Ο θεσμός της Απόλυτης Μοναρχίας και, κατόπιν, της Βασιλευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ξεκίνησε στη χώρα μας το 1833 και με κάποιες διακοπές τερματίστηκε το Δεκέμβριο του 1974 ύστερα από δημοψήφισμα. Πριν ξεκινήσει, είχε προηγηθεί στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 η δολοφονία από χέρια ελληνικά, δυστυχώς, του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, του Ιωάννη Καποδίστρια. Χάθηκε, έτσι, η ευκαιρία να οργανώσουμε το Κράτος μας στηριγμένοι σε Συντάγματα δημοκρατικά και φιλελεύθερα σαν αυτά των πρώτων χρόνων της Επανάστασης του 21, αλλά και σε ικανούς Έλληνες τιμονιέρηδες.
Απ’ το 1833, λοιπόν, ως το 1974 βασίλευσαν στη χώρα μας, κατά σειρά, οι παρακάτω Βασιλείς, όλοι τους μέλη ξένων Δυναστειών. 1) Όθων Α’,18331862, 2) Γεώργιος Α’,18631913, 3) Κωνσταντίνος Α’, 1913-1917 ύστερα από αναγκαστική παραίτηση, 4) Αλέξανδρος, 1917-1920 ύστερα από δάγκωμα φιδιού, 5) Επιστροφή Κωνσταντίνου Α’ το 1920 και καθαίρεσή του το 1922, 6) Γεώργιος Β’, 19221924, γιατί προκηρύχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία, 7) Επιστροφή Γεωργίου Β’ το 1935 ύστερα από δημοψήφισμα μέχρι το θάνατό του το 1947. 8) Παύλος, 1947 ως το θάνατό του το 1964 και 9) Κωνσταντίνος Β’, 1964-1967, αφού το Δεκέμβρη του ‘67 και μετά το αποτυχημένο κίνημά του κατά της στρατιωτικής Χούντας διέφυγε στο εξωτερικό και δεν άσκησε ξανά τα καθήκοντά του.
Τον Δεκέμβρη του ‘74, που έγινε το δημοψήφισμα, ήμουν 24 ετών, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και είχα βιώσει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στα Γιάννενα όντας φοιτητής απ’ τα τέλη του 1969 ως τον Ιούνιο του 74, που πήρα το πτυχίο μου. Ανήκω, δηλαδή, στη γενιά του Πολυτεχνείου χωρίς συμμετοχή, όμως, στο σκληρό πυρήνα του φοιτητικού κινήματος, που υπήρχε και στα Γιάννενα, αλλά δεν ήμουν αδιάφορος, στα όσα έβλεπα να συμβαίνουν στη σχολή μας. Ήμουν, άλλωστε, μέλος ενός φοιτητικού μουσικού συγκροτήματος και, επί πλέον, έδινα το παρών σε διάφορα γεγονότα, όπως, π.χ., στη δίκη ενώπιον στρατοδικών του καλύτερου εκ των καθηγητών μας, του αείμνηστου Φάνη Κακριδή, ο οποίος καταδικάσθηκε σε διαθεσιμότητα ενός χρόνου, γεγονός που προκάλεσε την οργή του φοιτητικού ακροατηρίου. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου καλλιεργήθηκαν και ενισχύθηκαν οι δημοκρατικές μου ευαισθησίες.
Παιδιόθεν, όμως, είχα δεχθεί, όπως ήταν φυσικό, επιρροές, που με συντροφεύουν μέχρι και σήμερα, απ’ τις κεντροδεξιές πεποιθήσεις του πατέρα μου, ο οποίος πήρε μέρος στον πόλεμο του ‘40 πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας ως στρατιώτης, ενώ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου σπαραγμού, προσέφερε τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα απ’ τις τάξεις του εθνικού στρατού εισπράττοντας εκ μέρους των αντιπάλων του, όπως όλοι οι στρατιώτες, τον χαρακτηρισμό «κοπέλια της Φρειδερίκης». Σημειωτέον, ότι ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν έπιναν νερό στο όνομα του Βασιλιά, μια που, όντας αυτός αρχιστράτηγος του στρατού, τον είχαν ταυτίσει με τις επιτυχίες του Έθνους.
Στο δημοψήφισμα του 1974, όμως, οι απόψεις μας ήταν διαφορετικές και η αφεντιά μου ψήφισε ΟΧΙ στον βασιλιά, ενώ ο πατέρας μου ΝΑΙ. Πριν οδηγηθούμε, μάλιστα, στην κάλπη, προσπάθησα να τον πείσω για το αντίθετο, αλλά δεν τα κατάφερα. Τι κι αν του επισήμανα λάθη του βασιλιά, όπως, ότι με τις ατυχείς επιλογές του προκάλεσε ζημιά στο πολιτικό σύστημα, όρκισε την κυβέρνηση της Χούντας το 1967 και δεν αντέδρασε, όταν έπρεπε, στο χουντικό καθεστώς; Τι κι αν του θύμισα, επίσης, ότι δεν υπάρχουν εξαδάκτυλοι και γαλαζοαίματοι και ότι ο Θεός, στον οποίο πιστεύουμε, θεωρεί όλους τους ανθρώπους ίσους ανεξάρτητα από χρώμα, φύλο και πλούτη; Τι κι αν του έθεσα το δίλημμα, αν είναι προτιμότερο να είναι Έλληνας ο ανώτατος άρχοντας και να αντικαθίσταται με δημοκρατικές εκλογές, όταν αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων, ή ξένος και ελέω Θεού απόλυτος μονάρχης; Αυτός, τελικά, δεν άλλαξε γνώμη. Τόσο γοητευμένος ήταν απ’ τους βασιλείς.
Τούτες τις μέρες έγινε η κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ χωρίς ιδιαίτερα παρατράγουδα, ευτυχώς. Και επειδή το πολιτειακό, που ταλαιπώρησε τον τόπο επί δεκαετίες, λύθηκε, οριστικά και αμετάκλητα πιστεύω, με το δημοψήφισμα του 1974, θα αποτελούσε παράλειψη, αν δεν στέκονταν κανείς σε ορισμένες εικόνες, που αξίζουν θετικού σχολιασμού. Είδαμε, κατ’ αρχήν, την ανθρώπινη πλευρά των γαλαζοαίματων χωρίς παραμορφωτικό καθρέπτη, τον τρόπο λειτουργίας και το ήθος μιας αγαπημένης πολύτεκνης οικογένειας, αλλά και την ωριμότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας για τη στάση, που κράτησε. Αν μη τι άλλο, πρέπει και τα καλά να λέγονται.