες πράξεις στην αρχή ταράξουν την κοινωνία, θα υπάρξουν έντονες αντιδράσεις για κάποιο διάστημα, και αργότερα, όταν ένα νέο γεγονός τραβήξει το ενδιαφέρον, το θέμα θα ξεχαστεί. Τα θύματα θα εξακολουθούν να είναι θύματα και οι θύτες ανενόχλητοι θα συνεχίζουνε τη δουλειά τους. Φυσικά, υπάρχουν και αυτοί που αγωνίζονται πραγματικά για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και είναι αληθινοί υπερασπιστές των θυμάτων, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία.
Κοντά σ’ όλα αυτά είναι και οι φυλετικές διακρίσεις, ο ρατσισμός και οι προκαταλήψεις, που οδηγούν στην εγκληματικότητα και την κακοποίηση, ενώ και τα άτομα που αντιμετωπίζονται υπό αυτά τα πλαίσια, μακροχρόνια, μπορούν να εκδηλώσουν βίαιες συμπεριφορές. Επίσης, επικρατεί η άποψη ότι οι θύτες είναι κυρίως άντρες. Στην πραγματικότητα, όμως, η κακοποίηση δεν έχει φύλο. Αρκούν οι εμπειρίες και τα βιώματα για να ωθήσουν τον άνθρωπο σε βίαιες συμπεριφορές. Τέλος, η βία και η κακοποίηση δεν αφήνει πάντα σημάδια στο σώμα. Αντίθετα, η λεκτική και η ψυχολογική βία μπορούν να αφήσουν ανεξίτηλες πληγές στην ψυχή του ανθρώπου.
Πρέπει, λοιπόν, να αναλογιστούμε σαν κοινωνία γιατί έχουμε πάρει αυτόν τον δρόμο και πώς μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία μας προς κάτι καλύτερο για το μέλλον. Ο εγωισμός, όμως, δεν θα μας αφήσει να εξελιχθούμε ως κοινωνία και θα μας οδηγεί σε όλο και πιο ακραίες συμπεριφορές. Θα καταλήξουμε και εμείς σαν τον Διογένη, να αναζητάμε ανθρώπους σε μία κοινωνία γεμάτη από αμοραλιστές εγκληματίες, υπανθρώπους και απανθρώπους.
Εν τέλει, θα τολμήσω να πω τούτο. Αν ζούσε στην εποχή μας ο αξεπέραστος ανατόμος της ανθρώπινης ιστορίας, ο Θουκυδίδης, δεν θα χαρακτήριζε ως βίαιον διδάσκαλον τον πόλεμο, αλλά την εν ειρήνη διάγουσα κοινωνία μας.