Το περασμένο Σάββατο αγανακτισμένοι αγρότες σε συλλαλητήριο που πραγματοποίησαν στις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.), έξω απ’ τον χώρο που πραγματοποιούνταν η 29η Έκθεση «Αgrotica», κατήγγειλαν ότι «πουλάνε τα προϊόντα τους σε χαμηλές τιμές», διαπιστώνοντας ότι αυτά (τα προϊόντα τους) στην «αγορά φθάνουν να κυκλοφορούν με τιμές πέντε έως έξι φορές επάνω» και κάλεσαν (ποιον άλλον;..) το «κράτος» να προχωρήσει στην «ενίσχυση των αγροτών με λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων επιδότησης της παραγωγής, μείωσης των τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια και τα καύσιμα».
Λίγη ώρα αργότερα, η Κυβέρνηση (το «κράτος», δια του Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Γ. Στύλιου, ο οποίος βρισκόταν στο βήμα του ομιλητού της «Αgrotica 2022»), απαντώντας στα αιτήματα των αγροτών άρχισε να μοιράζει (πάνω από 650) εκατομμύρια ευρώ σε (πάνω από 500.000) κτηνοτρόφους και αγρότες, χρήματα που «ήδη πιστώθηκαν στους λογαριασμούς νωρίτερα από κάθε άλλη φορά, κτλ. κτλ., «όπως είχε δεσμευθεί η Κυβέρνηση», κτλ. κτλ. Μια απ’ τα ίδια…
Τι αλήθεια συμβαίνει; Γιατί ξαναβγήκαν στους δρόμους οι αγρότες; Γιατί το «αγροτικό πρόβλημα» στην Ελλάδα διαιωνίζεται; Φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία; Φταίνε οι έμποροι που (δια-) μεσολαβούν για τη διάθεση / προώθηση των γεωργικών προϊόντων απ’ τους παραγωγούς (απ’ το χωράφι) στην αγορά (στο ράφι του Mini ή του Supet Market); Ποιος φταίει, άραγε, που φθάσαμε σε σημείο, αντί ν’ απολαμβάνουμε τα νοστιμότατα φασόλια, Καλλιπεύκης, Καστοριάς ή Φλωρίνης, να καταναλώνουμε εισαγόμενα φασόλια από τη μακρινή (κεντροασιατική, τέως σοβιετική) χώρα της Κιργιζίας (!) ή αντί, ν’ απολαμβάνουμε τις νοστιμότατες πατάτες απ’ τις δικές μας τις επαρχίες (Αγιάς, Ελασσόνας, κ.α.), να καταναλώνουμε (τις αθρόως εισαγόμενες) πατάτες …Αιγύπτου; Γιατί εισάγουμε και καταναλώνουμε ζάχαρη Σερβίας, τη στιγμή που είχαμε όχι μόνο άριστη εντόπια παραγωγή αλλά και εργοστάσιο στην περιοχή μας (το περίφημο «Ζαχάρεως», στο οποίο, εδώ και πολλά χρόνια, μπήκε λουκέτο και καμιά Κυβέρνηση – αριστερή ή δεξιά – δεν επεχείρησε να το ξανανοίξει);
Η απάντηση, όπως είχαμε επισημάνει σε σχετικό άρθρο μας στην «Ε» («Για να έχει μέλλον η ελληνική γεωργία», 07.02.2022, σ. 3η), είναι σύνθετη, κυρίως γιατί συναρτάται με τις πραγματικότητες και δεσμεύσεις που έχει επιβάλλει, αλλά και ευκαιρίες που προσφέρει (και) στη χώρα μας η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.) και, ως εκ τούτου, απαιτεί συνδυαστικές προσεγγίσεις. Οι νέοι κανόνες της Κ.Α.Π. θέλουν τους αγρότες να αφήνουν πίσω τους τις παραδοσιακές εθνικού/κρατικοδίαιτου τύπου μορφές γεωργίας και να εξελίσσονται σε (Ευρωπαίους) «επιχειρηματίες της υπαίθρου» για να κερδίσουν το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας που ισχύει για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιχειρηματίες στην ούτως ή άλλως φιλελεύθερων/ανταγωνιστικών κανόνων αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα κινείται λίγο-πολύ στους ρυθμούς της κρατικοδίαιτης αντίληψης που κυριαρχούσε μέχρι το 1979, όταν ο Κων/νος Καραμανλής μας έβαλε (και πολύ καλά έκανε) στην τότε «Ε.Ο.Κ.», ένταξη η οποία, ωστόσο, απαιτούσε -ειδικά στον αγροτικό τομέα- αλλαγή νοοτροπίας, προς φιλελεύθερη κατεύθυνση, καθώς μπαίναμε σε μια μεγάλη, ενιαία αγορά, η οποία ξέραμε ότι θα είναι ανταγωνιστική.
Παρότι δε ερχόταν το ένα «πακέτο» στήριξης («Ντελόρ») μετά το άλλο («Σαντέρ», 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης [ΚΠΣ]), κ.λπ.), η ελληνική γεωργία παρέμεινε κολλημένη στην κρατικοδίαιτή της εσωστρέφεια, ένα μείζον πρόβλημα το οποίο η κάθε κυβέρνηση, από το 1980 μέχρι σήμερα, περιορίζεται στο να το κληροδοτήσει στην επόμενη. Έτσι έχουμε κάθε χρόνια τα ίδια… Απ’ τη μια τα …καθιερωμένα, πλέον, μπλόκα (ή απειλή για μπλόκα) από πλευράς αγροτών, κι απ’ την άλλη το ...καθιερωμένο «πακέτο» της «δέσμης μέτρων» κάποιων δεκάδων εκατ. ευρώ (γι’ αυτές τις περιπτώσεις «λεφτά υπάρχουν», πάντα…), το οποίο, ασφαλώς, βοηθά πρόσκαιρα να αντιμετωπιστούν υπαρκτές οικονομικές ανάγκες του αγροτικού κόσμου -δίνει μια ανάσα- αλλά δεν λύνει το πρόβλημα - αντίθετα το διαιωνίζει. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται… Του χρόνου στην 30ή «Agrotica» πιθανότατα θα έχουμε τις ίδιες σκηνές, πάλι μια “απ’ τα ίδια”…
Ασφαλώς η (κάθε) Κυβέρνηση οφείλει να στέκεται αρωγός στα προβλήματα του αγροτικού κόσμου, αλλά ας μας επιτραπούν ορισμένες απορίες: Για ποιους αγρότες η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει; Τους αγρότες που γαλουχήθηκαν για χρόνια (και επιμένουν μέχρι σήμερα) σε μία επιδοματική γεωργία απόλυτα προστατευμένη, δρώντας με χρονικό ορίζοντα την τρέχουσα καλλιεργητική χρονιά; Τους αγρότες που πραγματικά αγαπούν αυτό που κάνουν και επενδύουν συνεχώς κεφάλαια στην επιχείρησή τους, κοιτώντας πάντα το μέλλον ή αυτούς που ευκαιριακά βρέθηκαν στη γεωργία λόγω καταγωγής ή του συνδρόμου των «τζαμπατζήδων» και των αυξημένων κονδυλίων από την Ε.Ε.; Τους αγρότες που διεκδικούν μια λύση ανάγκης «για να γυρίσει η χρονιά» ή τους αγρότες που ενδιαφέρονται για λύσεις με πενταετή, τουλάχιστον, ορίζοντα;
Απ’ την άλλη, οι αγρότες από ποιο «κράτος» διεκδικούν δικαίωση των αιτημάτων τους και λύση των προβλημάτων τους; Από ένα κράτος που ποτέ του δεν έχει σχεδιάσει μία μακροχρόνια πολιτική ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου; Από ένα κράτος που απλά έχει περιοριστεί στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και αυτό όχι απόλυτα πετυχημένα; Από ένα κράτος που προκρίνει έργα αγροτικής ανάπτυξης ανάλογα με την εντοπιότητα του εκάστοτε υπουργού ή της πελατειακής ισχύος των τοπικών παραγόντων; Από ένα κράτος που δεν μπορεί να σπάσει τα ανεξέλεγκτα καρτέλ των γεωργικών εφοδίων; Ένα κράτος που η οργανωτική δομή του αρμόδιου Υπουργείου εξυπηρετεί ανάγκες της Κ.Α.Π. του 1980; Από ένα κράτος που αντί να κοιτάξει να «βάλει στο παιχνίδι» της αγροτικής ανάπτυξης, οργανωμένα και δυναμικά, τις ανώτατες Γεωπονικές Σχολές, τριπλασιάζει (!) τον αριθμό τους για λόγους, όχι ουσίας, αλλά μικροπολιτικής ωφέλειας - για νέες θέσεις εργασίας και φοίτησης (μαζί με τα “πανεπιστημιοποιηθέντα” επί ΣΥΡΙΖΑ γεωπονικά τμήματα των ΤΕΙ τα νυν τμήματα γεωπονικής κατεύθυνσης των ΑΕΙ έχουν φθάσει στα είκοσι [20], χωρίς κανένας να μπορεί πειστικά να εξηγήσει το «γιατί”);..
Συμπέρασμα: Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν και για τις δύο πλευρές (Κυβέρνηση-αγρότες) θα μπορούσαν να ήταν ακόμα περισσότερα. Ένα είναι σίγουρο. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο ευθύνη έχουν και οι δύο πρωταγωνιστές. Η πολυπλοκότητα του αγροτικού ζητήματος έχει δύο διαστάσεις, τη βραχυπρόθεσμη και τη μεσο-μακροπρόθεσμη. Αν όλη η πολιτική και επικοινωνιακή πίεση ασκείται μόνο για την πρώτη, το βασικό ερώτημα είναι ποιος, πότε και πώς θα ασχοληθεί σοβαρά με τη δεύτερη, η οποία θα κρίνει σε τελευταία ανάλυση και αν θα υπάρξει μέλλον για την ελληνική γεωργία (όπως όλοι το ευχόμαστε και το επιθυμούμε). Δεν φταίει μόνο ο πόλεμος στην Ουκρανία για τα εντεινόμενα (και) στον αγροτικό τομέα προβλήματα. Είναι και η νοοτροπία που πρέπει ν’ αλλάξει. Το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι απαίτηση του μέλλοντος για την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία, αλλά ανάγκη των καιρών.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).