Για την αρχική πάντως καταγωγή των Τούρκων το λεξικό του «Ηλίου» αναφέρει ότι: «Δεν είναι δυνατόν να λεχθεί μετά βεβαιότητος ότι οι Τούρκοι είναι συγγενείς των Σκύθων… Βέβαιον είναι πάντως ότι οι Τούρκοι είναι μογγολικής καταγωγής» (βιβλ. 1, σελ. 789).
Το 1051 οι Σελτζούκοι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Ιράν με τον νέο αρχηγό τους, τον Τογκρίλ Μπεγκ, και το 1055 στη Βαγδάτη αυτοαναγορεύτηκε σουλτάνος και αρχηγός της μουσουλμανικής θρησκείας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διάδοχός του ήταν ο ανιψιός του Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος το 1070 κατέλαβε το Χαλέπι και απέσπασε από το Βυζάντιο την Αρμενία με σκοπό την κατάληψη της Μικράς Ασίας.
Με 40.000 στρατιώτες έφτασε στο Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1071. Συγκρούστηκε με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη. Η μάχη αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ρωμανός ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με στρατιά 40.000 στρατιωτών περίπου και όταν έφτασε κοντά στο Μαντζικέρτ έκανε το μεγάλο σφάλμα και:
«…διαίρεσε τις δυνάμεις του χωρίζοντάς τες σε δύο τμήματα. Το ένα με 20.000 άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το έστειλε στα νότια του Μαντζικέρτ για να καταλάβει την πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων… Όμως εντελώς ανεξήγητα, ο Ταρχανειώτης ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά παρεξέκλινε ακόμα μακρύτερα, προς τη Μελιτηνή στα νοτιοδυτικά, 150 χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, χωρίς καν να ειδοποιήσει τον Ρωμανό» (βιβλ. 2, σελ. 2).
Με τον υπόλοιπο στρατό ο Ρωμανός την επόμενη μέρα κατέλαβε το φρούριο του Μαντζικέρτ και την επόμενη στις 24 Αυγούστου 1071 άρχισε η μάχη. Τα στρατεύματά του ο σουλτάνος Αλπ-Αρσλάν τα παράταξε σε σχήμα ημισελήνου, με μεγάλη ενίσχυση του κέντρου και με αραιότερη την παράταξη των στρατιωτών στα άκρα. Ο Ρωμανός παράταξε τα στρατεύματά του σε 10 παράλληλες σειρές για το πεζικό και σε 3 με 4 σειρές ιππικού μπροστά στην παράταξη. Η τρομερή μάχη που επακολούθησε στις 25 Αυγούστου διήρκησε όλη τη μέρα. Τη νύχτα οι Τούρκοι κατέβηκαν από τους γύρω λόφους που ήταν κρυμμένοι και έκαναν στο σκοτάδι μεγάλη καταστροφή στον ανύποπτο βυζαντινό στρατό.
Την επόμενη μέρα 26 Αυγούστου 1071 δόθηκε η μεγάλη μάχη που έκρινε και το μέλλον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ρωμανός βλέποντας την αρνητική εξέλιξη της μάχης με τις μεγάλες απώλειες που είχε έδωσε μήνυμα στους επικεφαλής του στρατού της αριστερής πτέρυγας που το αποτελούσαν στρατιώτες από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και Σλάβους, για μερική υποχώρηση. Ο Βρυένιος, όμως, και ο Αλυάτης που ήταν επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας θεώρησαν την υπόδειξη του Ρωμανού ως οριστική υποχώρηση και τότε:
«Το πεδίο της μάχης έγινε μία χαοτική μάζα στρατιωτών που μάχονταν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν. Τότε έπρεπε να δράσει η εφεδρεία του Ανδρόνικου Δούκα, αλλά αυτός, είτε βλέποντας την εξέλιξη της μάχης και πιστεύοντας πως ο Αυτοκράτορας θα σκοτωθεί εκεί, είτε από προδοτική διάθεση για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τον θρόνο, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης». (βιβλ. 2, σελ. 4).
Στο τέλος της μάχης οι απώλειες ήταν 8.000 Έλληνες, ενώ για τους Σελτζούκους Τούρκους δεν υπάρχουν στοιχεία. Αρνητικό ήταν και το τέλος της μάχης για τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ρωμανό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, όπως και ο Αλυάτης, ενώ ο Βρυένιος κατόρθωσε και διέφυγε. Τραυματισμένος ο Ρωμανός στο στήθος και στο χέρι οδηγήθηκε στον Αλπ-Αρσλάν. Σε φιλικό κλίμα συμφώνησαν να δοθεί στον σουλτάνο ένα ετήσιο χρηματικό ποσό και τρία φρούρια. Το σημαντικό, όμως, γεγονός των συμφωνιών ήταν να μην προχωρήσει ο τουρκικός στρατός στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, βάσει της αιώνιας ειρήνης που υπογράφηκε τότε.
Δυστυχώς όμως η συμφωνία αυτή δεν εφαρμόστηκε. Όταν ο Ρωμανός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη «…πληροφορήθηκε ότι είχε κηρυχθεί έκπτωτος από τον θρόνο και τη θέση του είχε καταλάβει ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας. Αφού απέτυχε να αποκρούσει το εναντίον του ανατρεπτικό κίνημα κατέφυγε στα Άδανα, όπου συμφώνησε να παραδοθεί στα στρατεύματα του νέου αυτοκράτορα και να γίνει μοναχός, όπως πολλοί άλλοι προκάτοχοί του. Οι όροι δεν τηρήθηκαν από τον διάδοχό του. Οδηγήθηκε στην Πρώτη των Πριγκιπονήσων, τον τύφλωσαν και μετά από λίγες μέρες πέθανε. Η πρώην σύζυγός του, αυτοκράτειρα Ευδοκία, που και αυτή είχε γίνει μοναχή, έσπευσε να τον κηδεύσει με τιμές. Έτσι τελείωσε η θητεία και η ζωή ενός ικανότατου και δραστήριου στρατηγού και αυτοκράτορα». (βιβλ. 3, σελ. 106).
Δυστυχώς αυτός ο διχασμός στο Βυζάντιο εδώ και 1.000 χρόνια περίπου στέρησε από την Ελλάδα την ελληνικότατη από τα αρχαία χρόνια Μικρά Ασία. Ο Αλπ-Αρσλάν εκμεταλλευόμενος τον άδικο θάνατο του Ρωμανού ακύρωσε τη συνθήκη ειρήνης και κατέκτησε τη μισή Μικρά Ασία, κάνοντας πρωτεύουσα των Σελτζούκων Τούρκων το Ικόνιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1) «Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ”ΗΛΙΟΥ“», Τόμος 17, Αθήνα, 1957.
2) https://el.wikipedia.org/wiki/Μάχη του Μαντζικέρτ.
3) «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ», Μιλτιάδης Κάπος, Αθήνα, 2003.
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου