(Διευκρινίζεται ότι ο όρος επισιτιστική ασφάλεια σημαίνει ότι «όλοι οι άνθρωποι, όλο τον χρόνο, να έχουν φυσική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκείς, ασφαλείς και θρεπτικές τροφές για τις διαιτητικές ανάγκες και διατροφικές προτιμήσεις για μια δραστήρια και υγιή ζωή»). Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ (αναφορά 1) ο υποσιτισμός ύστερα από μια σχετική σταθεροποίηση μέχρι το 2015, το 2020 αυξήθηκε από 8% σε 9.8% του παγκόσμιου πληθυσμού, 828 εκατ. άνθρωποι πείνασαν το 2021 με τα μεγαλύτερα ποσοστά να εντοπίζονται στην Ασία, την Αφρική και Νότια Αμερική, ενώ ο στόχος του ΟΗΕ ότι μέχρι το 2030 θα πρέπει να εξαφανιστεί η πείνα (SDG 2: Zero Hunger) φαίνεται ανέφικτος. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση το 2021 2.3 δισεκ. άνθρωποι βρέθηκαν σε μέτρια ως σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια. Ως κύριες αιτίες για το μεγάλο αυτό πρόβλημα θεωρούνται οι απανωτές κρίσεις, κλιματική, υγειονομική (COVID-19) και γεωπολιτική (πόλεμος της Ουκρανίας). Ανεξάρτητα από το ποιες περιοχές και με ποια ένταση πλήττει σήμερα η επισιτιστική κρίση, με δεδομένη την παγκοσμιοποίηση είναι αναμενόμενο αυτό να επεκταθεί με διαφορετική έστω ένταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Επομένως πέρα από τις απλοϊκές προσεγγίσεις που πολλές φορές βλέπουν τη δημοσιότητα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κίνδυνος επισιτιστικής ασφάλειας στις αναπτυγμένες χώρες και στην Ελλάδα, η πιθανότητα αυτή πρέπει να απασχολεί τους αρμόδιους και να παίρνονται κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή του και πιο συγκεκριμένα για την ορθή διαχείριση των παραγόντων από τους οποίους εξαρτάται η γεωργική παραγωγή (φυτική, ζωική), από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων. Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούν/υπενθυμισθούν συνοπτικά οι υπηρεσίες και τα προβλήματα στη διαχείριση ενός από τους βασικότερους παράγοντες της γεωργικής παραγωγής, του εδάφους.
Μία από τις βασικές λειτουργίες του εδάφους είναι ότι αποτελούν το μέσο ανάπτυξης των φυτών. Από το έδαφος τα φυτά προσλαμβάνουν τα θρεπτικά στοιχεία και το νερό, που μαζί με διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας κα την ηλιακή ενέργεια δημιουργούν τη βιομάζα, δηλαδή τη γεωργική παραγωγή. Ενώ όμως οι δυνατότητες του εδάφους για παραγωγή βιομάζας δεν είναι απεριόριστες, αφού οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι συγκεκριμένες και έχουν σχεδόν καλυφθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι ανάγκες για αύξηση της γεωργικής παραγωγής αυξάνουν συνεχώς λόγω της συνεχούς αύξησης του πληθυσμού της γης που εκτιμάται ότι το 2050 θα είναι 9 δισεκ. και οι ανάγκες για τρόφιμα μέχρι τότε θα αυξηθούν μέχρι και 50%. Επομένως η διατήρηση και αύξηση της γονιμότητας του εδάφους έχει τεράστια σημασία. Σημειώνεται ότι η υποβάθμιση των εδαφών δεν έχει μόνο σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή, αλλά και στις άλλες υπηρεσίες που αυτά προσφέρουν (αποθήκευση νερού και άνθρακα, καθαρισμός του νερού και αποδόμηση οργανικών ρύπων, ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων και υποστήριξη μεγάλου μέρους της βιοποικιλότητας).
Η γη και το έδαφος είναι πεπερασμένοι σε έκταση και μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι. Η έκταση του εδάφους που χρησιμοποιεί η γεωργία σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται σε 46 δισεκατ. στρ, από την οποία καλλιεργούνται τα 15 δισεκατ. στρ. δηλαδή η έκταση γης που αντιστοιχεί σε κάθε άτομο είναι μόλις σε 2.5 στρ. (υπολογισμοί 2012), τιμή που συνεχώς θα μειώνεται λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης του πληθυσμού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΗΕ κάθε χρόνο χάνονται 20-50 εκατ. στρ. λόγω διάβρωσης, η οποία είναι 2-6 φορές περισσότερη στις χώρες της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής σε σύγκριση με την Ευρώπη και Β. Αμερική. Με άλλους όρους κάθε χρόνο στη γη χάνονται 24 δισεκ. τόνοι επιφανειακού γόνιμου εδάφους που ισοδυναμεί με 2.5 φορές το επιφανειακό έδαφος της καλλιεργούμενης έκτασης της Ελλάδας (βάθους 20 cm).
Εάν συνεχισθεί το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης, με το οποίο έχουμε συνεχή αύξηση της παραγωγής κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, χρησιμοποίηση γης για παραγωγή βιοενέργειας, συνεχή αύξηση της αστικοποίησης και συνεχή παραχώρηση γεωργικής γης σε διάφορες άλλες χρήσεις, όπως πρόσφατα βιώνουμε στην Ελλάδα για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, μέχρι το 2050 θα χρειαζόμαστε έκταση που θα ισοδυναμεί με δύο πλανήτες σαν τη Γη για να καλύψουμε τις διατροφικές ανάγκες μας, όπως αναφέρει ο Luca Montanarella, Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνών της ΕΕ (JRC) (αναφορά 2).
Πέρα όμως από την ποσότητα της γεωργικής παραγωγής, τα εδάφη καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τη θρεπτική αξία των παραγόμενων προϊόντων. Η ανάπτυξη των φυτών προϋποθέτει την ύπαρξη δεκαεπτά θρεπτικών στοιχείων, τα οποία προσλαμβάνουν από το έδαφος. Όταν κάποια από αυτά τα στοιχεία υπάρχουν σε μη επαρκείς ποσότητες, προκαλούνται τροφοπενίες που εκτός από την απόδοση επηρεάζουν και την ποιότητα των προϊόντων που με τη σειρά τους επηρεάζουν την υγεία των ανθρώπων. Σημειώνεται ότι, όπως εκτιμούν αξιόλογες έρευνες, περισσότερο από τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού έχει έλλειψη ενός ή περισσότερων από αυτά τα στοιχεία, ενώ περίπου 60% έχουν έλλειψη σιδήρου, περισσότερο από 30% έλλειψη ψευδαργύρου, περίπου 30% έλλειψη ιωδίου και 15% έλλειψη σεληνίου. Επίσης είναι πολύ συχνές οι ελλείψεις σε ασβέστιο, χαλκό και μαγνήσιο. Όλες αυτές οι ελλείψεις σχετίζονται με εδαφικές ιδιότητες, όπως π.χ. η υψηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο που προκαλεί ελλείψεις σιδήρου, ψευδαργύρου και χαλκού. Επομένως η διατήρηση και ενίσχυση της γονιμότητας των εδαφών είναι βασικός παράγοντας της γεωργικής παραγωγής.
Με δεδομένο ότι η γη και το έδαφος είναι μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι, υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο δεσμευτικό για την προστασία τους. Υπενθυμίζεται ότι ο ΟΗΕ έχει υπογράψει τη σύμβαση για την καταπολέμηση της ερημοποίησης στην οποία προβλέπεται ότι μέχρι το 2050 πρέπει να έχουμε επιτύχει μηδενική υποβάθμιση της γης (και του εδάφους).
Είναι λοιπόν μεγάλη ανάγκη να ενωθούν οι φωνές εκείνων που αντιλαμβάνονται τη σημασία του εδάφους για την εξασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειάς μας, για να σταματήσει η αφαίρεση και υποβάθμιση της γεωργικής γης με την επιλογή βιώσιμων συστημάτων παραγωγής, διότι διαφορετικά πολύ σύντομα θα βιώσουμε και στη χώρα μας, την επισιτιστική ανασφάλεια. Όπως έχει επανειλημμένα αναφερθεί από πολλούς, δυστυχώς η φροντίδα της Πολιτείας για τη γεωργική γη και το έδαφος είναι από ελάχιστη έως μηδενική εάν λάβουμε υπόψη τις νομοθετικές ρυθμίσεις που γίνονται επί δεκαετίες τώρα.
Αναφορές: 1. FAO. The state of food security and nutrition in the world. Rome. 2022 2. Momtanarella. 2012. Global Soils: Preserving the capacity for food production. In Hester, R.E. and R.M. Harrison (Eds.) 2012. Soils and Food Security. RSCPublishing.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).