Παρακολουθώντας τον προεκλογικό πυρετό στην Ελλάδα ξεχωρίζει κανείς το έντονα τοξικό κλίμα, το οποίο επικρατεί τόσο στις κομματικές διαδηλώσεις όσο και στους κόλπους της κοινωνίας. Η πολιτική τοξικότητα στην Ελλάδα των εκλογών εκφράζεται με ποικίλους τρόπους, για τους οποίους θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν διαφέρουν πολύ από εκείνους των αντίστοιχων προεκλογικών περιόδων της προηγούμενης δεκαετίας.
Κυριαρχούν τα καιροσκοπικά διλήμματα, τα οποία στέκονται στα πρόσωπα και όχι στα έργα. Χαρακτηριστικά, η πλειονότητα των πολιτικών προγραμμάτων δεν χρήζει επαφής με την πραγματικότητα, βρίσκονται εξ ορισμού στη σφαίρα της φαντασίας, με καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση που να επιτάσσει το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, αλλά αντιθέτως βασίζονται σε πλασματικές μειώσεις φορολογίας, αυξήσεις μισθών, παροχών και κάθε άλλου είδους εύηχων πολιτικών εξαγγελιών που ιστορικά γοητεύουν τα αυτιά των ψηφοφόρων.
Η πολιτική του «φόβου» δεσπόζει στον πολιτικό λόγο, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος. Αυτό το καταλαβαίνουμε από τη μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου που μιλάει για το παρελθόν, για δικτατορίες, για εμφυλίους, αντάρτικα, και ελάχιστοι για το μέλλον. Το πρόβλημα με την πολιτική του «φόβου» είναι ότι ιστορικά αποτελεί ένα χρήσιμο όπλο στη φαρέτρα κάθε καιροσκόπου πολιτικού, όταν θέλει να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη. Η τελευταία, υπό τον φόβο εστιάζει σε ρήξεις, σε καταγγελίες, σε αόρατους εχθρούς (για παράδειγμα ξένους λαούς, πολιτικούς αρχηγούς, διεθνείς οργανισμούς), οι οποίοι καθίστανται ο αποδιοπομπαίος τράγος, στον οποίο η κοινή γνώμη αποδίδει όλες τις ευθύνες για την κατάντια της σημερινής Ελλάδας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η γενικότερη προσπάθεια σημαντικής μερίδας της πολιτικής σκηνής της χώρας να μυήσει το εκλογικό σώμα σε προβλήματα που δεν τον αφορούν ουσιαστικά και δεν επηρεάζουν ούτε την καθημερινότητά του, αλλά ούτε και την ευημερία του. Για παράδειγμα, παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσίων λειτουργών που διαχειρίζονται κρατικό πλούτο ή μέσα. Αφενός είναι ένα γεγονός το οποίο φέρνει σε άβολη θέση κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο νου, αφετέρου δεν αφορά τον μέσο πολίτη, διότι δεν αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημά του, το οποίο επηρεάζει με κάποιον την καθημερινότητά του και τη βιοπάλη. Μείζονα προβλήματα είναι αυτά της απασχόλησης, της ψηφιοποίησης του κράτους και της απονομής δικαιοσύνης.
Το τελευταίο δε, αποτελεί τη ναυαρχίδα των παραγόντων εκείνων των οποίων επηρεάζουν τόσο την οικονομική ευημερία ενός τόπου, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη (νόμοι που δεν εφαρμόζονται, δικαιοσύνη που κωλυσιεργεί, δίκες που συντηρούν για πολλά χρόνια παρεμφερή με τα δικαστήρια επαγγέλματα, απαγορευτικό κόστος για τον μέσο πολίτη να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη). Σύμπτωμα της παραπάνω κατάστασης είναι και το γενικότερο αίσθημα των πολιτών ότι η δικαιοσύνη σε πολλές περιπτώσεις προασπίζεται τα συμφέροντα των λίγων, εκείνων που δεν σέβονται τους νόμους.
Η αποστροφή της τήρησης των νόμων και της απονομής δικαιοσύνης αφορά τόσο τον κοινό πολίτη όσο και την πολιτική σκηνή του τόπου. Αυτό εντοπίζεται τόσο στην προνομιακή διαχείριση των κοινωνικά ανώφελων κρατικών μονοπωλίων (τα οποία έχουν ιδιαίτερα στενές συνδικαλιστικές σχέσεις με την πολιτική εξουσία) που συνδέονται με παράνομες καταστάσεις, ακόμη και μετά από τραγικά γεγονότα, τα οποία οδήγησαν σε απώλεια ανθρώπινων ζωών (ελληνικοί σιδηρόδρομοι), αλλά και πολιτικών προσώπων (όπως οι περιπτώσεις της Μάνδρας και των πυρκαγιών στο Μάτι). Τα τελευταία, βέβαια, συνδέονται και με τη γενικότερα καταγεγραμμένη αδυναμία των πολιτικών αρχηγών να τιθασεύσουν τις εσωτερικές δυνάμεις των κομμάτων τους, να αναλάβουν ευθύνες, ακόμη κι αν το κόμμα είναι κατά κύριο λόγο προσωποκεντρικό. Έτσι, παρ’ όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες για μία Ελλάδα ως «Εδέμ επί Γης», όταν η διακυβέρνηση «συμπίπτει» με εθνικές τραγωδίες, στις πλείστες περιπτώσεις οι πολιτικοί ηγέτες αναζητούν και δεν αναλαμβάνουν ευθύνες, δημιουργώντας μαζί με τη φτώχεια της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, το γενικότερο αίσθημα της ατιμωρησίας, εκείνων που περιφρονούν τους νόμους.
Δεν γνωρίζω το κατά πόσο όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν δυναμικές οι οποίες συμβάλλουν στην αέναη στασιμότητα της χώρας, κάνοντας το σενάριο της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας να μοιάζει δυσοίωνο. Ωστόσο, γνωρίζω ότι για πολλούς σκεπτόμενους ανθρώπους που θέλουν να παραμείνουν κοινωνικά ενεργοί πολίτες, η ψήφος τους βασίζεται εδώ και αρκετά χρόνια στην αντίληψη του «μη χείρον βέλτιστον».