Ήδη από τα τέλη Αυγούστου 1822 οι επαναστατημένοι ενάντια στους Τούρκους Αθηναίοι κάλεσαν τον Οδυσσέα και του παρέδωσαν το Φρούριο της Ακρόπολης, τον ανακήρυξαν αρχιστράτηγο της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος και συνάμα τον αναγνώρισαν γενικό αρχηγό της Αθήνας. Στη συνέχεια, ο Ανδρούτσος, κυρίαρχος πλέον των Αθηνών παρά τους απηνείς διωγμούς που νυχθημερόν υφίσταται (αφορισμό, επικήρυξη, απόπειρες δολοφoνιών, χαρακτηρισμό ως εθνοπροδότη εγκληματία), διορίζει Φρούραχο τον Γκούρα, διοικητή Χωροφυλακής τον Μαμούρη, αστυνόμο τον Μακρυγιάννη. Οι δύο πρώτοι ύστερα από δύο και μισό χρόνια, πάνω στην Ακρόπολη, με τη σύμπραξη και άλλων εγκληματιών θα τον δολοφονήσουν με τον πιο ειδεχθή τρόπο. Πάντως, προς το παρόν, ο Οδυσσέας με τη συμπαράσταση του Γκούρα, του φιδιού δηλαδή στον κόρφο του, προσπαθούν ν’ αποδείξουν στους Αθηναίους ότι η πόλη δεν τελεί υπό προστασία, αλλά υπό κατοχή.
Και ο μεν Ανδρούτσος αυτό πάσχιζε να το δείχνει ολοκάθαρα πάνω στους προύχοντες, ο δε Γκούρας εξαντλούσε ολάκερη την κτηνωδία του πάνω στον απλό λαό υπέρ των προυχόντων. Κι ο Μακρυγιάννης έτρεχε με τα τέσσερα στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους, δεν έπαυε να φτιάχνει επιτροπές, δεν σταματούσε να πουλάει πατριωτισμό και να πασχίζει με τις μπαμπεσιές του να φανεί άγιος. Κι ενώ κατηγορούσε άλλους για απληστία και λαφυραγωγία, ο ίδιος θ’ αφήσει τα χνάρια της κατακτητικής του μανίας απ’ το προικοσύμφωνο με το οποίο παντρεύτηκε την Κατίγκω Σκουζέ, μέχρι την περιοχή στα Βορειοανατολικά κάτω απ’ την Ακρόπολη που φέρει έκτοτε το όνομά του. Είναι η περιοχή Μακρυγιάννη για όσους ξέρουν την Αθήνα.
Έχει νομίζω μεγάλη σημασία να δούμε ένα μικρό απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη σε μια συνάντηση των τριών τους στην Ακρόπολη. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων, ότι ένα βράδυ που έτρωγε ψωμί στο κονάκι του Γκούρα πάνω στην Ακρόπολη πήγε εκεί κάποια στιγμή κι ο Οδυσσέας. Η Γκούραινα βγήκε έξω για λίγο, ενώ ο Οδυσσέας φέρεται να είπε: «Κάτι θα μιλήσουμε…». Και συνεχίζει ο Μακρυγιάννης:
«Αν έχετε μυστικά, του λέγω, βγαίνω κι εγώ έξω να σας αφήσω μόνους σας. Όχι, μου λέγει, θα μιλήσουμε οι τρεις». Ανοίγει το παραθύρι, μου λέγει: «Τήρα κάτω Μακρυγιάννη». Εγώ υποπτεύτηκα μη με ρίξουν κάτω από το Κάστρο.
«Τήραξε, τι βλέπεις;» μου είπε. «Σπίτια» του λέγω.
«Και κάτου, παρακάτω, βλέπεις τις ελιές και τα περιβόλια. Όλα δικά μας είναι, διά ‘κείνο σας ήφερα στην Αθήνα». Του λέγω: «Ας είσαι καλά, καπετάνε, όπου μας θυμάσαι». Μου είπε: Έχασες τα δικά σου; Παίρνεις άλλα περισσότερα. Διά να τα πάρουμε, όμως, χρειάζεται να κάμωμε ένα πράμα, να παστρέψουμε καμιάν εικοσαριά αγκάθια από τούτους τους γκαγκαραίους. (=Αθηναίους προύχοντες). Όποτε θέλεις εσύ γίναται».
Του είπα: «Να ιδούμε, αν είναι καλό, να το στοχαστούμε πρώτα. Αυτά τα άτομα ευτύς κατεβαίνω κάτω και χωρίς να με νιώσει κανένας, όσους γνωρίζεις, μου δίνει έναν κατάλογον, στέλνω από έναν άνθρωπον, φωνάζει τον κάθε έναν, πηγάδια εις το Σαράι είναι πλήθος, τον ρίχνω και ύστερα τον άλλον, και δεν θα πάρει χαμπέρι ένας τον άλλον». «Αυτό είναι καλό» μου λέγει και να το ακολουθήσεις». «Το ακολουθώ. Όμως, αυτά είναι τυραγνικά πράματα και δεν σου φέρνουν υπόληψη».
Τότε λέγει ο Γκούρας: «Βρε, τι σε πονεί το κεφάλι σου και μιλείς με τον Μακρυγιάννη; Αυτός καμμιάν επιτροπή θέλει να φκειάνει ν’ ανακατώνει τους ανθρώπους και με τους Αθηναίους του έχει το είναι του…».
Λοιπόν: Εάν δεν φοβόμουν τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου θέματος, τότε θα μπορούσα σαν σε κουίζ να έκαμνα προς τον καθένα την εξής ερώτηση: «Με βάση τα σημερινά κομματικά δεδομένα, σε ποια κομματική παράταξη θα τοποθετούσες τον καθένα από τους τρεις;». Η απάντηση δείχνει απλή, αλλά δεν είναι. Κι αν κανείς θέλει να ψυχογραφήσει τις τρεις αυτές προσωπικότητες, σύμφωνα με τα λόγια και τις πράξεις των, και στην ψυχογράφηση αυτή να δώσει διάσταση διαχρονική με άξονα αναφοράς την πολιτική, πολύ δύσκολα θα φτάσει στον σωστό χαρακτηρισμό, εάν σταθεί μονάχα στο πρόσημο που έβαλε στον καθένα τους η ιστορία μας.
Και ιδού κάποιες απλές διαπιστώσεις:
Γκούρας: Προκειμένου το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο του Έθνους να καλύψει τα αξεπέραστα ανομήματά του τον κήρυξε εθνομάρτυρα, ήρωα των ηρώων, επειδή δεν υπήρξε κακό που να μην το είχε κάμει, με αποκορύφωμα τη στυγερή δολοφονία του Οδυσσέα. Τα όσα καταπάτησε, σφετερίστηκε, απέσπασε διά της βίας, καρπώθηκε διά δόλου, οικειοποιήθηκε με απάτες, πληρώθηκε δισάκια με λίρες για δολοφονίες και άλλα σχετικά, που δεν απαριθμούνται, τι απέγιναν τελικά; Ήταν αρκετή μια σφαίρα Τούρκικη το 1826, ώστε να τα καρπωθεί προσωρινά η νεαρή σύζυγός του Νταλιάνα, που τα γλεντούσε απ’ τις εννιά του μακαρίτη και εξής…
Μήνες αργότερα θα τη βρει ο θάνατος, καθώς ερωτοτροπούσε με τον Κριεζιώτη μέσα στο Ερέχθειο! Κι επειδή δεν άφησαν απογόνους, την αμύθητη περιουσία τους την έφαγε ο αχαρακτήριστος Μαμούρης… ανεμομαζώματα διαλοσκορπίσματα.
Περί Μακρυγιάννη. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αυτόν τον άνθρωπο κάποια ιερά τέρατα του πνεύματος τον έκαναν ίνδαλμά τους. Και μεταξύ αυτών οι Βενέζης, ο Παλαμάς, Θεοτόκης, Σεφέρης, Ελύτης κ.ά. Αναρωτήθηκα πολλές φορές αν οι δύο νομπελίστες μας τον «θεοποίησαν» ως αγωνιστή ή ως λογοτέχνη. Γιατί, εάν τον θαυμάζουν ως λογοτέχνη, τότε θα έπρεπε να του είχαν αφιερώσει τα βραβεία τους. Εφόσον δήλωσαν ότι πάτησαν πάνω στ’ χνάρια του. Εάν, όμως, τον θαυμάζουν ως αγωνιστή της λευτεριάς, τότε μου δίνουν την αίσθηση ότι μάλλον δεν διάβασαν τα όσα έγραφε! Και ήθελα να ήξερα, εάν αυτοί που πρότειναν να τον ανακηρύξει η Εκκλησία άγιο κατάλαβαν ποτέ ότι δεν του ταίριαζε το φωτοστέφανο! Και αν γνώριζαν το γεγονός ότι ο Μακρυγιάννης κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε καταληφθεί από μια παθολογική θρησκοληψία, που εξελίχτηκε σε θρησκευτικό παραλήρημα και άρχισε να περιγράφει γραπτώς το πώς τον επισκέπτονταν καθημερινά οι Άγιοι όλοι, ακόμη κι ο Χριστός και ο Θεός ο ίδιος, προσφέροντάς του δώρα χρυσά και αμύθητης αξίας.
Για τον Οδυσσέα λέω τα πάντα μέσα στο βιβλίο. Συκοφαντήθηκε και διώχτηκε απ’ το κατεστημένο, όσο κανένας άλλος. Χαρακτηρίστηκε εθνοπροδότης εγκληματίας. Η ιστορία μας του επεφύλαξε μια τραγωδία δίχως κάθαρση. Τη λάσπη, όμως, που έριξαν πάνω του και εν ζωή και μετά θάνατόν του οι εθνικοί μας ολετήρες, και που βάραινε τη μνήμη του, κατάφερε και την καθάρισε με την πίστη και την αφοσίωσή της η σεπτή σύζυγός του Ελένη.
Τέλος, ας επισημάνουμε ότι και οι τρεις αυτοί χαρακτήρες εξακολουθούν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας! Για να τους ξεχωρίσεις, όμως, χρειάζεται να ξέρεις την ιστορία μας. Ειδάλλως πολύ εύκολα τους μπερδεύεις.
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος, φιλόλογος