Άλλο έξω απ’ αυτό δεν έβαλα πάνω στο κεφάλι, μέχρι που ήρθα εδώ και μου έλεγαν τα κορίτσια ότι μυρίζει άσχημα και έτσι άρχιζα να λούζομαι μ’ αυτά που λουζόσαστε κι εσείς» απαντούσε κάθε φορά που τη ρωτούσαν ποιο είναι το μυστικό να έχει τόσο μακριά και όμορφα μαλλιά. Τη συνήθεια αυτή την είχε πάρει από τη μαμά της κι αυτή από τη δική της μαμά, σε μια πρακτική που χανόταν στον χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι τη μαμά της δεν τη θυμόταν καλά, την είχε χάσει σε μικρή ηλικία. Από τα λίγα πράγματα που θυμόταν ήταν να τη λούζει μ’ αυτό το μίγμα και έπειτα να της χτενίζει τα μαλλιά και να της χαϊδεύει το κεφάλι. Η μαμά της πέθανε στη γέννα του μικρού της αδερφού. Από τα 10 της έγινε η γυναίκα του σπιτιού, παιδική ηλικία δεν γνώρισε. Ούτε κι όταν ο πατέρας της πήρε άλλη γυναίκα άλλαξε κάτι. Ίσα ίσα, είχε να υπηρετήσει άλλα τρία άτομα, τη «μάνα» της και τα δύο μηλαδέλφια της. Αχάραγα ξυπνούσε, να αρμέξει, να ταΐσει, να βάλει νερό στα ζώα, να ζυμώσει όταν έπρεπε, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και έπειτα να πάει σχολείο. Το αγαπούσε το σχολείο. Την αγάπη αυτή της την είχε μεταδώσει η μάνα της που της έλεγε να διαβάζει για να γίνει δασκάλα. Αυτό ήταν το όνειρό της, να γίνει δασκάλα. Και το ξαναθυμόταν κάθε Κυριακή πρωί που ξέπλεκε τα μαλλιά της και τα χτένιζε. Όχι με τις ώρες όμως, είχε να κάνει πολλές δουλειές και καθόλου χρόνο για χάσιμο.
***
Δεν είναι άσχημα στο γηροκομείο. Μας προσέχουν, μας ταΐζουν, μιλάμε μεταξύ μας. Έρχονται και σχολεία και μας επισκέπτονται. Πολύ τα χαίρομαι τα παιδιά, ξανανιώνω κι εγώ μαζί τους. Να σας πω και την αλήθεια, μου θυμίζουν και τα δικά μου τα εγγόνια. Στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη, φοιτητής στα Γιάννενα ο μικρός. Πού χρόνος να με επισκεφτούν. Τρέχουν τα νέα τα παιδιά. Όχι, παράπονο δεν έχω, με παίρνουν τηλέφωνο, μερικές φορές τους βλέπω κιόλας! Τους βλέπω στο τηλέφωνο από τα κορίτσια που δουλεύουν εδώ και μιλάμε κανονικά κι ας είναι στην άλλη άκρη! Α, κοίτα να δεις πράγματα! Πολλή αδυναμία την είχα την εγγόνα μου. Όχι γιατί έχουμε το ίδιο όνομα, σάματις αν είχε άλλο θα την αγαπούσα λιγότερο; Την αγαπάω γιατί την είδα να μεγαλώνει. Να χωράει σε μια χούφτα κι έπειτα να γίνεται κοτζάμ κοπέλα. Όμορφη, να τρίζει ο τόπος σε κάθε βήμα της. Όχι γιατί είναι δική μ’ εγγόνα, αλλά είναι όμορφη πολύ. Ο πατέρας της με τη μάνα της δάσκαλοι και οι δύο, όταν διορίστηκαν πρώτη φορά γύρισαν όλη την Ελλάδα. Ο ένας Καλαμάτα και Λαμία, ο άλλος Γιάννενα και Καβάλα, και σ’ έναν σωρό άλλοι τόποι πήγαν. Εγώ τη μεγάλωσα, στο σπίτι μ’ έμενε και στο χωριό πήγαινε σχολείο. Πέντε μέρες μέναμε μαζί και δύο έμενε αυτή με τους γονείς της. Σαν να είχα κι άλλο παιδί ήταν. Εγώ της μαγείρευα, εγώ της έπλενα τα ρούχα, εγώ της βούρτσιζα τα μαλλιά.
Δεν μπορούσα να τη διαβάσω βέβαια, αλλά μήτε και ήθελε βοήθεια, πανέξυπνο πλάσμα. Νομική με την πρώτη, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Στη Θεσσαλονίκη βέβαια, μακριά δεν ήταν... Άι κορίτσι μ’, πού πήγες κι έφυγες.
***
Τη γιαγιά μου τη βρήκαν πεθαμένη οι νοσοκόμες τη Δευτέρα του Πάσχα. Είχε χτενισμένα τα μαλλιά της, είχε φορέσει τα καλά της, είχε κάνει τη βαλίτσα της και περίμενε. Τι περίμενε; Τι άλλο; Να πεθάνει. Να ζει αυτή 90 χρονών και να πεθάνει η εγγονή της; Η γιαγιά, αν εξαιρέσεις την πίεση που την είχε ανεβασμένη, άλλα χάπια δεν έπαιρνε. Το απόγευμα του Πάσχα, κατά πώς μας είπαν οι γιατροί και οι υπεύθυνοι του Γηροκομείου, πήρε όλα της τα χάπια μαζί. Δύο κουτιά. Δεν πόνεσε μας είπαν, δεν την άκουσε κανείς να φωνάζει. Δεν ξέρω αν δεν πόνεσε όμως. Τον άντεχε τον πόνο η γιαγιά μας. Σαν τώρα τη θυμάμαι να πιάνει τις χήνες, να τις σηκώνει για να δει αν έχουν κάνει αυγά, αυτές να τη δαγκώνουν, να χαλάνε τον κόσμο κι η γιαγιά ατάραχη να ψάχνει ανάμεσα στα άχυρα και να μας μιλάει με την αδερφή μου, να μας λέει να σημαδέψουμε τα αυγά με έναν μαρκαδόρο για να ξέρουμε ποιανού θα είναι τα παπουλάκια που θα γεννηθούν. Κι ίσως τώρα να ήθελε να πονέσει. Σαν τιμωρία που αυτή ζει και η εγγονή της με το ίδιο όνομα σκοτώθηκε. Σαν να μπερδεύτηκε ο Θεός και να πήρε το λάθος άτομο. Από κείνο το πρωινό του Μαρτίου, δεν Του ξαναμίλησε, ούτε ξαναπροσευχήθηκε. Δεν Του ζήτησε έκτοτε να μας έχει καλά και να μας προσέχει. Σαν να έχασε την πίστη της όταν έμαθε για το δυστύχημα και ότι μέσα στα 57 άτομα ήταν κι η αδερφή μου. Από κείνο το πρωί περίμενε τον θάνατο, τον παρακαλούσε να έρθει να την πάρει. Κι όταν είδε ότι δεν εισακούγονται τα παρακάλια της το έκανε μόνη της. Την ημέρα του Πάσχα. Ίσως σαν θυσία για να αναστηθεί η εγγονή της. Μια ψυχή για μια άλλη. Το ίδιο όνομα και επίθετο είχαν άλλωστε. Έτσι έπρεπε να γίνει. Το έγραφε και στο σημείωμα που άφησε πάνω στο προσευχητάρι της.
***
Εγώ θα φύγω. Θα πάω να τη βρω και να της πω να γυρίσει πίσω. Θα πάρω εγώ τη θέση σου, θα της πω. Και θα γυρίσει, γιατί εμένα με άκουγε απ’ όταν ήταν μικρό κορίτσι. Να γυρίσεις πίσω, ακούς;
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com