Και είναι εύλογη η απορία όλων, αφού τόσο όμορφα μας περιγράφουν τα προσφερόμενα «χρηματοδοτικά εργαλεία», γιατί δεν δεσμεύονται να τα χρησιμοποιήσουν στα αναγκαία έργα εξοικονόμησης νερού (σύγχρονα έργα μεταφοράς και διανομής αρδευτικού νερού), στην ΑΜΕΣΗ δημιουργία των ταμιευτήρων που οι ίδιοι έχουν προτείνει στα διάφορα «σχέδια», στην άμεση υποκατάσταση από επιφανειακά νερά των κοστοβόρων και καταστροφικών για τα υπόγεια υδάτινα οικοσυστήματα χιλιάδων γεωτρήσεων, στη δημιουργία σοβαρής, κατάλληλα στελεχωμένης και εξοπλισμένης, διοίκησης (φορέας διαχείρισης) για την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής διαχείρισης των υδάτων και γενικά όλα όσα επί πολλά χρόνια φορείς, οργανώσεις και επιστήμονες προτείνουν για τη Θεσσαλία και που, μαθηματικά αποδεδειγμένα, θα επιφέρουν ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΟΥ Π.Τ. και παράλληλα, σε συνδυασμό με τις άλλες ενισχύσεις που προτείνονται, θα οδηγήσουν σε ασφαλή ΜΕΙΩΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ και στην ουσιαστική στήριξη της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων.
Και εάν αυτά επιτευχθούν, θα «απελευθερωθούν» και οι αγρότες από την ανάγκη να επαιτούν για μικροεπιδόματα και ενισχύσεις και να αποτελούν διαχρονικά το εύκολο θύμα στις ψηφοθηρικές επιδιώξεις των κάθε είδους επιτήδειων». Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., σχολιάζοντας τις θέσεις Κυβέρνηση ς και αξιωματικής αντιπολίτευσης για το μεγάλο θέμα της αύξησης του ενεργειακού κόστος στον πρωτογενή τομέα. Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Ποιο είναι το σχόλιό σας όσον αφορά τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει (AGROTICA, κινητοποιήσεις αγροτών κ.λπ.) για το ενεργειακό κόστος στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ «Ε.Δ.Υ.ΘΕ.»:
Τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε εξέλιξη διαφόρων ειδών παράλληλες κρίσεις (κλιματική, πανδημία, επισιτιστική, ενεργειακή, πληθωρισμός - ακρίβεια, έντονη γεωπολιτική αστάθεια - πόλεμος), που η καθεμιά από μόνη της, κυρίως όμως αθροιστικά, επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα στον Πρωτογενή Τομέα (Π.Τ.).
Πολλοί αναλυτές, επιστήμονες και ασχολούμενοι με τον Π.Τ. στη χώρα μας αναγνωρίζουν πως τα παραπάνω «απειλούν τη βιωσιμότητα της γεωργίας -κτηνοτροφίας και οδηγούν στην έξοδο και στη φτωχοποίηση σημαντικά στρώματα του παραγωγικού κόσμου» (βλ. Χαρ. Κασίμης, καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστήμιου, πρ. γεν. γραμματέας Αγροτικής Πολιτικής, Εφ-Συν 1-2/10/22).
Ένα βασικό (ίσως το κρισιμότερο) αποτέλεσμα της κατάστασης που διαμορφώνεται στη Γεωργία είναι το Κόστος Παραγωγής (Κ.Π.).
Αυτό το ζήτημα θέτουν πρώτα από όλα οι εκπρόσωποι των αγροτών στα αιτήματά τους, το ίδιο επισημαίνουν και οι αναλυτές - επιστήμονες.
«Τόσο στην ενέργεια όσο και στα λιπάσματα. ...όλες αυτές οι αυξήσεις καθιστούν αδύνατη τη βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οδηγούν σε μείωση της χρήσης αυτών των εισροών, με αποτελέσματα τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ποιότητα των προϊόντων» (βλ. Χ. Κασίμης, ο.π.).
Ως γνωστόν, το Ενεργειακό Κόστος του Π.Τ., ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, συνδέεται σε μεγάλο ποσοστό με το νερό και τις αρδεύσεις, ανέρχεται σε αρκετές δεκάδες ευρώ ανά στρέμμα (ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας) και πολύ συχνά, ιδιαίτερα στα ατομικά συστήματα άρδευσης, υπερβαίνει κατά πολύ και τα 100 ευρώ ανά στρέμμα.
Και ενώ την άμεση εξάρτηση του Π.Τ. με το υδατικό πρόβλημα, τουλάχιστον στις γενικές συζητήσεις, στις ομιλίες τους και στις συναντήσεις με παραγωγικούς φορείς, την αναγνωρίζουν οι πάντες, φαίνεται ότι στην πρακτική εφαρμογή (στο «διά ταύτα») τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις για αντιμετώπιση του προβλήματος είτε (συνειδητά) απουσιάζουν πλήρως, είτε «χάνονται» ανάμεσα στις μεγαλοστομίες και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Πριν λίγες ημέρες ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης (ΑΑ) κ. Γ. Στύλιος, μιλώντας σε νέους αγρότες στην 29η AGROTICA, υποσχέθηκε αόριστα ότι «θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε δυναμικά τον αγροτικό τομέα», χωρίς ειδική αναφορά στο μείζον θέμα του ενεργειακού κόστους.
Πριν λίγους μήνες επίσης, ο υπουργός ΑΑ κ. Γεωργαντάς σε επίσκεψή του στην περιοχή Καρδίτσας (όπου εξήγγειλε, όπως ο ίδιος θεωρεί, «το μεγαλύτερο πρόγραμμα αρδευτικών έργων» που θα «αλλάξουν τον χάρτη στον πρωτογενή τομέα»), ρωτήθηκε ειδικά για το ενεργειακό κόστος στον Π.Τ. και η απάντηση του ήταν πως «η Κυβέρνηση διέθεσε 220 εκατ. ευρώ για τη στήριξη των αγροτών».
Στην πράξη παρατηρούμε πως η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα με το γνωστό πλέον σύστημα των επιδοτήσεων και των (εκ των υστέρων) «βοηθημάτων», που εκτός του ότι είναι αδύνατο να καλύψουν τις μεγάλες απώλειες, υπονομεύουν ευθέως την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και τις προοπτικές του Π.Τ.
Και παρότι επιβάλλεται χωρίς χρονοτριβή, είτε για οικολογικούς λόγους, είτε για μείωση του κόστους και ουσιαστική στήριξη των αγροτών, η υποκατάσταση των χιλιάδων γεωτρήσεων από επιφανειακά νερά μέσω κατασκευής ταμιευτήρων και παράλληλα συγχρόνων αρδευτικών δικτύων, η Κυβέρνηση καθόλη την τρέχουσα τετραετία δεν υλοποίησε κάποιο έργο σαν αυτά, απλά δρομολόγησε πρόσφατα μόνο τον ταμιευτήρα Σκοπιάς Φαρσάλων και τα αρδευτικά σε ΤΟΕΒ Ταυρωπού και Ορφανά, που όμως θα είναι διαθέσιμα μετά από αρκετά χρόνια.
Είναι προφανές πως με τέτοιους ρυθμούς και τόσο δειλά βήματα η ανεξέλεγκτη παράμετρος του ενεργειακού κόστους, που κάθε άλλο παρά περιστασιακή προβλέπεται, θα καθορίσει την πορεία της γεωργίας -κτηνοτροφίας, επιβεβαιώνοντας πλήρως τις δυσοίωνες προβλέψεις στον τομέα αυτόν για τη χώρα μας.
Συνοπτικά, όποιος στη συζήτηση για το ενεργειακό κόστος στον Π.Τ. «παραλείπει» την παράμετρο των υδάτων και τις αρδεύσεις, πρακτικά δεν προσφέρει προοπτική στους αγρότες και συνολικά στον Π.Τ. στην Ελλάδα.
Όμως την υπόθεση των υδάτων δεν την «ξεχνάει» μόνο η κυβερνητική πλευρά αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση, παρόλο που στην παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αόριστη και μη δεσμευτική στάση της Κυβέρνησης στο ενεργειακό κόστος του ΠΤ.
Σε άρθρο του στην Εφ - Συν (22-23/10/22) ο αρμόδιος τομεάρχης και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κ. Στ. Αραχωβίτης θεωρεί ότι «η πρωτογενής παραγωγή, αγροτική, κτηνοτροφική και αλιεία, μαζί με την μεταποίηση τροφίμων, διέρχονται την κρισιμότερη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας μας. Η εκτόξευση του κόστους παραγωγής στην ενέργεια και τα αγροεφόδια, η έλλειψη εργατών γης και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών δημιουργούν ιδανικές συνθήκες εκδήλωσης μιας επισιτιστικής κρίσης».
Προσθέτει επίσης πως «η σημερινή αντιλαϊκή Κυβέρνηση ...δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της αύξησης του κόστους παραγωγής, καθώς δεν θέλει να συγκρουστεί με τα συμφέροντα των εταιρειών ενέργειας που τη στηρίζουν».
Και ενώ θα περιμέναμε κάποια ουσιαστική αναφορά σε αυτές τις «γενεσιουργίες αιτίες» και κάποιες ρεαλιστικές προτάσεις για «να αντιμετωπιστεί η εκτίναξη του κόστους ενέργειας», ο κ. Αραχωβίτης προτείνει ως «Πρώτο μέτρο (την) επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, που κάτω από τον δημόσιο έλεγχο θα αποτελεί ρυθμιστή της τιμολογιακής πολιτικής».
Και ως επόμενο βήμα θεωρεί τον προσδιορισμό της τιμής της κιλοβατώρας «με βάση το πραγματικό κόστος παραγωγής», ενώ παράλληλα προσδοκά πως «οι ενέργειες αυτές θα έχουν ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ (η επισήμανση δική μας) και θα δώσουν ανακούφιση και στους παραγωγικούς αγρότες και στους συλλογικούς τους φορείς (ΤΟΕΒ, συνεταιρισμούς κ.λπ.)».
Και στη συνέχεια, ο τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., αφού διανθίσει τις προτάσεις του με τη «μείωση του ΕΦΚ», την «κάλυψη μέρους του επιπλέον κόστους σε ζωοτροφές και λιπάσματα», την «αντικατάσταση του πτωχευτικού κώδικα» επειδή «τα χρέη είναι η μεγάλη θηλιά στον λαιμό των αγροτών και των κτηνοτρόφων», καταλήγει στην αξιοποίηση διαφόρων «χρηματοδοτικών εργαλείων» με στόχο (μεταξύ άλλων) «τη μείωση του κόστους παραγωγής μέσω δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση του εισοδήματος» σε αγρότες - κτηνοτρόφους.
Να λοιπόν που για τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η λυδία λίθος στην επίλυση του ενεργειακού κόστους είναι η κρατικοποίηση της ΔΕΗ!
Άραγε, παρότι ακούγεται ως θετική και «προοδευτική» πρόταση, πώς θα μπορούσε να επιφέρει γρήγορα και ουσιαστικά αποτελέσματα στο μεγάλο θέμα που εξετάζουμε;
Πριν οτιδήποτε άλλο μια διευκρίνιση. Σε ό,τι αφορά εμάς που υπογράφουμε το σημερινό σχόλιο, θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα είχαμε αντίρρηση να επανέλθει η ΔΕΗ σε δημόσιο έλεγχο.
Εξάλλου, όταν κάποιοι, επί είκοσι και πλέον χρόνια, από κοινού με οργανώσεις αντιεξουσιαστών, αναρχικών, «οικολόγων» ακτιβιστών και μιας μαχητικής ομάδας τοπικών παραγόντων έδιναν τη μάχη για την κατεδάφιση του Υ/Η έργου της ΔΕΗ στη Μεσοχώρα, εμείς, σε έναν συλλογικό αγώνα, σταθήκαμε αντικειμενικά στο πλευρό της ΔΕΗ που απεγνωσμένα επεδίωκε να αδειοδοτηθεί το έργο αυτό (αξίας 600 εκατ. ευρώ) και να υπερκεραστούν τα εμπόδια που έθεταν οι διάφοροι εμμονικοί του αντίπαλοι με την άτυπη και ανομολόγητη σύμπραξη κάποιων ανεύθυνων λειτουργών της δικαιοσύνης.
Αποκορύφωμα όλων αυτών των εμμονών και των ιδεοληψιών τους αποτέλεσε η στάση των «αντιπάλων» της Μεσοχώρας το 2015 στο Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας, όπου μόνη η παράταξή τους απέναντι στου υπόλοιπους συμβούλους, απαιτούσε και πάλι την κατεδάφιση της ολοκληρωμένου από το 2001 έργου, υπονομεύοντας ευθέως την τότε οριακή οικονομική ευστάθεια της Δημόσιας Επιχείρησης.
Τελικά σύσσωμοι οι Θεσσαλοί (και μέσα σε αυτούς και εμείς) αγωνίστηκαν και επέβαλαν (2017) την αδειοδότηση του πολύπαθου αυτού έργου, που η επί 20 και πάνω χρόνια ομηρία του έχει συγκεκριμένο πολιτικό ονοματεπώνυμο.
Αυτά τα λίγα για την αξιοπιστία και την ειλικρίνεια των προθέσεων ορισμένων σχετικά με τον κοινωνικό χαρακτήρα της ΔΕΗ.
Τώρα, όσον αφορά την ουσία της άποψης πως η επαναφορά της ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο θα δώσει άμεσα λύση στο οξυμένο ενεργειακό κόστος γεωργίας - κτηνοτροφίας, αυτή καταδεικνύει απόλυτη έλλειψη ρεαλισμού που αγγίζει τα όρια της κοροϊδίας.
Και δυστυχώς οι τοπικοί εκπρόσωποι της Γραμματείας Αγροτικού Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., που γνωρίζουν καλύτερα από τον κ. Αραχωβίτη τη δραματική κατάσταση στο υδατικό και ενεργειακό πρόβλημα του τόπου μας, και αυτοί, σε πρόσφατη ανακοίνωσή τους, επαναλαμβάνουν κατά λέξη την πρόταση του τομεάρχη του κόμματός τους, παραγνωρίζοντας τι πραγματικά πιστεύουν οι αγρότες για αυτά τα προβλήματα.
Από την πλευρά μας είμαστε βέβαιοι πως η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών στη Θεσσαλία, τέτοιες γενικόλογες και «μακράς απόδοσης» προτάσεις σαν αυτή, τις υποδέχεται μόνο με πικρά χαμόγελα και απογοήτευση.
Και αυτό γιατί παρατηρούν πως, με την ευκαιρία της συζήτησης για την αναγκαία ουσιαστική και μόνιμη μείωση του ενεργειακού κόστους στη γεωργία - κτηνοτροφία, που εν πολλοίς οφείλεται στις υπερκαταναλώσεις ενέργειας στις οποίες υποχρεώνονται οι καλλιεργητές λόγω των συστημάτων άρδευσης και της προέλευσης του αρδευτικού νερού (σημ.: κατά 70% από υπόγειους υδροφορείς), ούτε η Κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση, επικεντρώνεται στο μέγιστο πρόβλημα του Π.Τ. στη Θεσσαλία που είναι η ΑΜΕΣΗ επίλυση του υδατικού προβλήματος.
Και είναι εύλογη η απορία όλων, αφού τόσο όμορφα μας περιγράφουν τα προσφερόμενα «χρηματοδοτικά εργαλεία», γιατί δεν δεσμεύονται να τα χρησιμοποιήσουν στα αναγκαία έργα εξοικονόμησης νερού (σύγχρονα έργα μεταφοράς και διανομής αρδευτικού νερού), στην ΑΜΕΣΗ δημιουργία των ταμιευτήρων που οι ίδιοι έχουν προτείνει στα διάφορα «σχέδια» (τα οποία όμως ούτε σέβονται ούτε εφαρμόζουν), στην άμεση υποκατάσταση από επιφανειακά νερά των κοστοβόρων και καταστροφικών για τα υπόγεια υδάτινα οικοσυστήματα χιλιάδων γεωτρήσεων, στη δημιουργία σοβαρής, κατάλληλα στελεχωμένης και εξοπλισμένης, διοίκησης (φορέας διαχείρισης) για την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής διαχείρισης των υδάτων και γενικά όλα όσα επί πολλά χρόνια φορείς, οργανώσεις και επιστήμονες προτείνουν για τη Θεσσαλία και που, μαθηματικά αποδεδειγμένα (προτάσεις Συνέδριων κ.λπ.), θα επιφέρουν ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΟΥ Π.Τ. και παράλληλα, σε συνδυασμό με τις άλλες ενισχύσεις που προτείνονται (όπως και αυτές του Σ-ΠΣ που προαναφέραμε), θα οδηγήσουν σε ασφαλή ΜΕΙΩΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ και στην ουσιαστική στήριξη της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων.
Και εάν αυτά επιτευχθούν, θα «απελευθερωθούν» και οι αγρότες από την ανάγκη να επαιτούν για μικροεπιδόματα και ενισχύσεις και να αποτελούν διαχρονικά το εύκολο θύμα στις ψηφοθηρικές επιδιώξεις των κάθε είδους επιτήδειων.
Τελικά φαίνεται πως το «ΝΕΡΟ» αποτελεί, μεταξύ άλλων, και έναν δείκτη αξιοπιστίας των προτάσεων της κάθε πολιτικής παράταξης στον τομέα της Γεωργίας και Κτηνοτροφίας.
* Για την Ε.Δ.Υ.ΘΕ.: Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.