Του Κώστα Γιαννούλα, πρ. προέδρου Δ.Ω.Λ.
Τώρα, που την ευθύνη λειτουργίας του ΔΩΛ την έχουν άλλοι, θα παρακαλούσα να μου επιτραπεί, να περιγράψω, σε ποια κατάσταση το παρέλαβα και σε ποιά το παρέδωσα κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό.
Κατ’ αρχήν, κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Δήμο, είχα την ευθύνη λειτουργίας του Δ.Ω.Λ. επί μια εξαετία περίπου• γι’ αυτό και με σημάδεψε, το αγάπησα με το παραπάνω και έδειξα ποικιλότροπα το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό. Το ανέλαβα, άρον- άρον, μετά την ξαφνική παραίτηση του κ. Πάνου Σάπκα τον Οκτώβριο του 2003• δύο χρόνια μετά και όταν έγινα πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, το παρέδωσα στον κ. Χρ. Οικονόμου και επέστρεψα πάλι σ’ αυτό στις αρχές του 2011.
Επισημαίνω ότι το ΔΩΛ είναι κατά βάση ένα πολύ μεγάλο μουσικό σχολείο του Δήμου Λαρισαίων, στο οποίο φοίτησαν κατά καιρούς χιλιάδες σπουδαστές, εκ των οποίων αρκετοί διδάσκουν σήμερα σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σε ιδιωτικά Ωδεία αλλά και στο ίδιο το ΔΩΛ, το δε μαθητικό δυναμικό του, παρά την οικονομική κρίση, ήταν και παραμένει στους 750-800 μαθητές. Γι’ αυτό και το εκπαιδευτικό προσωπικό παραμένει, επίσης, σταθερό και ανέρχεται στους 70-80 μουσικούς, αλλάζοντας με την πάροδο του χρόνου μόνο η σχέση εργασίας αρκετών απ’ αυτούς.
Μέχρι το 2003 και λίγο αργότερα αρκετοί μουσικοί του Δ.Ω.Λ. ήταν μόνιμοι και οι υπόλοιποι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, των οποίων, όμως, η δεκάμηνη θητεία ανανεώνονταν σχεδόν κάθε χρόνο, αφού η νομοθεσία το επέτρεπε. Αρκετοί απ’ τους συμβασιούχους αυτούς προέρχονταν και από άλλες πόλεις, μια που οι Λαρισαίοι μουσικοί είτε δεν επαρκούσαν για τη στελέχωσή του είτε κάποιοι απ’ αυτούς δεν ήταν τόσο προσοντούχοι, όσο άλλων περιοχών. Για να δέχονται, μάλιστα, οι τελευταίοι την προσφορά υπηρεσιών προς το Δ.Ω.Λ. έπρεπε αυτό να τους πληρώνει με υψηλότερο ωρομίσθιο, (ο νόμος δεν απαγόρευε τη διαπραγμάτευση), τα οδοιπορικά τους και τη διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο. Στοίχιζαν γι’ αυτό ακριβότερα στο Ωδείο και επιβάρυναν σημαντικά τον προϋπολογισμό του.
Σήμερα, το φαινόμενο αυτό έχει σχεδόν εκλείψει. Συνέβαλε σ’ αυτό η επιλογή της απελθούσας διοίκησης και του καλλιτεχνικού διευθυντή να προσλαμβάνουν Λαρισαίους συμβασιούχους, που διαθέτει πλέον η Λαρισαϊκή αγορά. Έτσι, βοηθούντος και του νέου μισθολογίου, που συμπίεσε τις αποζημιώσεις όλων των μουσικών προς τα κάτω και επέβαλε το ίδιο ωρομίσθιο σ’ όλους τους συμβασιούχους, ντόπιους και ξένους, το εκπαιδευτικό προσωπικό κοστίζει πολύ λιγότερο, έχει ανανεωθεί κατά πολύ και ως επί το πλείστον με Λαρισαίους και Λαρισαίες, και αποτελείται πλέον από λίγους, σχετικά, μόνιμους, αρκετούς αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης χάρις στο νόμο Παυλόπουλου, και συμβασιούχους 10μηνων συμβάσεων, που τείνουν αυξανόμενοι, αφού δεν επιτρέπονται, χρόνια τώρα, οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.
Καρπός της επιλογής να προτιμούνται Λαρισαίοι είναι να στελεχώνεται και η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων του Δήμου Λαρισαίων, δημιούργημα κι αυτή της απελθούσης Δημοτικής αρχής, κατά βάση από Λαρισαίους μουσικούς, οι οποίοι, -πρέπει να το γνωρίζουν οι Λαρισαίοι-, εκτός του μαέστρου, που αμείβεται απ’ το Δ.Ω.Λ., όλοι οι άλλοι δεν αμείβονται παρά μόνο ευκαιριακά και με ψίχουλα, που προέρχονται κυρίως απ’ το ταμείο του Ωδείου, από ορισμένες χορηγίες, (να ‘ναι καλά η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ») και απ’ τα εισιτήρια, κάθε φορά που δίδεται παράσταση. Και επειδή «νηστικό αρκούδι» δε χορεύει, με τη συμπαράσταση και του Συλλόγου Φίλων της Συμφωνικής, δίνονταν τόσες και τέτοιες παραστάσεις, που ήταν εφικτές. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όλα τα άλλα μουσικά σύνολα, των οποίων οι εκτελεστές δεν παίρνουν ούτε χαρτζηλίκι, πλην της Φιλαρμονικής, που κάτι παίρνουν, για την οποία, όμως, θα μιλήσω άλλη φορά. Τους αρκεί το χειροκρότημα. Μακάρι, να καταστεί δυνατόν και να βρεθούν χρήματα απ’ τη νέα διοίκηση, αλλά και ν’ αλλάξει η νομοθεσία, να γίνουν προσλήψεις μονίμων και να μετατραπούν όλα τα μουσικά σύνολα του Ωδείου σε επαγγελματικά ή ημιεπαγγελματικά, χωρίς σπατάλες, όμως, και υπέρβαση του προϋπολογισμού του, ούτε με αύξηση διδάκτρων.
Θα ήθελα να επισημάνω, επίσης, γι’ αυτό, ότι το 2003 η επιχορήγηση του δήμου προς το ΔΩΛ ανέρχονταν αρκετά πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ το χρόνο και επιλογή του ΔΩΛ, όπως και του δήμου, αλλά και δική μου για ένα διάστημα, ήταν να μην πληρώνει τις εισφορές, που αναλογούσαν στο ταμείο συντάξεων υπαλλήλων του δημοσίου. Με τον καιρό το χρέος αυτό και υποχρεώσεις προς το ΙΚΑ έφθασε να ξεπεράσει τις 400.000. Σήμερα, το Ωδείο, παρότι λόγω οικονομικής στενότητας επιχορηγείται από το Δήμο με 800-850 χιλιάδες ευρώ το χρόνο, με τη νοικοκυρεμένη πολιτική, που ακολούθησε, μείωσε τα δίδακτρά του πέρυσι περίπου κατά 10% και δε χρωστάει, πλέον, ευρώ σε κανέναν, με αποτέλεσμα η διοίκηση του Δ.Ω.Λ. να πάρει τα εύσημα απ’ την αξιωματική αντιπολίτευση κατά τη διάρκεια έγκρισης του προηγούμενου απολογισμού, έτους 2013.
Και επειδή τα ανταποδοτικά απ’ τα δίδακτρα επαρκούν για να καλύπτουν τις ανάγκες για πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, όρος απαράβατος, πλέον, για να γίνουν τέτοιες προσλήψεις, και το Ωδείο έχει μακρά και βαριά ιστορία, κόντρα στον «Καλλικράτη», που ήθελε να έχει ο δήμος μόνο μια επιχείρηση και έναν οργανισμό, το Ωδείο γλύτωσε τη συγχώνευση, συνεχίζει να λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του Δήμου Λαρισαίων και έχει πολύ μέλλον ακόμη μπροστά του. Χρειάσθηκε, ωστόσο, ν’ αγωνισθεί ιδιαίτερα γι’ αυτό το σκοπό και η απελθούσα Δημοτική Αρχή και η διοίκηση του Δ.Ω.Λ. • διαφορετικά θα ήταν χαμένη υπόθεση.
Κοντά σ’ όλα αυτά θα ήθελα να προσθέσω ότι τον τελευταίο χρόνο και μετά από πάρα πολύ καιρό δέχθηκε το κτίριο του ΔΩΛ τη λάτρα και τη συντήρηση, που χρειάζονταν, προκειμένου να γίνει πιο λειτουργικό, πιο ελκυστικό και λιγότερο ενεργοβόρο.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η νέα Δημοτική Αρχή και μαζί της η νέα διοίκηση του ΔΩΛ ξεκινούν με τις καλύτερες προϋποθέσεις, προκειμένου το Ωδείο να συνεχίσει την πετυχημένη πορεία του. Υπάρχει, γι’ αυτό, πεδίον δόξης λαμπρόν, αφού εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο. Εύχομαι, απ’ την πλευρά μου, «καλή επιτυχία» στη νέα διοίκηση του Ωδείου επισημαίνοντας, παράλληλα, πως «το φυλάξασθαι τ’ αγαθά, χαλεπώτερον του κτήσασθαι εστί» και ότι και ο πολιτισμός, πολύ δε περισσότερο οι υπερπαραγωγές κοστίζουν, οπότε «δει, δη, χρημάτων» και κατάλληλου νομικού πλαισίου και άνευ τούτων, αν όχι ουδέν, έστι γενέσθαι των δεόντων μόνον, όσα είναι εφικτό να γίνουν. Και κάτι ακόμη• εφόσον είναι επιθυμητή, πρέπει να θεωρείται δεδομένη και η δική μου συμπαράσταση στην προσπάθειά για κάτι καλύτερο• αν όχι, καλή καρδιά.