Τις μεταπανδημικές προσδοκίες διαδέχθηκε ένας πόλεμος στην Ευρώπη και εξελίχθηκε σε ενεργειακή κρίση. Παραταύτα η ελληνική οικονομία όχι μόνο άντεξε, αλλά και αναπτύχθηκε αφήνοντας ελπίδες για σημαντικές προκλήσεις και ευκαιρίες το νέο έτος. Οι εκκρεμότητες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ενεργειακή κρίση και τις τιμές των καυσίμων, το σχέδιο της ευρωζώνης για ενεργειακή μετάβαση και βεβαίως τα προβλήματα του πληθωρισμού και τις αρρυθμίες στη παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα που θα εξαλειφθούν όταν η προσφορά εξισορροπήσει την αντίστοιχη ζήτηση. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να συμβεί με την αλλαγή του χρόνου, αφού θα πρέπει πρώτα να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ώστε η Ευρώπη να καταφέρει να εξασφαλίσει επαρκή, συνεχή και φθηνότερη προσφορά ενέργειας για όσο διαρκεί η ενεργειακή της μετάβαση μέχρι το 2030. Στην Ελλάδα οι εκκρεμότητες επικεντρώνονται στον επίμονο πληθωρισμό, τα υψηλά επιτόκια, την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, την αύξηση των αποδοχών, τη συνέχιση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Η υψηλή εξάρτηση της χώρας μας στις εισαγωγές, παρά την αύξηση των εξαγωγών μας, καθιστά την εγχώρια αγορά ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωγενείς παραμέτρους και ιδιαίτερα στις εξελίξεις των διεθνών αγορών, αλλά και τις μεγάλες μεταβολές των τιμών. Η εκτίναξη του ελλείμματος το 2022 στο εμπορικό ισοζύγιο, κυρίως αγαθών, ενέχει τον κίνδυνο μακροοικονομικής ανισορροπίας. Αρα, το 2023 είναι απαραίτητο να εντείνουμε τις προσπάθειες για ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής σε ανταγωνιστικούς κλάδους και προϊόντα για να αποφύγουμε τις δυσάρεστες συνέπειες του πληθωρισμού. Σύμφωνα με την Έκθεση της ΤτΕ η ελληνική οικονομία θα επιβραδύνει απότομα το 2023, καθώς, ο ρυθμός ανάπτυξης θα προσγειωθεί στο 1,5% από το 6,2% φέτος, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός από 9,4% θα μειωθεί σε έναν επίσης υψηλό της τάξεως του 5,8%. Η ετήσια Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας έδειξε ότι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων το 2023 είναι αναγκαία. Ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης, της πράσινης μετάβασης και της έρευνας και καινοτομίας. Αν και έχει υπάρξει σημαντικό έργο τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ αναφορικά με τον αριθμό των επιχειρήσεων που παρέχουν εκπαίδευση σε θέματα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών, την κάλυψη σταθερών δικτύων, την κάλυψη οπτικών ινών μέχρι τις εγκαταστάσεις. Η χώρα μας μπορεί να παρουσιάζει υψηλές βαθμολογίες στην «πράσινη» μετάβαση, όμως θα πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της στην ανακύκλωση και τις «πράσινες» μεταφορές, ώστε να σημειώσει πρόοδο σε δείκτες καθαρής καινοτομίας, όπως «πράσινες» πατέντες και ιδιωτικές επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων, καθώς και στους δείκτες πολιτικής για το κλίμα, συμπεριλαμβάνοντας ζητήματα βιωσιμότητας της γεωργίας και άλλες δράσεις για το κλίμα στη βάση της Συμφωνίας του Παρισιού. Η χώρα μας θα πρέπει το 2023 να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για Ερευνα και Καινοτομία, έτσι ώστε να ενισχύσει τις θετικές επιδράσεις διάχυσης της τεχνολογίας στη βιομηχανία και σε ολόκληρη την οικονομία. Ταυτόχρονα η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει τη θέση της στην προσέλκυση επενδύσεων σε ΑΠΕ και να επιταχύνει σε όλες τις άλλες πτυχές της μετάβασης, πέρα από την «πράσινη» και την ψηφιακή, έτσι ώστε να συγκλίνει και να υπερβεί τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην προσέλκυση Αμεσων Ξένων Επενδύσεων σημειώνοντας τα τελευταία δύο χρόνια νέα ρεκόρ. Ωστόσο, αυτό που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι πως η οικονομία συνεχίζει να υστερεί σημαντικά στο επενδυτικό απόθεμα, που είναι μόλις 30% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι πάνω από 60%. Αυτό οφείλεται στο ότι ένα σημαντικό μέρος στην Ελλάδα αφορά στην αγορά ακινήτων αντί των επενδύσεων σε παραγωγικό εξοπλισμό με μεγαλύτερο όφελος για την ελληνική οικονομία.
Το 2023 η βελτίωση των επιδόσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της δυναμικής ανάπτυξης της χώρας μας σε ένα ολοένα και δυσμενέστερο ευρωπαϊκό περιβάλλον, που φαίνεται να οδεύει προς ύφεση, σε αντίθεση με την Ελλάδα που ο ρυθμός ανάπτυξης θα διατηρηθεί με θετικό πρόσημο. Η εξάρτηση της οικονομίας από τις τιμές των καυσίμων είναι ένας διαρκής κίνδυνος που θα αντιμετωπίσουμε και το 2023 με προσθήκη στην εξίσωση την ανοδική τάση της τιμής του πετρελαίου που κυμαίνεται ήδη πάνω από τα 82$ το βαρέλι στις διεθνείς αγορές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η πλήρης επανεκκίνηση της βιομηχανικής παραγωγής στη Κίνα, που αυξάνει τη ζήτηση πετρελαίου κατά 4 εκατ. βαρέλια, συνοδεύεται από το κλείσιμο της στρόφιγγας ρωσικού πετρελαίου από τον Φεβρουάριο στις ευρωπαϊκές χώρες. Αναφορικά με την αντιμετώπιση της ακρίβειας θα πρέπει να εκτιμήσουμε, όχι μεμονωμένα και αποσπασματικά, αλλά αθροιστικά και συνδυαστικά, τα μέτρα της επιδοματικής πολιτικής της κυβέρνησης σε μία δύσκολη χρονιά υψηλού πληθωρισμού που φεύγει και σε μια εξίσου δύσκολη που έρχεται. Τέλος, δεν ξεχνάμε πως το 2023 είναι μια κρίσιμη εκλογική χρονιά, λόγω της αλλαγής του εκλογικού νόμου και των πιθανών διπλών εκλογών, που ο επιχειρηματικός κόσμος απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα αυτοσυγκράτηση για την αποφυγή προεκλογικής πλειοδοσίας, για τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και για τη διαφύλαξη της πραγματικής οικονομίας.
Από τον Βασίλη Κορκίδη, πρόεδρο ΕΒΕ Πειραιώς και Περιφερειακού
Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής