Η Κυβέρνηση για άλλη μια φορά υποσχέθηκε ότι θα πατάξει το φαινόμενο της αθλητικής βίας. Στο πλαίσιο αυτό προέβη σε αποσπασματικές κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα. Από τη μια απαγόρευσε την είσοδο θεατών σε αγώνες ποδοσφαίρου για διάστημα δύο μηνών και από την άλλη δύο υπουργοί έσπευσαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου κραδαίνοντας αστυνομικούς φακέλους σεσημασμένων χουλιγκάνων, ζητώντας την «αναβάθμιση» της ποινικής έρευνας, παραγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν ενεργές ποινικές δικογραφίες για όλους αυτούς που κατήγγειλαν (και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα συσχετισμού διαφορετικών δικογραφιών που εκκρεμούν σε διάφορες Εισαγγελίες της χώρας). Τούτην τη φορά δεν μίλησαν για αυστηροποίηση ποινών (το σύνηθες πολιτικό τσιτάτο – πανάκεια για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σε τούτην τη χώρα). Δεν το λησμόνησαν. Απλά δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να κάνουν στον τομέα αυτόν.
Πράγματι, ήδη από το 2022 (με τον Ν. 4908/2022) η ποινική αντιμετώπιση της αθλητικής βίας «αναβαθμίστηκε». Θεσπίστηκε ιδιώνυμο έγκλημα αθλητικής βίας, δηλαδή προβλέπονται πλέον ειδικές ποινές και δικονομικές διαδικασίες για όσους προβαίνουν σε πράξεις βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο (είτε κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης είτε με αφορμή αυτήν, είτε πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη αυτής, ακόμη και μακριά από τον χώρο που προορίζεται για αυτήν την εκδήλωση). Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιβαλλόμενη ποινή δύναται να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για τα βασικά αδικήματα στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει το ανώτατο κατ’ είδος όριο της ποινής. Επίσης, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβάλλονται στο πλαίσιο του ανωτέρω αθλητικού νόμου απαγορεύεται να μετατρέπονται σε κοινωφελή εργασία και δεν δύναται να ανασταλεί η εκτέλεσή τους. Ούτε τυχόν άσκηση έφεσης δύναται να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Κατά πόσον η ανωτέρω «αυστηροποίηση» απέδωσε καρπούς; Εάν κρίνουμε από τα πρόσφατα γεγονότα (περασμένου καλοκαιριού έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ, όπου έχασε τη ζωή του ένας 29χρονος, αλλά και το τελευταίο συμβάν στου Ρέντη) δεν είχε καμία επίδραση στους ούγκανους. Δεν «συνετίζονται» υπό τον φόβο «παραδειγματικών τιμωριών». Αλλά και τα επίσημα στατιστικά (αύξηση κρουσμάτων βίας κατά 25%) στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορούν. Συνεπώς, το πολιτικό αφήγημα περί αυστηρών ποινών -που φαίνεται να κινητροδοτεί και την νυν ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αλλάξει τους Ποινικούς Κώδικες (για άλλη μια φορά)- αποδεικνύεται και στον τομέα αυτόν τουλάχιστον ανακριβές, εάν όχι μύθος.
Και πώς θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο; Πρώτα-πρώτα, με ενδυνάμωση των προληπτικών μέτρων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο νόμος περί αθλητικής βίας θεωρεί αυτοτελές αδίκημα την είσοδο και παραμονή σε αθλητική εγκατάσταση με καλυμμένα χαρακτηριστικά για να παρεμποδιστεί η καταγραφή από συσκευές καταγραφής εικόνας, αλλά στην πράξη είναι ανεφάρμοστος από τη στιγμή που στα περισσότερα γήπεδα δεν υπάρχουν ούτε κάμερες υψηλής ευκρίνειας ούτε καταγραφικά! Την ίδια ώρα η ταυτοποίηση των εισερχομένων είναι ανύπαρκτη, πολλοί μπαίνουν στα γήπεδα δίχως εισιτήρια, ενώ ούτε σοβαρός σωματικός έλεγχος διενεργείται (τουρινικέ, μαγνητικές πύλες κ.λπ.).
Δεύτερον, με συνειδητοποίηση του φαινομένου σε όλες του τις εκφάνσεις. Δεν έχουμε μόνο φαινόμενα αθλητικής βίας στη χώρα μας. Εξίσου σημαντική είναι και η έξαρση της σχολικής βίας. Κατεστραμμένες προσωπικότητες αναζητούν έκφραση μέσα από τη βία και την κοινωνική αποδοχή από αγέλες εγκληματιών. Όσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η βία είναι μια σύγχρονη μάστιγα, τόσο θα αδυνατούμε να αντιληφθούμε την αποτυχία των διαφόρων φορέων κοινωνικοποίησης του ατόμου (οικογένεια, σχολείο, στρατός, αθλητικές ομάδες, πολιτικά κόμμα κ.λπ.). Και εάν δεν εστιάσουμε στην πηγή του προβλήματος, απλά θα το περιγράφουμε με όλο και πιο συχνές αφορμές στο μέλλον...