Διλήμματα που οφείλουμε να διαχειριστούμε. Η διαχείριση πολλές φορές γίνεται επώδυνη, γιατί φέρει το φορτίο προ-σχηματισμένων αντιλήψεων και προ-κατανοήσεων βάσει των εμπειριών μας. Και οι εμπειρίες μας σχετίζονται κατά βάση με παραδοσιακές οικογένειες. Στο περιβάλλον αυτό, για να αποφύγουμε τη σύγχυση, πρέπει να θέσουμε πρωτίστως σωστά τα ερωτήματα. Τότε θα υπηρετήσουμε έναν αδογμάτιστο τρόπο προσέγγισης. Σε αυτό βοηθά και ότι οι παραστάσεις όλων μας έχουν διευρυνθεί.
Σταχυολογώντας τις δύο απόψεις που κατά βάση κυριαρχούν επί του νομοσχεδίου θα παρατηρούσαμε τα εξής: Από τη μία πολλοί συντάσσονται με το πνεύμα της Χριστιανικής ανθρωπολογίας και εστιάζουν στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Επισημαίνουν ότι ο γάμος δεν είναι απλώς σύμβαση, αλλά πλαίσιο συμπλήρωσης ανδρός-γυναικός με καρπό την τεκνογονία. Θέτουν όρια στην ελευθερία, τα όρια της φύσης. Θεωρούν ότι έτσι κατοχυρώνεται ένα minimum για να δημιουργηθούν οι κοινές αξίες που σταθεροποιούν το κοινωνικό περιβάλλον. Θεωρούν επίσης πως χωρίς σταθερό κοινωνικό περιβάλλον, θα γίνουμε έρμαια ενός ασύδοτου υποκειμενοκεντρισμού. Τελικώς αυτό που προτάσσουν είναι η διαφύλαξη ενός συμπαγούς αξιακού πλαισίου που εξελίσσει τον πολιτισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε η κοινωνία να μην χάνει τη συνοχή της και ο άνθρωπος την οντολογική του ταυτότητα.
Στο σκεπτικό αυτό εντάσσεται και η άποψη ότι η γυναίκα, όταν τεκνοποιεί εκτός του μητρικού της ρόλου, γίνεται εργαλείο. Και η εργαλειοποίηση της γυναίκας δεν υπηρετεί το συνεκτικό και ενιαίο (άρρεν-θήλυ), δεν υπηρετεί ένα άξιο σχέδιο για το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι αρνητές του νομοσχεδίου πιστεύουν ότι η συζήτηση περί ρευστότητας φύλου δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα που αξιοποιείται πολιτικοκοινωνικά. Με το ιδεολόγημα αυτό παρακάμπτεται η οντολογική συζήτηση και καθίσταται στενά ηθική με τρόπο που να περιορίζεται μόνο στα εξατομικευμένα δικαιώματα των προσώπων.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ότι η συζήτηση για το νομοσχέδιο περί γάμου των ομόφυλων ζευγαριών δεν αφορά την κοινωνική συμπεριφορά απέναντί τους. Η πρόοδος στο επίπεδο αυτό είναι δεδομένη και έχει ενταχθεί στον κοινωνικό κανόνα. Ο πυρήνας της συζήτησης βρίσκεται στην κατοχύρωση περαιτέρω αστικών δικαιωμάτων. Η ως τώρα θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης κατοχυρώνει μεν δικαιώματα για τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν επιτρέπει όμως την κοινή τεκνοθεσία. Ο δρόμος για την τεκνοθεσία «ανοίγει» με τη θέσπιση του γάμου μεταξύ ανθρώπων ίδιου φύλου, στη διεύρυνση δηλαδή του όρου οικογένεια. Εκεί βρίσκεται και η λεπτή γραμμή του νομοσχεδίου.
Οι υπέρμαχοι του νομοσχεδίου επισημαίνουν ότι η νομοθεσία, διευρύνοντας τον ορισμό της οικογένειας, απλώς αναγνωρίζει τις νέες συνθήκες, δεν τις δημιουργεί. Επισημαίνουν ότι τελικά η νομοθεσία καλώς «σπρώχνει» τη δημοκρατία να μείνει πιστή στα ιδεώδη της, επεκτείνοντας το δικαίωμα του γάμου και μεταξύ ατόμων ίδιου φύλου. Και από την επέκταση αυτού του δικαιώματος προέρχεται αναπόδραστα και η ισότητα ως προς και άλλα δικαιώματα, όπως αυτό της τεκνοθεσίας.
Το θέμα είναι σύνθετο. Η νομοθετική αντιμετώπιση τέτοιων λεπτών ζητημάτων, δεν μπορεί να έχει καθολική αποδοχή ή απόρριψη. Το ερώτημα είναι τελικά αν θα υπερασπιστούμε τις παραδεδομένες ταυτότητες ή αν θα προχωρήσουμε σε κατοχύρωση περαιτέρω δικαιωμάτων για τις μειοψηφίες. Αν θα υπηρετήσουμε την αφετηριακή υποχρέωση των φιλελεύθερων πολιτειών ή αν θα υπερασπιστούμε παραδεδομένες εγγυήσεις για τη συνοχή της κοινότητας.
Η κυβέρνηση πατά σε τεντωμένο σχοινί αλλά παίρνει το ρίσκο. Το νομοσχέδιο μοιάζει -σε πρώτο χρόνο- ασύμβατο με το DNA της παράταξης της ΝΔ, ανεξαρτήτως αν η Ευρωπαϊκή κεντροδεξιά έχει πρωταγωνιστήσει σε αλλαγές που θεμελιώνουν δικαιώματα. Βέβαια η ΝΔ δεν είναι ακριβώς το κόμμα του παρελθόντος. Έχει μεταγγιστεί πολιτικό αίμα από το κέντρο και το ερώτημα είναι αν το νομοσχέδιο θα αλλάξει περαιτέρω την πολιτική ανθρωπογεωγραφία. Είναι πάντως δεδομένο ότι η συντηρητική πτέρυγα της παράταξης διαφωνεί, ανεξαρτήτως αν ο συντηρητισμός δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την ακινησία. Η συζήτηση εξελίσσεται με ενδιαφέρον. * Ο Νίκος Ντόλας είναι φιλόλογος, διδάκτωρ
Πανεπιστημίου Αθηνών, πολιτευτής ΝΔ