Πόσο, άραγε, κοντά στην αλήθεια βρίσκονται αυτές οι «διαχρονικές» θέσεις; Ίσως αρκετά, αλλά όχι σε βαθμό ικανό ώστε να εφησυχάζουμε. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί ο ηγέτης μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ να απειλεί ευθέως την εδαφική ακεραιότητα μιας άλλης χώρας-μέλους και ο επικεφαλής του μεταπολεμικού αυτού συμφώνου δυτικών κρατών να τον επιβραβεύει.
Γιατί πώς άλλως θα μπορούσαν να ερμηνευτούν τα συγχαρητήρια του Γενς Στόλτενμπεργκ προς τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την επικράτηση του τουρκικού στρατού στα μικρασιατικά εδάφη, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την εξάρθρωση ενός σημαντικού τμήματος του ελληνικού εθνικού κορμού;
Επίσης, ο αμερικανικός παράγοντας φαίνεται να κωφεύει στις απροκάλυπτες τουρκικές εδαφικές προκλήσεις, ενώ ισχυροί πολιτικοί κύκλοι στις ΗΠΑ προωθούν το δόγμα «η Τουρκία αποτελεί αναγκαίο εταίρο για την αμερικανική πολιτική στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και με κάθε τίμημα πρέπει να διατηρηθεί στο άρμα της Δύσης». Από την άλλη πλευρά, ο Ερντογάν, ως γνωστό, «ερωτοτροπεί» ανοιχτά με τη ρωσική καθεστηκυία τάξη που εκπροσωπεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν (βλ. S-400, Συριακό και αλλού).
Επιπλέον, πόσο ασθενική θα μπορούσε να θεωρηθεί η τουρκική οικονομία, ενώ είναι γνωστό ότι στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας οργιάζει η παραοικονομία; Ας είμαστε, λοιπόν, κάπως επιφυλακτικοί αναφορικά με τις πραγματικές αντοχές της τουρκικής οικονομίας χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζει κανείς ότι αυτή αναμφισβήτητα διάγει περίοδο μεγάλης κρίσης και αυτό αποτυπώνεται στην καθημερινότητα των πολιτών.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, τα δεδομένα που παρατέθηκαν παραπάνω σε συνάρτηση με το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται στις δύο γειτονικές χώρες σε μια εν δυνάμει εκλογική περίοδο για αμφότερες, μήπως δεν θα πρέπει να παίρνουμε τόσο αψήφιστα τη θρασύτατη ρητορική Ερντογάν, η οποία έτσι και αλλιώς έχει υιοθετηθεί πολλές φορές και στο παρελθόν;
Ασφαλώς, το τελευταίο διάστημα, οι εκπρόσωποι του τουρκικού καθεστώτος ξεπέρασαν κάθε λεκτικό όριο σε σημείο να αμφισβητούν ευθέως την κυριότητα των ελληνικών νησιών, όχι βέβαια για πρώτη φορά, και να προστρέχουν ακόμη και στα διεθνή fora εγκαλώντας τη χώρα μας για όσα εκείνοι οφείλουν να απολογηθούν στην κοινωνία των δυτικών κρατών.
Η κατάσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει και κανείς δεν είναι βέβαιος ότι δεν πρόκειται για απόπειρα προετοιμασίας του τουρκικού λαού για επικείμενη εχθρική ενέργεια σε βάρος της χώρας μας. Άλλωστε ποιος αποκλείει σε περίπτωση που η ξέπνοη τουρκική ηγεσία αντιληφθεί ότι καταρρέει εκλογικά, να επιχειρήσει κάτι «σπουδαίο» για να καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση ο Ερντογάν ως πολιτικός ηγέτης που συναγωνίζεται σε αποτελεσματικότητα τον Κεμάλ και να αφήσει με τον τρόπο αυτόν ισχυρό το ιστορικό του αποτύπωμα.
Η Ελλάδα, πάντως, οφείλει να είναι «αυτόφωτη», κατά το δυνατό, στο στρατιωτικό σκέλος και να μην εφησυχάζει και επαφίεται για μεταστροφή της τουρκικής επιθετικότητας στις απειλές-χάδια προς τον Ερντογάν που εξαπολύουν οι Ευρωπαίοι και άλλοι «σύμμαχοί» μας κατά περίσταση και για να μας «χρυσώνουν το χάπι».
Ποιος άραγε είναι σίγουρος ότι ο «σουλτάνος» δεν θα κάνει, τώρα, τα λόγια του πράξη; Με τη συμπλήρωση φέτος εκατό χρόνων από το ξεκλήρισμα του ελληνισμού από τα εδάφη της Μικρασίας, την «καρδιά του τουρκικού έθνους», σύμφωνα με τους κεμαλιστές και τους σύγχρονους θιασώτες της «Γαλάζιας Πατρίδας», αλλά και τον βαρύ συμβολισμό που η επέτειος αυτή φέρει και στις δύο πλευρές του Αιγαίου για διαφορετικούς λόγους.
Να μη λησμονούμε άλλωστε ότι η πολιτικο-στρατιωτική εξουσία του καθεστώτος Ερντογάν ερείδεται σε δύο πυλώνες έχοντας κατορθώσει να συγκεράσει τον ισλαμοφασισμό και τον θεοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος με τον κεμαλισμό. Ο ίδιος δεν θα διστάσει να εκμεταλλευτεί όποια από τις δύο εκδοχές της εξουσίας του τον βολεύει. Ας προσέχουμε, λοιπόν, τα βράδια... αλλά και το ξημέρωμα.
Από τον Βασίλη Πλατή,
φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.