Από τον Θρασύβουλο Καβασίδη
Αρχές του έτους 52 μ.Χ. ο Παύλος, μετά τις «περιπέτειες» (καταδιώξεις) που είχε υποστεί σε Θεσσαλονίκη και Βέροια, από τους ομόφυλούς του Εβραίους, βρίσκεται εκτάκτως μόνος στην Αθήνα, όπου τον μετέφεραν οι φίλοι του και περιμένει το Σίλα και τον Τιμόθεο, προκειμένου να μεταβούν μαζί στον αρχικό τους προορισμό, την Κόρινθο. Περιδιαβαίνοντας την πόλη και βλέποντας την γεμάτη αγάλματα πόλη της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας, «παρωξύνετο το πνεύμα αυτού», γιατί τα θεωρούσε είδωλα (Πράξ. ΙΖ΄ 16).
Οι προλήψεις του εικονοκλάστη Ιουδαίου – Παύλου, τον αποτύφλωσαν ολότελα. Αυτός είδε τις ασύγκριτες εικόνες σαν είδωλα. Καμιά συγκίνηση απέναντι στο κάλλος. Μονάχα κατήφεια, και οργή.
Πολλά πράγματα δεν τα κατάλαβε, δύο όμως παραξένεψαν πολύ τον Παύλο: πρώτα ο θρησκευτικός χαρακτήρας των Αθηναίων, που φανερώνονταν μ’ ένα πλήθος από βωμούς, Ναούς, με κάθε είδους ιερά, σημεία της ανεκτικότητας, που διέκρινε τους Αθηναίους, στα ζητήματα της θρησκείας. Κι έπειτα, μερικοί ανώνυμοι βωμοί, που ήταν αφιερωμένοι σε «αγνώστους θεούς» (Πράξ. ΙΖ΄, 23). Τέτοιοι βωμοί ήταν πάμπολλοι, στην Αθήνα, στα περίχωρα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Οι βωμοί είχαν την επιγραφή «ΑΓΝΩΣΤΟΙΣ ΘΕΟΙΣ» ή «ΤΟΙΣ ΘΕΟΙΣ ΑΣΙΑΣ, ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗΣ, ΘΕΟΙΣ ΑΓΝΩΣΤΟΙΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΣ». (Παυσανίας, «Αττικά Α΄, 1,4). Την ίδια επιγραφή επικαλείται και ο Ιερώνυμος (InTit.I, 12): «Diis Asiae et Europae et Africae, diis ignotis et peregrinis» (Holzner, σελ. 207). Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, σέβονταν και τιμούσαν τόσο τους δικούς τους θεούς, όσο και τους θεούς των ξένων, τους οποίους αυτοί δεν γνώριζαν. Ήταν, με λίγα λόγια, υπέρμαχοι της ανεξιθρησκείας.
Ο Παύλος νόμισε, λοιπόν, ότι επρόκειτο για κάποιο θεό, που τον ονόμαζαν: «Ο Άγνωστος Θεός». Αν ήταν αυτή η έννοια, τότε η επιγραφή θα έγραφε: «Θεώ Αγνώστω», και όχι «Αγνώστω Θεώ». Είδε σ’ αυτόν, τον άγνωστο Θεό τον μοναδικό Θεό των Ιουδαίων. Όμως, κατά τον Holzner (σελ. 493), «επιγραφή με τον ενικό «Αγνώστω Θεώ», όπως το αναφέρει ο Παύλος, δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα»!. Τα ίδια γράφει και ο Renan ( «1», σελ. 205). «Ποτέ δεν βρέθηκε επιγραφή έτσι γραμμένη. Η επιγραφή προς τον «Άγνωστον Θεόν», που ισχυρίζονται οι Καπουτσίνοι (Λατίνοι Μοναχοί) ότι είδανε στον Παρθενώνα το έτος 1670, είναι ψέμα. Ο Spon μάταια την αναζήτησε το έτος 1676». Και συνεχίζει: «Η πόλη του Μιλτιάδη και του Περικλή είχε μεταμορφωθεί σε μια πόλη πανεπιστημιακή, σ’ ένα είδος Οξφόρδης, σε τόπο συνάντησης όλης της αριστοκρατικής νεολαίας, που σκόρπιζε εκεί το χρυσάφι με τη χούφτα («1», σελ. 213).
Ο Παύλος στην Αθήνα ήταν σίγουρος πως θα ξάφνιαζε την ελληνική σοφία, αναγγέλοντάς της την ανάσταση των νεκρών. Με επιείκεια, ίσως και συμπάθεια τον αντιμετώπισε η διανόηση της εποχής που μαζεύτηκε να τον ακούσει. Κι αρκέστηκε να γελάσει όταν της σέρβιρε το πιάτο της σωτηρίας της (Ζωγράφου, σελ. 225). Γράφει ο βιογράφος του: «Στην αγορά μερικοί από τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους ήλθαν σ’ επαφή μαζί του και μερικοί έλεγαν: «Τι άραγε θέλει να πει αυτός ο φλύαρος (σπερμολόγος)»; Άλλοι έλεγαν: «Φαίνεται να είναι κήρυκας ξένων θεών». Έτσι, αφού τον διέκοψαν και, κατά τη διήγηση των Πράξεων, τον οδήγησαν στον Άρειο Πάγο (;) του ζήτησαν να μάθουν (λόγω της χαρακτηριστικής τους φιλομάθειας), ποιό είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Όταν άκουσαν ανάσταση νεκρών μερικοί τον ειρωνεύθηκαν, και άλλοι τον διέκοψαν και του είπαν «Θα σε ακούσουμε άλλη φορά για το ζήτημα αυτό. Και έτσι ο Παύλος έφυγε από ανάμεσά τους. Κάποιοι δε άνδρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ τους ήταν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης…» (Πρ. 17, 18 επ, 32-34).
Απογοητευμένος και ταπεινωμένος λοιπόν, ο Παύλος από την υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Αθηναίοι, αναχώρησε με το Σίλα για την Κόρινθο.
Για την, εκτός προγράμματος, επίσκεψη του Παύλου στην Αθήνα, οφείλουμε να κάνουμε τα εξής σχόλια:
1. Στα πλαίσια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο Άρειος Πάγος συνερχόταν σπάνια και, κατά κανόνα, εκδίκαζε μόνον ειδεχθή εγκλήματα (φόνους – μητροκτονίες, πατροκτονίες, παιδοκτονίες κλπ) και τούτο γιατί οι υποθέσεις αυτές άπτονταν και θρησκευτικών ζητημάτων. Οι συνεδριάσεις διεξάγονταν πάντοτε νύχτα και μάλιστα μόνο κατά τις τρεις ασέληνες νύχτες του μήνα, γιατί η όψη του δολοφόνου δεν έπρεπε να μολύνει τους δικαστές και το ακροατήριο. Η δίκη γινόταν στην ύπαιθρο ώστε να μη βρεθεί ο ακάθαρτος δολοφόνος κάτω από την ίδια στέγη με τους καθαρούς πολίτες, οι δε δικαστές και το ακροατήριο κάθονταν πάνω στα βράχια (Σακελλαρίου Μ.). Επομένως ο Παύλος κάπου αλλού θα μίλησε ( μάλλον στην αγορά ή στην Πνύκα), όχι στον Άρειο Πάγο και τούτο γιατί εκεί δεν πραγματοποιούνταν διαλέξεις.
2. Ο Παύλος δεν ίδρυσε στην Αθήνα Εκκλησία, γιατί «δεν γίνεται καθόλου λόγος για την ίδρυση εκκλησίας», όσον αφορά δε το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι ένα πρόσωπο με τέτοια περιωπή προσχώρησε στην καινούργια θρησκεία». (Trocme, σελ. 59). Εξάλλου είναι διαπιστωμένο ότι οι αληθινές Ελληνικές Χώρες πολύ λίγο αποδέχονταν τις διδασκαλίες του Ιησού. Ο Πλούταρχος, που ζούσε σε μιάν ατμόσφαιρα καθαρά ελληνική, ούτε καν αντιλαμβάνεται αυτή τη διδασκαλία, στο πρώτο ήμισυ του Β΄ αιώνα μ.Χ.». (Renan «1», σελ. 204). Τώρα, το πώς ο Παύλος έχρισε το Διονύσιο Επίσκοπο Αθηνών, χωρίς να υπάρχει Εκκλησία, είναι ένα ερώτημα.
3. Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει επιστολή του Παύλου «προς Αθηναίους», ούτε μνημονεύεται στις επιστολές του, ιδιαίτερα προς Κορινθίους, Εκκλησία των Αθηνών. Στο τρίτο του ταξίδι ο Παύλος δεν προσεγγίζει στην Αθήνα. Αντίθετα τις λέξεις «Αθήνα» και «Αθηναίοι» τις συναντάμε πέντε φορές στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΖ΄, 15, 16, 21, 22 και ΙΗ΄ 1, όπου οι τρεις πρώτες τέσσερις αναφέρονται στη διέλευση του Παύλου από την Αθήνα, η πέμπτη στην αναχώρησή του από Αθήνα προς Κόρινθο) και μια στην Α΄ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή (Γ΄, 1), όπου γράφει: «Διό μηκέτι στέγοντες ευδοκήσαμεν καταλειφθήναι εν Αθήναις, μόνοι…», δηλαδή «Γι’ αυτό όταν δεν μπορέσαμε να αντέξουμε πια αποφασίσαμε να απομείνουμε μόνοι στην Αθήνα…». Τίποτε άλλο.
5. Ο Παύλος, δε μίλησε στον Άρειο Πάγο και για έναν ακόμη λόγο. Ο Άρειος Πάγος είναι ένα βραχώδες και απόκρημνο αλλά σχετικά χαμηλό ύψωμα στα ΒΔ της Ακρόπολης. Ο συντάκτης των Πράξεων αγνοεί την απλή αυτή γεωγραφική αλήθεια (αφού δεν ήταν καν παρών στην ομιλία) και λέει: «Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου έφη…». ως να ήταν ο Άρειος Πάγος ορχήστρα θεάτρου! Αλλά ο Άρειος Πάγος δεν είναι θέατρο. Είναι ένας βράχος χαμηλός, αλλά απότομος και απόκρημνος, έως επικίνδυνος. Δεν μπορεί κανείς να σταθεί «εν μέσω του Αρείου Πάγου» (Βερέττας, σελ. 15).
Η μνήμη του Διονυσίου τιμάται, από την Εκκλησία και το νομικό κόσμο, στις 3 Οκτωβρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βερέττας Μάριος «Η ύποπτη επίσκεψη του Παύλου στην Αθήνα», Αθήνα 2001.
2. Ζωγράφου Λιλή, «Αντιγνώση – Τα δεκανίκια του Καπιταλισμού», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 1983.
3. Holzner Joseph, «Παύλος», εκδόσεις «Δαμασκός», μετ. Ιερώνυμος Κοτσώνης, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Αθήνα 1973.
4. Renan Ernest, «1», «Παύλος», εκδόσεις Αναγνωστίδη, μετ. Π. Στεφάνου και «2», «Οι Απόστολοι»,
5. Σακελλαρίου Β.Μ. «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία», Παν/κές εκδόσεις Κρήτης.
6. Trocme Etienne, «Απόστολος Παύλος», εκδόσεις «ΒΗΜΑ – Γνώση», της σειράς «Que sais – Je? («Τι γνωρίζω;), Αθήνα 2006.