Ήταν ασυγκράτητοι και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να αφανίσουν και να εξοντώσουν το χριστιανικό στοιχείο. Βιάζουν, λεηλατούν, ατιμάζουν.
Το φθινόπωρο του 1922 κατέφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η φυγή από την Τουρκία δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες της Μικράς Ασίας επικρατούσε μια τραγική αμηχανία. Τι θα έπρεπε να κάνουν; Να μείνουν ή να φύγουν; «Μπόρα είναι, θα περάσει», ψιθύριζαν. Με τα λόγια αυτά δεν ήξεραν ποιον πάλευαν να κοροϊδέψουν. Τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους;
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος.
Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και ατέλειωτες πορείες στα περιώνυμα «τάγματα εργασίας», με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’ αυτά, οι απαγχονισμοί, τα δημόσια λυντσαρίσματα, καθώς και οι εκτελέσεις με αποφάσεις των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως. Η ιστορία στα μέρη της Μικράς Ασίας, είναι μια ιστορία ξεριζωμού και νόστου, αποχαιρετισμών και καλωσορίσματος, δακρύων και χαράς. Είναι η ιστορία της αναζήτησης για μια καλύτερη τύχη, αλλά και μιας πολύ δύσκολης προσαρμογής. Έχουμε υπάρξει πρόσφυγες και έχουμε δεχθεί πρόσφυγες.
Μπορούμε να δούμε στα πρόσωπα των απογόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής τους βασανισμούς των αιχμαλώτων, τους σκοτωμούς, τις θανατώσεις βρεφών, την ορφάνια που βίωσαν οι πρόγονοί τους πριν 200 χρόνια;
Πόντιοι, Καππαδόκες, Μικρασιάτες, έγιναν μέρος ενός ανθρώπινου ποταμιού που διέσχισε κάποτε θάλασσες και βουνά, κρύφτηκε στα βουνά ή σε ένα αμπάρι πλοίου.
Η ιστορία των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, αν μη τι άλλο, είναι η ιστορία μιας οδύσσειας.
Προκειμένου να σωθούν από την τουρκική μανία, οι Μικρασιάτες αποβιβάζονται στα καΐκια που μεταφέρουν εκατοντάδες διαφορετικούς ανθρώπους με μια κοινή ελπίδα, μια καλύτερη ζωή. Προορισμός τους η Ελλάδα. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που σκέφτηκαν να πηδήσουν από τα καΐκια και να βάζουν τέλος στο ατελείωτο μαρτύριο που βίωναν.
Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά και ήταν ο χρόνος που έσφιγγε τη θηλιά γύρω απ’ τον λαιμό τους. Υπάκουσαν, όμως, στο «πρέπει να φανούμε δυνατοί», συνεχίζοντας να ζουν και να ανασαίνουν με το όνειρο και την ελπίδα.
Με μοναδικό τους εφόδιο τη δύναμη για ζωή, θα αναμετρηθούν με τον πόνο της απώλειας και του ματωμένου ξεριζωμού από τη γενέθλια γη. Δε θα ανασάνουν πια τη μυρωδιά της χαμένης πατρίδας. Έχουν χάσει τη Μικρασία τους. Για πάντα.
Ο δρόμος θα τους οδηγήσει στην αγκαλιά της Ελλάδας, στα ελληνικά λιμάνια της λύτρωσης και της πατρίδας που θα τους δεχτεί με καχυποψία.
Για τους Τούρκους θεωρούνταν «ξένοι» και για τους Έλληνες πρόσφυγες. Στην πατρίδα τους ήταν πλούσιοι και ευυπόληπτοι πολίτες, επιτυχημένοι έμποροι και βιοτέχνες.
Στην Ελλάδα ήταν άφραγκοι και ρακένδυτοι. Ξεκινούσαν από το μηδέν, έδωσαν τον δικό τους αγώνα επιβίωσης και στην πάλη της ζωής βγήκαν νικητές.
Οι Μικρασιάτες σε πείσμα κάθε δυσκολίας, θα καταφέρουν να σηκωθούν, όσες φορές κι αν χρειαστεί να λυγίσουν. Η ηρωική ψυχή τους κρίθηκε όχι από τη στάση τους απέναντι στη ζωή, αλλά από τη στάση τους απέναντι στον θάνατο.
Δε χρειαζόταν παρά έναν Πελασγό για να τους προστατέψει και μια Θήβα για να τους φιλοξενήσει. Αυτό, άλλωστε, δε μας δίδαξε και ο Αισχύλος;
Η αναγνώριση της Μικρασιατικής Καταστροφής δε στοχεύει μόνο στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Συνιστά, παράλληλα, μια αποτρεπτική συνθήκη ούτως ώστε να μην υπάρξουν αιματηρές ιστορίες στο μέλλον.
Από τη Σοφία Μαλιώρα-Μπακαλάκου,
δασκάλα Αγγλικών Α/θμιας Εκπαίδευσης