Η ιστορία καταλήγει σε συμπεράσματα πολύ αργά. Όταν ρωτήθηκε από Γάλλο δημοσιογράφο ο Τεν Σιάο Πινγκ να κρίνει τη Γαλλική Επανάσταση, απάντησε πως είναι νωρίς. Οι κρίσεις για πρόσωπα και συμβάντα των εγκυρότερων καταγραφέων είναι υποκειμενικές. Δεν νοείται αντικειμενικότητα, διότι ο συγγραφέας έχει αντλήσει από πηγές που συχνά διαφέρουν. Και αυτόπτες ιστοριογράφοι έχουν δική τους ματιά και αντίληψη των συμβάντων. Για την πολιορκία και άλωση λ.χ. της Τριπολιτσάς το ‘21 έχουν γραφεί άλλ’ αντ’ άλλων από σειρά πρωταγωνιστών της. Είναι και τα εθνικά αφηγήματα ή οι ιδιαίτερες σχέσεις, μίση και πάθη, που αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Ό,τι ξέρουμε για τον Νέρωνα, τον Κωνσταντίνο ή τον Θεοδόσιο, είναι τόμοι αναληθειών.
Αυτά ως το προλογικό σημείωμα της υποκειμενικής θέσης μου για τα αίτια της συρρίκνωσης του κραταιού κινήματος, που κυριάρχησε για 40 σχεδόν χρόνια στην πολιτική σκηνή της μεταχουντικής Ελλάδας και κυβέρνησε περισσότερα από τα μισά. Εναπόκειται στον καλόγνωμο αναγνώστη να κρίνει έναν κάποιον νεαρό νομικό που ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ Λάρισας στις 15.9.74 και αποστασιοποιήθηκε από αυτό ως συλλογικότητα εδώ και 37 χρόνια. Μια ζωή εκτός και... εντός (εξ απόψεως σοσιαλδημοκρατικής θεώρησης). Γράφω αυτό το άρθρο, ως ανάγκη δημόσιας έκφρασης. Είναι υποκειμενική, έντιμη και πολλαπλώς βλαπτική για τον συντάκτη της. Έχω αυτό το θάρρος. Θεωρώ αρχικά προϋπόθεση ομαλού βίου την ύπαρξη ισχυρού διπόλου κυβερνησιμότητας με ισχύ εκλογικής νομοθεσίας ενισχυμένης αναλογικής. Θεωρώ και ευκταία, αν παραστεί ανάγκη κυβερνησιμότητας, τη σύμπραξη αυτών των πόλων κατά το παράδειγμα της πολύχρονης γερμανικής και αλλοεθνούς πρακτικής. Οι δικές μας χαζοβιόλικες αρλούμπες για συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ λόγω συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία θα ήταν συγχωρητέες, αν δεν ήταν ύποπτες. Το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε από τη μεγάλη προδοσία Παπανδρέου, που ίδρυσε νέο κόμμα, αφού χρέωσε το δικό του, έχοντας πρωτίστως αυτοακυρωθεί από την έμπνευση δημοψηφίσματος αλά Τσίπρα και την άγνοια κινδύνου διαχείρισης της χρεοκοπίας Καραμανλή. Άλλου ευδαίμονος και αυτού.
Οι πολιτικοί σχηματισμοί πρέπει να θεμελιώνουν ένα στοιχειώδες σύστημα αξιοκρατίας για όσους μπορούν (πολλοί δεν μπορούν, αν και θέλουν) ν’ αφιερωθούν στο κομματικό καθήκον και στην εν καιρώ στελέχωση των δέκα περίπου χιλιάδων θέσεων εκτελεστικών καθηκόντων της γενικής κυβέρνησης. Επ’ αυτού τι έκανε το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά το 1981; Πλίνθοι, λίθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι στο σύνολο σχεδόν των θέσεων ευθύνης, όταν ήρθε στην εξουσία. Από εκεί πήγασε η τωρινή συρρίκνωσή του. Όταν βάζεις για παράδειγμα επικεφαλής της τότε ΑΓΡΕΞ, με προϋπολογισμό δισ. δραχμών, έναν αμετακλήτως προκαταδικασθέντα για κακουργηματική υπεξαίρεση και μέσα στο πρώτο 6μηνο της θητείας ξανακάνει αυτό, που είχε μάθει, δεν φταίει ο κλέφτης, αλλά εκείνος που τον έβαλε εκεί. Όταν με την ανάληψη της διακυβέρνησης, που το 90% των Ελλήνων δήλωναν ΠΑΣΟΚοι, διορίζεις τους μισούς νομάρχες όσους γνωρίζουν γραφή και ανορθογραφία, ποια αλλαγή μπορείς να περιμένεις. Όπως και όταν «υψηλή εντολή» εγγράφεις μέλη με ψήφο στις οργανώσεις κατά κύματα πρώην χουντικούς, ακροδεξιούς και κάθε καρυδιάς καρύδι δίχως κριτήρια (αντί ν’ αναστείλεις εγγραφές μελών έναν τουλάχιστον χρόνο προ των εκλογών του ‘81), τι άλλο κάνεις εκτός της ανίερης ισοπέδωσης ευγενών μετάλλων και μπάζων. Εκεί και έκτοτε προέκυψε το ωφελιμιστικό ΠΑΣΟΚ των μελών που εντάχθηκαν στο κίνημα. Ο Ανδρέας -πανεπιστήμων πράγματι και ιδιοφυής- υπήρξε ανασφαλής, εξαιτίας της βασανιστικής του πορείας μεταξύ ‘64-74. Κατέληξε, λοιπόν, να ιδρύσει με την ανιδιοτελή προσέλευση δεκάδων χιλιάδων έντιμων ανθρώπων και να λειτουργήσει στη συνέχεια ως απόλυτος άρχων προσωποπαγές κίνημα με τη βοήθεια πλήθους αυλοκολάκων (που ζουν εις βάρος αυτών που τους ακούν) και ενός περιβάλλοντος που δεν επιβάλλει σχολιασμό. Σε αντίθεση με τον διάδοχό του, Κώστα Σημίτη, που δεν τον ήθελε, επειδή του έλεγε αλήθειες και ο οποίος λόγω αυτοσυντήρησης της κοινοβουλευτικής ομάδος του ΠΑΣΟΚ (επικειμένων εκλογών) εξελέγη πρωθυπουργός το 1996. Το τσοχατζοπουλικό λαϊκίστικο πλήθος είχε, όμως, από τότε μεγάλη ισχύ. Μιλούσες για σοσιαλδημοκρατία και μεταρρυθμίσεις και σού ‘λεγαν «πόσα και πότε». Ήταν αυτό το τμήμα, που τορπίλισε με τους εκβιαστές συνδικαλιστές των ρετιρέ το ασφαλιστικό Γιαννίτση και που έβαζε τρικλοποδιές στην εκσυχρονιστική προσπάθεια Σημίτη με κορυφαίο τον Άκη και τη συντροφιά του στο εκτελεστικό και στο πεντάγωνο. Πού είναι όλοι τους; Λίγοι στη φυλακή. Αλλά το τεράστιο μέρος του νεοελληνικού δικαιωματισμού εντός του ΠΑΣΟΚ, που λάτρεψε τους κλεφταραίους και έφτυνε τους ακέραιους, μεταπήδησε με την εκλεκτή συντροφιά του Γιώργου στον άχαστο Αλέξη, για να πάρει 14 μισθούς, να σβήσει το χρέος με ένα άρθρο ενός νόμου και να συμπαίξει νταούλια και ζουρνάδες, για να χορέψουν πεντοζάλη οι Μέρκελ με τον Σόιμπλε.
Η ιδεολογική -νά ‘χουμε να λέμε- συνέπεια και συνοχή αυτού του τεράστιου πλήθους των πασοκογενών (που λάτρεψε τον Τσοχατζόπουλο και τον ήθελε πρωθυπουργό ή άλλως πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 47%, για να ελέγχει τον Σημίτη) φάνηκε και μετά την colotoumba και τα λοιπά ωραία του Τσίπρα. Τον ξαναψήφισε το ‘15 λες κι έσταξε η ουρά του γαϊδάρου και εξακολουθεί να τον στηρίζει ως διάδοχό του Αντρέα. Δεν άλλαξε πορεία ούτε από το έξαλλο δημοψήφισμα και την αυθημερόν ακύρωσή του το ’15, ούτε από το επαχθέστερο όλων τρίτο μνημόνιο της 100ετούς εποπτείας. Ούτε από την εργαλειoποίηση των δικαστών, που πλήθος τους ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ. Για το πολυεπίπεδο φιάσκο Καλογρίτσα ή το σκάνδαλο Νovartis δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον το ΠΑΣΟΚικό «προσφυγικό» κύμα των νεοσυριζαίων. Πώς 10πλασιάστηκε άραγε το 3%; Μήπως διάβασε κανένας τους το κομμουνιστικό μανιφέστο του ΣΥΡΙΖΑ του 2013; Το ξέρει η Ξενογιαννακοπούλου, ο Ραγκούσης και η Κατσέλη; Αλλά γιατί, θα μου πείτε. Σωστό κι αυτό.
Η συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων είναι υποκατηγορία του μεσσιανισμού. Εν τέλει, το πρώτο μεγάλο πλήγμα του ΠΑΣΟΚ υπήρξε η διαίρεση της βάσης του, που μπορούσε να παραμείνει αρραγής μόνον υπό ισχυρή προσωπικότητα. Δυστυχώς, το 2010 λόγω της καραμανλικής χρεοκοπίας βρέθηκε με ακατάλληλη ηγεσία. Ο Βενιζέλος στη συνέχεια υπονομεύτηκε με το δόλιο ψευτοαφήγημα της συνεργασίας του με τον Σαμαρά. Ευμεγέθης κουφότης ανθρώπων ατελούς σύλληψης των συνθηκών. Το διαλυτικό σύνολο των πολιτικών που συγκρότησε ύστερα το ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ. ενσωματώθηκε -μετά την παταγώδη αποτυχία του εγχειρήματος- στο ΠΑΣΟΚ της κ. Γεννηματά (κάκιστα), η οποία βιάστηκε γρήγορα να κάνει το επόμενο καθοριστικό λάθος (επινεύσει ΓΑΠ πιθανότατα) αποπομπής Βενιζέλου. Ακολούθησε μετεκλογικά η εξουδετέρωση Λοβέρδου και η «αξιοποίηση» Καμίνη. (Πού είναι άραγε ο ιδρυτής -και αυτός- κόμματος, άχρους, άοσμος και άγευστος πρώην κοινοβ. εκπρόσωπος της εκλιπούσης;). Μικροψυχία και ανασφάλεια εν τούτοις δεν είναι οδηγοί ευστάθειας πολιτικού φορέα. Τα γράφω λακωνικά και ωμά, επειδή ωμά υπήρξαν. Στον Γιώργο Παπανδρέου έτυχε πολιτικός θησαυρός και τον έκανε θρύψαλα, αναγκάζοντάς τον λόγω απίστευτης σπατάλης ν’ αλλάξει και όνομα.
Η προεκλογική του δαπάνη του 2009 ήταν μεγαλύτερη όλων μαζί των άλλων κομμάτων, ενώ γνώριζε ο άνθρωπος την καταστροφή. Αφού εισχώρησε αργότερα, ως μη όφειλε, στο ΠΑΣΟΚ επί Φώφης, το έπληξε και πάλι θέτοντας υποψηφιότητα αρχηγού, για να υποστεί ο ίδιος ακόμα μία ταπεινωτική ήττα από τον άγνωστο στους πολλούς, αλλά οργανωτικώς επιτήδειο και ήδη ηγέτη του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη. Μπορεί τώρα ο τελευταίος να επαναπατρίσει όσους απαξιώθηκαν από τη μετριοκρατία; Ένα πρώτο ερώτημα. Μπορεί να αδρανοποιήσει τους λάτρεις των πολιτικών σκιών; Ένα δεύτερο. Μπορεί ν’ απορρίψει τον ετεροκαθορισμό του και να προσδιορίσει το «εγώ»; Μπορεί ν’ απαλείψει από το λεξιλόγιό του τα ονόματα Μητσοτάκης και Τσίπρας; Όταν τους ονοματίζεις, τους διαφημίζεις. Ένας Αμερικανός δημοσιολόγος πολύ παλιά -που δεν τον θυμάμαι τώρα- είπε κάποτε. «Πες ό,τι θες για μένα. Βρίσε με όσο θες. Αρκεί να λες τ’ όνομά μου». Έχει αξία να τονίσω εδώ, πως οι λαοί έχουν θαυμάσει και περίπου αγιοποιήσει κατά καιρούς έναν Χίτλερ, έναν Στάλιν, έναν Μάο, που υπήρξαν οι μεγάλοι σφαγείς του 20ού αιώνα. Αυτό που αποκαλούμε μεγάλο ηγέτη, δεν είναι συνήθως κάτι άλλο από τη συγκυριακή λαϊκή αποδοχή μύθων, μισών αληθειών ή ολόκληρων ψεμάτων, που τον περιβάλλουν. Η ιστορία με τους αστερίσκους της θα κάνει την τελική αποτίμηση. Θεωρώ «άχαστο» προϊόν συγκυριών και της αλλόκοτης ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ του 2009 που ακύρωσε τα θετικά του βήματα.
Στην τωρινή συγκυρία ένα μικρό -αλλά κραταιό στο παρελθόν και εξουσιαστικό- κόμμα οφείλει να μην κάνει ηγετικά λάθη. Το αρχηγικό περιβάλλον επ’ ουδενί να διανοηθεί να υπονομεύσει τον αιρετό αρχηγό του (παρεμπιπτόντως δεν θά ‘θελα να είμαι ψύλλος στον κόρφο του). Άλλωστε «αρχή άνδρα δείκνυσι». Ο Ν. Ανδρουλάκης έχει πάντως ανάγκη... ευχελαίου, επειδή το κόμμα του συρρικνώνεται και θυμίζει περίοδο επιπτώσεων σειράς λαθών της αμέσως προηγούμενης ηγεσίας, όπως την είσοδο (άνευ όρων;) του διαλυτικού ΓΑΠ, την έξοδο Βενιζέλου, την προβολή του άνευρου Καμίνη, τον παραγκωνισμό Λοβέρδου. Επ’ αυτών ποια είναι η θέση Ανδρουλάκη. Θα έχει κατανοήσει προφανώς ότι ο κατά βάση ανταγωνιστής του κ. Τσίπρας -καλώς ή όχι- έχει συσπειρωτική ικανότητα, που την ενίσχυσε η εξοσιολαγνεία πλήθους ΠΑΣΟΚων ωφελιμιστών, που είχαν πρότυπο τον Αντρέα. Σήμερα οραματίζονται τον θαυμαστή του Στάλιν και του Μάο ως ολόγραμμα του Παπανδρέου. Πώς αντιμετωπίζονται, όμως, οι εικονολάτρεις των ψευδαισθήσεων, που βίωσαν ως επιτυχία την τραγωδία του ‘15-19. Ιδού η απορία.