Του Ηλία Κανέλλη
Τις τελευταίες μέρες, στο Κομπάνι, μια κουρδική πόλη στο έδαφος της Συρίας, στη μεθοριακή γραμμή με την Τουρκία, μαίνονται άγριες μάχες. Μαχητές του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), μιας ιδιαίτερα σκληρής οργάνωσης φανατικών του Ισλάμ, που πολεμούν για να εγκαθιδρύσουν κρατική οντότητα, προς το παρόν σε εδάφη που ανήκουν στην επικράτεια της Συρίας και του Ιράκ, προσπαθούν να καταλάβουν τη μειονοτική πόλη, σε έναν ευρύτερο χώρο που κατοικείται από κουρδικούς πληθυσμούς και εκτείνεται σε τρία κράτη: στη Συρία, στο Ιράκ και στην Τουρκία. Οι επιτιθέμενοι δεν έκαναν τον αναμενόμενο περίπατο. Οι Κούρδοι, ενισχυμένοι από ομοεθνείς τους του Ιράκ και από αμερικανικό οπλισμό, αμύνονται σθεναρά, υπό τα βλέμματα μάλιστα των διεθνών ΜΜΕ, που έχουν εγκαταστήσει τα συνεργεία τους σε μικρή απόσταση από την πόλη, στη σχετικά ασφαλή τουρκική μεθόριο.
Η Ελλάδα παρακολουθούσε με σχετική απάθεια, τους τελευταίους μήνες, την ανάπτυξη και την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους. Στο Διαδίκτυο και στα ΜΜΕ κυκλοφορούσαν φήμες για εκφράσεις τεράστιας βαρβαρότητας εκ μέρους τους. Μια δολοφονική μηχανή φανατικών, που σκοτώνει, σταυρώνει εχθρούς και αντιπάλους, επιβάλλει τη σαρία, τον ισλαμικό νόμο στις περιοχές που καταλαμβάνει, περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Όχι επειδή η ελληνική κοινωνία τους θεωρούσε δύναμη που θα τιμωρούσε τον αυταρχικό πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ (τον τελευταίο μπααθιστή ηγέτη, η ιδεολογία των οποίων είχε εμπνεύσει τον μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου), αλλά επειδή «έχουμε δικά μας προβλήματα» και για τα ξένα διαθέτουμε αντί εξηγήσεων έτοιμα κλισέ, οπότε δεν μας αφορούν. Η στάση αυτή δεν άλλαξε ούτε όταν οι καλά οργανωμένοι μηχανισμοί Τύπου του Ισλαμικού Κράτους φρόντισαν να μεταδώσουν τους on camera αποκεφαλισμούς δυτικών δημοσιογράφων, που κρατούνταν όμηροι για καιρό – για λίγο, μόνο, εκφράσαμε τον αποτροπιασμό μας και μετά πήγαμε στις δουλειές μας.
Αρκεί όμως να μην έχουμε άμεση εμπλοκή με ένα παγκόσμιο πρόβλημα για να μη μας απασχολεί; Κι είναι ποτέ δυνατόν να μην εξεγείρεται κανείς απέναντι στην άνοδο κινήσεων που, στο όνομα της θρησκευτικής ταυτότητας, επαγγέλλονται τη βία, τον θάνατο, την ανελευθερία; Είναι ποτέ δυνατόν, δηλαδή, να περνάει αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μας η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός καθαρόαιμου ισλαμοφασιστικού καθεστώτος;
***
Είναι, όμως, όντως ισλαμοφασίστες οι πρωτεργάτες και οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους;
Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, χρειάζεται να μάθουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους. Η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε, όπως είναι ο πλήρης τίτλος τους, είναι μια δορυφορική οργάνωση της αλ Κάιντα, που κινείται σε διαφορετικούς δρόμους απ’ ό,τι η γνωστή πια ισλαμική τρομοκρατία. Δεν είναι ομοιογενής κίνηση αλλά η ηγετική ομάδα ενός συνασπισμού σουνιτών ισλαμιστών – που είναι η ριγμένη ισλαμική μειονότητα του Ιράκ από τους σιίτες, οι οποίοι μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν βρέθηκαν να ελέγχουν το νέο Ιράκ. Ως εκπρόσωποι «μιας ήττας που νικάει την εξουσία», κατά την οικεία έκφραση του Σαββόπουλου, οι τζιχαντιστές εξτρεμιστές υποσχέθηκαν εκδίκηση – προσελκύοντας έτσι πολλούς που αισθάνονταν αποκλεισμένοι.
Όσο σκληροί κι αν είναι οι τζιχαντιστές, δεν έχουν τους ίδιους στόχους με εκείνους της Αλ Κάιντα. Μολονότι έχουν την ίδια αντιδυτική ρητορική και γνώση των νέων τεχνολογιών, δεν εμπνέονται από τη μητρική αλ Κάιντα αλλά από μια ιδεολογία, η οποία κατά πρώτον στοχεύει κυρίως στους «αποστάτες» μουσουλμάνους. Ενδεχόμενοι δυτικοί στόχοι για την ώρα θα είναι παράπλευρη απώλεια – κι ίσως γι’ αυτό οι Αμερικανοί τους υποτίμησαν, θεωρώντας τους περιφερειακή δύναμη περιορισμένων δυνατοτήτων.
Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν. Επικαλέστηκαν πανάρχαιες διχόνοιες του Ισλάμ για να δικαιολογήσουν την τζιχαντική ιδεολογία (με τον ίδιο τρόπο που εμείς, π.χ., επικαλούμαστε τη λεγόμενη «τρισχιλιετή παρουσία» μας στον κόσμο) και αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευέλικτοι εκμεταλλευόμενοι τοπικές έριδες, αντιμαχόμενες ομάδες μέσα στη Συρία και στο Ιράκ, καθώς και μια μοντέρνα γενιά ισλαμιστών, γαλουχημένων στη Δύση, που έσπευσαν να παράσχουν τη μοντέρνα τεχνογνωσία τους στην υπηρεσία του θρησκόληπτου σκοταδισμού.
Αν αυτή η ιδεολογία βρει έδαφος να αναπτυχθεί, ωστόσο, αν εδραιώσει εξουσία και διεκδικήσει κρατική οντότητα, αναγκαστικά θα στραφεί εναντίον των ιδεών της ελευθερίας και της ανοιχτής κοινωνίας που έχει κατακτήσει ο δυτικός κόσμος. Η τζιχάντ είναι ένας διαρκής πόλεμος εν εξελίξει. Ακόμα και αν οι αιματηροί τζιχαντιστές δεν εκπροσωπούν το σύνολο των μουσουλμάνων, αποτελούν μία συνιστώσα του παγκόσμιου Ισλάμ. Αυτό, ορισμένοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν πλέον να το δουν. Και όπως λέει ο εξειδικευμένος στον ισλαμικό εξτρεμισμό καθηγητής Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ «μια δημαγωγική ισλαμοφιλία καθιστά τυφλούς όσους εγκαταλείπονται σε αυτήν. Η αλήθεια είναι σκληρή: αν, για πολλούς μουσουλμάνους, [...] το Ισλάμ είναι μία «θρησκεία της ειρήνης», [...] για άλλους είναι μία θρησκεία ιερού πολέμου, η σημαία της μνησικακίας και το πνεύμα της εκδίκησης. Η «τζιχάντ διά του ξίφους» είναι κλήση σε εκδίκηση κατά της Δύσης και των καθεστώτων που θεωρούνται ότι έχουν μολυνθεί από τη δυτική κουλτούρα».
Που σημαίνει ότι, αυτή τη στιγμή, οι Κούρδοι μαχητές στο Κομπάνι, εξ αντικειμένου, πολεμώντας το σκοταδιστικό Ισλάμ, υπερασπίζονται τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τις αξίες των δικών μας κοινωνιών. Αυτές τις αξίες, πρωτίστως, έχουμε και εμείς την υποχρέωση να τις υπερασπίζουμε.