Στην Ευρώπη, τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) θα πρέπει να θεωρούνται αυτή τη στιγμή μη ασφαλείς χώροι τόσο για τους επαγγελματίες υγείας όσο και τους ασθενείς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας διεθνούς έρευνας που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Επείγουσας Ιατρικής (European Society of Emergency Medicine - EuSEM) και θα δημοσιευτεί στο περιοδικό European Journal of Emergency Medicine. Οι κύριοι λόγοι για αυτό είναι: η έλλειψη προσωπικού και η υπερφόρτωση των ΤΕΠ λόγω της έλλειψης κλινών για την εισαγωγή των ασθενών, με αποτέλεσμα την παροχή φροντίδας στους διαδρόμους.
Οι επαγγελματίες υγείας απάντησαν στην έρευνα ότι αισθάνονται πως δεν υποστηρίζονται επαρκώς τα ΤΕΠ από τις διοικήσεις των νοσοκομείων. Περίπου το 90% των επαγγελματιών που συμμετείχαν ανέφεραν ότι ο αριθμός των ασθενών που προσήλθαν στο ΤΕΠ, υπερέβαινε κάποιες φορές την ικανότητα του τμήματος να παρέχει ασφαλή φροντίδα, και ότι η υπερφόρτωση αυτή είναι συχνό φαινόμενο και προκαλεί δυσφορία στους ασθενείς και στους επαγγελματίες υγείας, περιορίζοντας την ικανότητά τους να παρέχουν ποιοτική φροντίδα υγείας, ενώ είναι γνωστό ότι η υπερφόρτωση των ΤΕΠ συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης στους ασθενείς και αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας.
Το 54,2% των επαγγελματιών ανέφερε ότι αισθάνεται ότι είναι διαρκώς υπό εξωτερική πίεση, ενώ το 35% των επαγγελματιών επίσης ανέφερε ότι οι ιθύνοντες των νοσοκομείων ποτέ δεν υποστηρίζουν την εισαγωγή βελτιώσεων στα ΤΕΠ με το 47% να πιστεύει ότι οι εφαρμοζόμενες πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ροής των ασθενών στα ΤΕΠ δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.
Οι επαγγελματίες υγείας που είναι αφοσιωμένοι στο ΤΕΠ, χρειάζονται το κατάλληλο περιβάλλον και υποστήριξη για να εκτελέσουν το έργο τους, όπως και οι ασθενείς θα πρέπει να αισθάνονται βεβαιότητα ότι θα λάβουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Αυτή τη στιγμή είμαστε πολύ μακριά από αυτό. Οι κυβερνήσεις και οι υγειονομικές αρχές πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση τώρα, πριν επιδεινωθεί περαιτέρω δηλώνει ο Δρ. Connolly, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Επείγουσας Ιατρικής.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το ΤΕΠ αποτελεί συνήθως την πρώτη επαφή του πολίτη με το ΕΣΥ και την Επείγουσα Υπηρεσίας Υγείας την οποία αναζητούν περισσότεροι από 2.000.000 πολίτες κάθε χρόνο. Η Ελληνική πολιτεία έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητα της επείγουσας φροντίδας υγείας και από το 2019 γίνονται συνεχώς βήματα ανάπτυξης, τα οποία όμως, τις περισσότερες φορές είναι αποσπασματικά και ασύνδετα μεταξύ τους. Η Επείγουσα Ιατρική, η Επείγουσα Νοσηλευτική, ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου, η στελέχωση των ΤΕΠ και η κτιριακή αναβάθμιση των ΤΕΠ αποτελούν έμπρακτα βήματα αυτής της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Επείγουσας Ιατρικής (ΕΕΕΙ), το ΤΕΠ παραμένει μια μη ελκυστική επιλογή για τους επαγγελματίες υγείας του ΕΣΥ. Από το σύνολο των περίπου οργανικών 580 θέσεων ιατρών κλάδου ΕΣΥ για το ΤΕΠ μόλις το 44% (284) έχουν καλυφθεί και εξ αυτών περίπου 80 ιατροί (14%) έχουν μετακινηθεί σε άλλα τμήματα του Νοσοκομείου με αποτέλεσμα μόλις το 30% των θέσεων ιατρών ΤΕΠ να είναι καλυμμένο, ενώ στις πρόσφατες προκηρύξεις υπήρχαν λιγότερες από 30 θέσεις ιατρών για ΤΕΠ. Παρόμοια είναι η εικόνα για τη στελέχωση του ΤΕΠ με νοσηλευτικό προσωπικό. H αναλογία νοσηλευτών / ιατρών όσο και η αναλογία νοσηλευτών/ προσερχόμενων ασθενών είναι απογοητευτική.
Είναι σαφές ότι χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη της Επείγουσας Φροντίδας Υγείας για την ασφαλή λειτουργία των ΤΕΠ τόσο ως χώροι εργασίας όσο ως χώροι φροντίδας, ενώ είναι αδήριτη ανάγκη η παροχή κινήτρων για το προσωπικό και η ενημέρωση των πολιτών, η διασύνδεσή τους τόσο με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας όσο με την Προνοσοκομειακή Ιατρική.
Η Ελληνική Εταιρεία Επείγουσας Ιατρικής προσπαθεί και ελπίζει η ημέρα Επείγουσας Ιατρικής (27 Μαΐου) να γίνει το έναυσμα για μια εθνική προσπάθεια που θα βελτιώσει την ικανοποίηση των επαγγελματιών υγείας και των πολιτών της χώρας από την παρεχόμενη επείγουσα φροντίδα υγείας ώστε να αντανακλά την ποιότητα του συστήματος.
Για την ΕΕΕΙ: Τσιφτσής Δημήτρης (πρόεδρος), Πεϊτσίδου Ελένη (γραμματέας)