Λειτουργούσε τότε στη Λάρισα η Υπηρεσία Δασοτεχνικών Έργων Θεσσαλίας, με Δασικές Εποπτείες στους τέσσερις Νομούς της Θεσσαλίας. Η υπηρεσία αυτή, ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση των δασοτεχνικών έργων. Εκτελούνταν τότε πάρα πολλά δασοτεχνικά έργα, σε όλους τους Νομούς της Θεσσαλίας, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Αναδασώσεις, δασικοί δρόμοι, δασικά φυτώρια για την παραγωγή των δενδρυλλίων, ορεινά υδρονομικά έργα μέσα στα ορεινά ρεύματα και τους χειμάρρους, υδατοδεξαμενές, ποτίστρες κ.λπ..
Τότε, τα ορεινά χωριά έσφυζαν από ζωή, πριν αρχίσει η μεγάλη μετανάστευση, προς το εσωτερικό και το εξωτερικό. Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας την εποχή εκείνη, ήταν καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση των ορεινών χωριών. Τα έργα που εκτελούνταν από την προαναφερόμενη Υπηρεσία και οι υλοτομίες από τα Δασαρχεία μέσω των Δασικών Συνεταιρισμών που υπήρχαν σε κάθε χωριό, ήταν το ζωογόνο οξυγόνο για την επιβίωση των κατοίκων των ορεινών χωριών.
Όλες οι δασικές εργασίες, διακόπτονταν λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, προκειμένου να ξαναρχίσουν αργότερα, όταν θα βελτιώνονταν ο καιρός. Επί πλέον, με τη λήξη του έτους, έπρεπε να συγκεντρωθούν όλες οι δαπάνες, να ενταλματοποιηθούν από το λογιστήριο που λειτουργούσε στην Κεντρική Υπηρεσία στη Λάρισα και να καταβληθούν τα χρήματα στους δικαιούχους.
Υπήρχε, λοιπόν, ένας οργασμός εργασίας για να βγει εις πέρας η προσπάθεια αυτή. Σημειωτέον ότι, όλες οι γραφικές εργασίες γίνονταν στο χέρι, διότι δεν υπήρχαν ακόμα υπολογιστές για τη διευκόλυνση του έργου του λογιστηρίου.
Σε ένα ορεινό χωριό των Αγράφων, είχαν γίνει εκτεταμένες αναδασωτικές εργασίες και οι δαπάνες ανέρχονταν σε 1.100.000 δρχ, πόσο πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη. Τα χρήματα αυτά, αντιπροσώπευαν κατά 95% ημερομίσθια των κατοίκων του χωριού, που σχεδόν όλοι όσοι μπορούσαν (άνδρες – γυναίκες) είχαν εργασθεί στην αναδάσωση.
Δεν χωρούσε αναβολή. Έπρεπε κάποιοι υπάλληλοι να μεταβούν στο χωριό, για να εξοφλήσουν τα δεδουλευμένα. Δόθηκε λοιπόν εντολή σε δύο νεαρούς δασικούς υπαλλήλους, να διεκπεραιώσουν το έργο αυτό.
Τα χρήματα, τοποθετήθηκαν σε δύο δερμάτινες τσάντες και με ένα, από τα δύο τζιπ της Υπηρεσίας που υπήρχαν τότε, οι υπάλληλοι μεταφέρθηκαν στο Μουζάκι. Το τζιπ επέστρεψε αμέσως τη Λάρισα, διότι έπρεπε να εξυπηρετήσει άλλες επείγουσες ανάγκες. Από το Μουζάκι, οι δύο δασικοί υπάλληλοι, με ένα λεωφορείο αγόνων γραμμών, πήγαν στο ορεινό χωριό, που απείχε 50 χιλιόμετρα από την κωμόπολη του Μουζακίου.
Ήταν δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Όλο το χωριό, είχε ξεσηκωθεί και ήταν στο πόδι, περιμένοντας αυτά τα χρήματα, που ήταν άκρως απαραίτητα για τις ανάγκες των κατοίκων.
Συγκεντρωμένοι στο κεντρικό καφενείο, παρακλήθηκαν να προσέρχονται ένας – ένας και χωρίς οχλαγωγία για την καταβολή των χρημάτων.
Πράγματι, επικράτησε άκρα ησυχία και τάξη και ο καθένας που άκουγε το όνομά του, υπέγραφε στην κατάσταση, διαπίστωνε ιδίοις όμμασι ποιο ήταν το ποσό και έπαιρνε τα χρήματα του. Οι δικαιούχοι ήταν πάνω από 500 και η καταβολή των χρημάτων απαιτούσε πολλές ώρες. Οι υπάλληλοι, ήταν αποφασισμένοι να περαιώσουν την εργασία αυτή οπωσδήποτε και την επομένη να επιστρέψουν στο Μουζάκι και από κει στην έδρα τους για να γιορτάσουν τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων με τους δικούς τους ανθρώπους.
Η εξόφληση όλων των δικαιούχων έγινε στη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Αλλά, από τις 10 πριν από τα μεσάνυχτα, άρχισε να χιονίζει πάρα πολύ. Στο χωριό, δεν υπήρχε τότε, ούτε ξενοδοχείο, ούτε ξενώνας για τη διανυκτέρευση των υπαλλήλων. Έπρεπε να φιλοξενηθούν σε κάποιο σπίτι. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα, δεδομένου ότι όλοι οι κάτοικοι προθυμοποιήθηκαν ποιος να μας πρωτοφιλοξενήσει. Διανυκτέρευσαν λοιπόν οι υπάλληλοι σε κάποιο σπίτι υπολογίζοντας να αναχωρήσουν την επομένη.
Αλλά, όπως είναι γνωστό, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει με τα σχέδιά τους. Την επομένη το πρωί, το χιόνι είχε φτάσει πάνω από ένα μέτρο. Ο δασικός δρόμος που οδηγούσε στο Μουζάκι, δεν φαινόταν καν πού βρισκόταν. Ήταν αδύνατη λοιπόν η αναχώρηση. Άλλωστε, εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό χιόνι.
Με ένα τηλέφωνο που υπήρχε στο κεντρικό καφενείο του χωριού, ειδοποιήθηκε η Υπηρεσία στη Λάρισα ότι ήταν αδύνατη αναχώρησή μας, ώστε να ενημερωθούν οι δικοί μας άνθρωποι, για να μην ανησυχούν.
Τότε, μηχανήματα εκχιονισμού δεν υπήρχαν όπως σήμερα που πελαγώνουμε με το παραμικρό πρόβλημα και γκρινιάζουμε. Ούτε ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε στο χωριό. Όλα ήταν σε αρχέγονη κατάσταση.
Αναγκαστική παραμονή λοιπόν στο χωριό, όπου και θα γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα. Από μέρους όλων των κατοίκων, υπήρξε συγκινητική προσπάθεια για τη φιλοξενία και την παρουσία μας στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τέλος πάντων, τους ευχαριστήσαμε από καρδιάς όλους και πήγαμε σε ένα σπίτι από τα θεωρούμενα ως πιο φτωχά, επίτηδες για να ικανοποιήσουμε τον οικοδεσπότη.
Το χωριό αποτελούνταν από τέσσερις συνοικισμούς, μακριά τον ένα από τον άλλο. Με το κάλεσμα της καμπάνας, τη νύχτα, όλο το χωριό, συν γυναιξί και τέκνοις, ξεκίνησε για την λειτουργία. Εκκλησίες υπήρχαν τέσσερις, αλλά ιερέας ένας και όλοι θα συγκεντρώνονταν στην εκκλησία του μεγαλύτερου Συνοικισμού. Μαζί, βέβαια κι εμείς, με την οικογένεια που μας φιλοξενούσε. Το χιόνι είχε σταματήσει, αλλά ήταν πάρα πολύ το ύψος και απάτητο. Όμως, κανένας δεν δίστασε. Έπρεπε όλοι να λειτουργηθούν, να νιώσουν τη θεία πνοή του πνεύματος των Χριστουγέννων και να ακούσουν το «επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», ώστε εξαγνισμένοι και ευχαριστημένοι να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η λειτουργία έγινε μέσα σε βαθειά κατάνυξη των αγνών αυτών ανθρώπων του βουνού.
Η επιστροφή ήταν πολύβουη και χαρούμενη, που πήγαζε από την ευχαρίστηση της θείας λειτουργίας. Οι άνθρωποι μέσα στο χιόνι με φαναράκια ή δαδιά στα χέρια, έμοιαζαν με απόκοσμα όντα ή αγγέλους, που κατέβηκαν στη γη για να μεταλαμπαδεύσουν στους ανθρώπους και σε όλη τη γη τη θεία χάρη του Χριστού από τα ουράνια. Τότε υπήρχε πίστη στους ανθρώπους, και οι γιορτές δεν ήταν καταναλωτικές όπως τώρα. Η αγάπη και η φροντίδα των φτωχών ανθρώπων στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν απερίγραπτη και θα την θυμόμαστε με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Από το μεσημέρι και μέχρι το βράδυ, όλο το χωριό πέρασε από το σπίτι που φιλοξενούμασταν, για να μας ευχηθεί τα χρόνια πολλά.
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, αναχώρηση το πρωί πεζή και σιγοπατώντας για να είμαστε σίγουροι ότι βρισκόμαστε στο δρόμο, φτάσαμε στο επόμενο χωριό στις 10 το βράδυ, όπου φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι ενός συναδέλφου. Την τρίτη μέρα στο Μουζάκι και επιστροφή στη Λάρισα.
Μετά από τόσα χρόνια, τα Χριστούγεννα αυτά μας έμειναν αξέχαστα, όπως και η αγνότητα και ανυπόκριτη αγάπη των κατοίκων του ορεινού χωριού. Σήμερα, τα χωριά αυτά έχουν ερημώσει και ελάχιστοι γέροι άνθρωποι παραμένουν ακόμα εκεί.
Από τον Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου
συνταξιούχο δασοπόνο