Η μυρωδιά βρεγμένου χώματος και ρετσινιού ορεινών δέντρων που αναδύονταν στην ατμόσφαιρα γέμιζε τις αισθήσεις και προκαλούσε ευχάριστα συναισθήματα καθαριότητας και φρεσκάδας του δάσους.
Ήταν ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου. Η σχολική γιορτή και η παρέλαση για την Εθνική επέτειο είχαν πάρει τέλος. Με βιαστικό βηματισμό επιστρέφαμε στο σπίτι μας. Το κρύο «περόνιαζε» τα κόκκαλα. Η ημέρα ήταν μουντή, καταχνιασμένη, γεμάτη υγρασία. Μια υγρασία πυκνή, βαριά που μπορούσε κανείς να την «κόψει με το μαχαίρι».
Ανοίγοντας την εξώπορτα και κάνοντας ζωηρούς σχολιασμούς για το «σκυθρώπιασμα» του καιρού, μια ευχάριστη ζεστασιά μας υποδέχτηκε. Μια θαλπωρή γλυκειά, απαλή, προστατευτική, σαν την αγκαλιά της μάνας μας πλημμύρισε.
Βγάζοντας τα πανωφόρια και στρέφοντας το βλέμμα, τότε είδαμε τον επισκέπτη. Ένας γηραιός κύριος καθόταν στη μοναδική πολυθρόνα της σάλας, κοντά στη σόμπα. Λεπτός, οστεώδης σχεδόν. Εντυπωσίαζαν τα γυαλιά με τον χρυσό σκελετό και το μπαστούνι με την ασημένια λαβή. Ασυνήθιστη πολυτέλεια για τα μέτρα του ταπεινού ορεινού τόπου.
Σήκωσε τα μάτια και τα βλέμματα διασταυρώθηκαν. Παρά το πολύ ώριμο της ηλικίας του, η λάμψη, η ζωντάνια, η μελαγχολική νότα που υπήρχε μέσα τους, σε καθήλωνε.
Το στερνοπαίδι της οικογένειας, ένα ροδοκόκκινο αγοράκι, κοιτάζοντάς τον κατάματα, με παιδικό αυθορμητισμό, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Θείου, η γιαγιά είπι ότι ήσαν κι συ στουν πόλιμο. Νιαι; Είχις όπλου; Πολέμ’ σις μι τ’ς Ιταλοί; Πώς ήταν;».
Ο κύριος, απλώνοντας το χέρι, χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφαλάκι και τράβηξε απαλά τον μικρούλη, κάνοντάς του νόημα να καθίσει στο γόνατό του. Τέσσερα ζευγάρια μάτια στυλώθηκαν με προσμονή επάνω του. Λαχταρούσαν ν’ ακούσουν. Καθισμένοι σε αδρές ντρίλινες μαξιλάρες ζεσταίναμε τα χέρια κοντά στη σόμπα και περιμέναμε.
Η ολιγόλεπτη σιωπή που επικρατούσε θρυμματίστηκε από τη φωνή του θείου. Φωνή βαθειά, μπάσα, υποβλητική. «Ο πόλεμος παιδί μου», μόρφασε και ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. «Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τις πρώτες μας νίκες στο Καλπάκι; Εκεί όπου η ικανότητα του στρατηγού και η λεβεντιά όλου του επιτελείου του συντέλεσαν σ’ ένα θαύμα; Εκεί όπου η μάχη των πρόχειρων χαρακωμάτων αναδείχτηκε ίσης σημασίας με τη μάχη που έγινε στο Βερντέν της Γαλλίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο; Εκεί όπου οι αλαζονικές δηλώσεις του Ντούτσε ότι το λιμάνι των Αγίων Σαράντα σύντομα θα έπαιρνε το όνομα Potro Enta προς τιμήν της κόρης του και συζύγου του υπουργού Εξωτερικών Galleano Tsiano, κόμητα του Kortellazzo; Τι να φέρει κανείς στον νου του; Τι; Σκληρές οι συνθήκες, σφοδρές κακοκαιρίες, τεράστιες κακουχίες από κρυοπαγήματα και έλλειψη επαρκούς τροφής βασάνιζαν τα στρατεύματα σ΄ όλα τα μέτωπα. Όμως παντού, από τις βουνοπλαγιές της Ηπείρου, ίσαμε τα κορφοβούνια της Πίνδου, οι Έλληνες πολέμησαν με ψυχή. Η Πίνδος! Στη συνείδησή μας φάνταζε μυθική, αιώνια και αγέρωχη.
Οι αναρίθμητες βουνοκορφές της υψώνονταν μεγαλόπρεπα και χάνονταν από τα μάτια, τρυπώντας πυκνά σύννεφα. Άγγιζαν σχεδόν τα ουρανοθέμελα. Βράχια τραχιά! Συμπλέγματα άγριων πετρωμάτων σαν πλοκάμια απλώνονταν ατελείωτα. Θωρώντας τα σε έπιανε δέος! Καταράχια γεμάτο μαύρο έλατο. Λαγκαδιές όπου το βουητό του ανέμου ακουγόταν απόκοσμο και μυστηριώδες. Φιδίσιοι νεροσυρμοί που γκρεμίζονταν σε απύθμενα φαράγγια. Και πάφλαζαν αφρίζοντας. Χωριά κουρνιασμένα στις πλαγιές της που σιωπούσαν θεόκλειστα. Προσεύχονταν, καρτερούσαν; Ποιος ξέρει; Το χιονένιο παχύ κάλυμμα της γης έκανε τα ζώα του βουνού να μην ξεμυτίζουν από τις φωλιές του. Μήτε λύκος, μήτε αρκούδα, μήτε αγριογούρουνο. Παγωνιά, κρύο, κρύο φοβερό! Σ΄ αυτόν τον άγριο τόπο καθημερινά δίνονταν οι μάχες μας. Οι αρχηγοί μας των κυρίων πολεμικών μετώπων, της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, ο Κωνσταντίνος Δαβάκης και ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος σε συνεργασία μεταξύ τους παίρνοντας τις κύριες εντολές από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με αρχιστράτηγο τον Αλέξανδρο Παπάγο, ήταν πάντα σε εγρήγορση. Κατέστρωναν πολεμικά σχέδια με τους επιτελείς τους, έπαιρναν πρωτοβουλίες όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, συμβούλευαν, ενθάρρυναν. Μέλημα όλων μας η αποφυγή διάσπασης της ραχοκοκαλιάς του ελληνικού μετώπου και η απόκρουση και εξουδετέρωση των επίλεκτων αλπινιστών της μεραρχίας «Τζούλια» του βετεράνου Ιταλού στρατηγού Βισκόντι Πράσκα.
Το σύριγμα των σφαίρων, ο κρότος των χειροβομβίδων, φωτιά, σίδερο και θάνατος, ήταν καθημερινή μας συντροφιά. Θάνατος που έβγαινε σεργιάνι κραδαίνοντας το δρεπάνι του, θερίζοντας ζωές στα καταράχια και στα διάσελα. Εκατοντάδες σώματα ανδρών πεσμένα στο χώμα έκαμαν την καρδιά μας λιώμα από την οδύνη και τον σπαραγμό. Γνωστοί, φίλοι καρδιακοί, αδέλφια σχεδόν, πέρασαν έτσι στην αθανασία. Ο νους μας σταματούσε. Η ψυχή επαναστατούσε στον παραλογισμό της ανθρώπινης πλεονεξίας. Αλλά ο αγώνας όλων συνεχιζόταν ηρωικός, αδυσώπητος. Και κατορθώθηκε το ακατόρθωτο. Η απόκρουση και υποχώρηση των Ιταλών. Στα μεγαλεπήβολα όνειρα του Benito Moussolini και του βασιλέα Βίκτορα – Εμμανουήλ, για επανίδρυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με επαρχία την Ελλάδα, μπήκε φραγμός.
Ο τορπιλισμός του καταδρομικού «Έλλη» ανήμερα της εορτής της Παναγίας, στο λιμάνι της Τήνου, με πρόκληση το θάνατο εννέα μελών του πληρώματος, συντάραξε. Και η καταστροφή δύο πολεμικών πλοίων, λίγες ημέρες πριν, δικαιολογήθηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση σαν απάντησή της στην προσφορά βοήθειας της Ελλάδας στους Άγγλους, στα λιμάνια της Κρήτης. Και έτσι αναπόφευκτα προέκυψε η κατάργηση της ουδετερότητας της χώρας μας στις διαμάχες. Γεγονός όμως που το ελληνικό επιτελείο επίσημα αρνήθηκε. Οι ιταλικές βλέψεις για κατάληψη εδαφών της Αβησσυνίας, της αφρικανικής χώρας του αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ και κυρίως της πρωτεύουσας του Αντίς-Αμπέμπα (νέο λουλούδι) οδηγούσαν σε ανάλογες προφάσεις και προπαγάνδες. Βαθμιαία, σύννεφα βαριά, σύννεφα πολέμου, άρχιζαν να σκοτεινιάζουν τον ευρωπαϊκό ουρανό.
Η συμφωνία Ιταλίας-Γερμανίας-Ιαπωνίας και η δημιουργία του «άξονά» τους προμήνυε δεινά. Οι διπλωματικές υπηρεσίες των χωρών το γνώριζαν. Οι Πρεσβείες των κρατών ετοιμάζονταν. Οι πολεμικές ασκήσεις και οι στρατιωτικές επιτάξεις πλήθαιναν. Ο χαλασμός πολέμου υπέβοσκε. Και ξέσπασε με καταστροφές, δάκρυα, αλλά και υπέρτατες θυσίες και ηρωισμούς.
Τα εγκωμιαστικά σχόλια πολλών χωρών μιλούσαν για την αδάμαστη ελληνική ψυχή. «Η μάχη στο Καλπάκι της Ηπείρου ισάξια της μάχης του Βερντέν».
«Ο Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ».
«Οι ήρωες πολεμάνε σαν τους Έλληνες».
Τι τα θέλετε όμως; Η ανακούφιση δυστυχώς κράτησε για λίγο. Οι χιτλερικές στρατιωτικές δυνάμεις, πανίσχυρες, άρτιες σε εναέριο και χερσαίο εξοπλισμό, εξαπολύθηκαν εναντίον της χώρας μας. Ήθελαν τα εδάφη μας για τα δικά τους συμφέροντα. Πώς να αναμετρηθεί αυτή μαζί τους, χωρίς επαρκή πολεμοφόδια, με πενιχρές οικονομικές δυνάμεις και αποδεκατισμένο πληθυσμό; Ο Δαυίδ, χωρίς σφεντόνα και πέτρα ήταν αδύνατον να νικήσει δύο Γολιάθ ταυτόχρονα, παρ’ όλο που το μυαλό και η ψυχή το λαχταρούσαν.
Ιταλικό και γερμανικό μεγαθήριο, εναντίον μιας τραυματισμένης και αιμορραγούσα, ακόμη Ελλάδας. Άνισος ο αγώνας και ανέλπιδος. Εκ των προτέρων καταδικασμένος. Όμως μη δειλιάζοντας από τη ζοφερή κατάσταση, μεγάλο μέρος του λαού μας επέδειξε αξιοθαύμαστο ψυχικό σθένος και αξιοπρέπεια. Οι στίχοι του αλεξανδρινού ποιητή «Τιμή σ΄ εκείνους που στη ζωή τους ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες, ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν – και πολλοί προβλέπουν πως… οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε» γίνονταν εσωτερικό τους τραγούδι λευτεριάς και αντρειοσύνης.
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι ο πόλεμος, η ειρήνη, οι διπλωματικές διαβουλεύσεις, έχουν σε όλους τους αιώνες τους δικούς τους κανόνες και όρους λειτουργίας. Σχεδόν πάντα στο ζύγισμα η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος των γαιωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Φαίνεται ότι το βάρος των ανθρώπινων ζωών έχει μικρότερη αξία… Οι ισορροπίες είναι λεπτές και ευαίσθητες. Συχνά εξαρτώνται από αστάθμητους παράγοντες. Από μακροπρόθεσμους στόχους ανέλπιστους, ανεξιχνίαστους, άδηλους, που φαίνονται ακατανόητοι για τον απλό νου».
Τη φωνή του γηραιού κυρίου ένας λυγμικός κόμπος τη σταμάτησε. Με τρεμάμενα χέρια καθάρισε με το ειδικό μαντηλάκι τους θαμπούς φακούς των γυαλιών του. Τα μάτια του έδειχναν θολά και φουρτουνιασμένα. Τα στύλωσε στην τηλεόραση παρακολουθώντας την παρέλαση παιδιών ομοιόμορφα ντυμένων. Προσπαθούσε να κυριαρχήσει στη συγκίνηση των αναμνήσεών του.
Βαθειά σιγή έπεσε στον χώρο. Σιγή… εκκωφαντική, εσωτερική, όπου οι κανονιοβολισμοί, οι εκπυρσοκροτήσεις, το κροτάλισμα των όπλων, κραυγές πόνου, ανακατεύονταν σε ένα συνονθύλευμα εικόνων, παραστάσεων, φαντασιώσεων, χορεύοντας όλα μαζί τον χορό του πολέμου.
Ασυναίσθητα την ψυχή μας πλημμύρισε το ιδιαίτερο άρωμα, η ξεχωριστή άχνα της εποχής εκείνης. Νιώθαμε δέος για την αδάμαστη φυλή μας. Θαυμασμός, σεβασμός, περηφάνια, γίνηκαν ένα συναίσθημα δυνατό, ανεξέλεγκτο.
Σηκωθήκαμε. Αυθόρμητα φιλήσαμε με κατάνυξη το χέρι το γεροντικό, το λιπόσαρκο. Αυτό το χέρι το ανίκανο να κινηθεί σωστά, γιατί εχθρικά βλήματα το διαπέρασαν τότε και το τραυμάτισαν βαρύτατα. Το χαϊδέψαμε απαλά, στοργικά. Έτσι, σαν ένα απλό ευχαριστώ από καρδιάς για τη μεγαλειώδη προσφορά του στον αγώνα της λευτεριάς. Σαν μια σπονδή και τιμή στη μνήμη όλων των παλικαριών που πότισαν με το αίμα τους τα βουνά της χώρας. Σαν μια απόθεση ενός λιτού δάφνινου κλωναριού στο τυραγνισμένο και καταματωμένο κεφάλι της ηρωικής μας πατρίδας…
Από την τηλεόραση ηχούσε καθαρά το εμβατήριο «Πάνω κει στης Πίνδου μας τις κορφές…». Και η παρέλαση συνεχιζόταν…
εκπαιδευτικό