μόνο του εξόχως προβληματικό), ποσοστό κοντά στο 20% επέλεξε ακροδεξιά κόμματα. Αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα είναι σοβαρό και βαίνει αυξανόμενο. Και δεν είναι μόνο ελληνικό.
Σε πολλές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης τα ακροδεξιά κόμματα έχουν υψηλά ποσοστά. Σε κάποιες μάλιστα έφτασαν μέχρι να κυβερνούν (Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία). Ακόμη και στη μήτρα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, τη Γαλλία, στις δύο τελευταίες προεδρικές εκλογές η άκρα δεξιά δια της Μαρίν Λεπέν έφτασε μέχρι τον δεύτερο γύρο και ανάγκασε όλα τα αστικά κόμματα να συνασπιστούν γύρω από τον υποψήφιο που είχε περάσει απέναντί της. Αυτό όμως είναι ξεκάθαρο ότι νομιμοποιεί την άκρα δεξιά ως τον αντίπαλο πόλο στο πολιτικό σύστημα. Και, δυστυχώς, εμφανίζεται ως η κύρια αντισυστημική επιλογή, που εκφράζει και κάποιους από τους σημερινούς «μη προνομιούχους», οι οποίοι επιλέγουν να ψηφίσουν κόντρα στο σύστημα. Έχουν δηλαδή αρκετά καλό ποσοστό σε νέους, ανέργους, σε γκέτο και στην εργατική τάξη. Αυτό φαίνεται περίεργο εκ πρώτης όψεως, όμως είναι σημείο των καιρών.
Στη χώρα μας είναι ξεκάθαρο ότι η άκρα δεξιά ανεβαίνει εκλογικά, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι, μετά τη λάμψη και το αίσθημα της αδικίας κάποιων για την κηδεία του τέως μονάρχη, κάποιο αξιόλογο ποσοστό δηλώνει μέχρι και ...φιλοβασιλικό!
Είναι το πρόβλημα τόσο μεγάλο; Όχι πολύ ακόμη, αλλά ίσως να γίνει σύντομα. Τόσο πολύ που πλέον ο καταδικασθείς σε πρώτο βαθμό Ηλίας Κασιδιάρης απέκτησε και τροπολογία με το όνομά του.
Η κριτική που γίνεται πάνω στην τροπολογία σε νομικό επίπεδο από τον καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο σχετικά και με την τρίτη παράγραφο, που ορίζει ότι «η οργάνωση και η δράση του κόμματος πρέπει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος». Πέραν δηλαδή του ότι θυμίζει άλλες εποχές, θα θέσει σε κίνδυνο και άλλα κόμματα, τα οποία στο καταστατικό τους διακηρύττουν ότι επιδιώκουν την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αν όχι και του πολιτεύματος. Κλασικό και ιστορικό παράδειγμα είναι το ΚΚΕ. Θα θέσει δηλαδή το πολίτευμα έρμαιο στα χέρια του Αρείου Πάγου, πράγμα που ευθέως αντιστρατεύεται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Άλλο είναι ο έλεγχος των προϋποθέσεων και του σεβασμού του πολιτεύματος και άλλο ο πλήρης έλεγχος και μάλιστα με ασαφή κριτήρια.
Σε άλλο σημείο απαγορεύει ακόμη και σε όσους έχουν καταδικαστεί για κάποια πλημμελήματα. Αν π.χ. κάποιος στα πλαίσια διαδήλωσης σπάσει ένα τζάμι και καταδικαστεί, ενδεχομένως να μην έχει δικαίωμα συμμετοχής.
Με τέτοιες διατυπώσεις η τροπολογία είναι προφανώς προβληματική σε διάφορα επίπεδα. Θα αρκούσε μόνο η απαγόρευση σε όσους έχουν καταδικαστεί για κακούργημα για τα κατά του πολιτεύματος εγκλήματα και μόνο. Θα έπρεπε τα κριτήρια να είναι αντικειμενικά και να μη δίνουν δυνατότητα για παρερμηνείες.
Ας πούμε, ο όρος «πραγματική ηγεσία» είναι προφανώς αόριστος νομικός όρος, ο οποίος δίνει στα δικαστήρια μία εξουσία που δεν έχουν. Να κρίνουν ποιος ηγείται ουσιαστικά στα κόμματα. Άλλο ένα πρόβλημα απόδειξης.
Με την τροπολογία αυτή θεωρητικά γίνεται μία προσπάθεια να περιοριστεί η άκρα δεξιά. Όμως για τους λόγους που αναφέραμε είναι σε κάποια σημεία της επικίνδυνη. Δηλαδή, αν περάσει ως έχει και δεν κατεβεί στις εκλογές το κόμμα του Η. Κασιδιάρη, θα πάψουν να υπάρχουν ακροδεξιοί; Ή μήπως αυτός θα ηρωοποιηθεί στα μάτια των οπαδών του και θα αρχίσουν να μιλούν όλο και περισσότεροι για πολιτική δίωξη;
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να μας πείσει ότι επειδή έχει δημοκρατικές ευαισθησίες, γι’ αυτό καταθέτει μία τόσο νομικά κακότεχνη και επικίνδυνη τροπολογία. Είναι ξεκάθαρο ότι προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειές της προς την άκρα δεξιά, που φαίνονται παντού και ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής προσπάθειας της κυβέρνησης εντάσσεται βεβαίως και η πρόσφατη εμφάνιση του Γιώργου Καρατζαφέρη.
Οι δε ενστάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνούν κάθε συνταγματικά και νομικά ανεκτή ερμηνεία και επιφύλαξη. Ζητά να περιοριστεί μόνο προς μία ορισμένη ιδεολογία, τη νεοναζιστική ή την άκρα δεξιά. Αν όμως αύριο ενοχλεί κάποιους κάποια άλλη ιδεολογία;
Η δημοκρατία οφείλει να είναι ανοιχτή και γενναιόδωρη. Οι περιορισμοί που τίθενται στην έκφραση και το εκλέγεσθαι πρέπει να είναι οι τελείως απαραίτητοι. Ευπρόσδεκτη η τροπολογία, όμως με σοβαρές βελτιώσεις. Καλές οι νομοθετικές διατάξεις, όμως καλύτερα ακόμη η ακροδεξιά να ηττηθεί στο πολιτικό πεδίο.