Τα σπίτια τους ήταν δίπλα-δίπλα και οι γονείς τους έκαναν συχνά παρέα. Μαζί πήγαιναν στο Δημοτικό πιασμένοι χέρι-χέρι, κάθονταν στο ίδιο θρανίο και στο διάλειμμα ήταν αχώριστοι.
Τελείωσαν το Δημοτικό, μπήκαν στο Γυμνάσιο, αργότερα στο Λύκειο και η φιλία συνεχιζόταν όπως ήταν από μικρά παιδιά. Στο Λύκειο ο Γιάννης γνώρισε μια κοπέλα, τη Σοφία, την …καλλονή του τμήματος θα λέγαμε και την ερωτεύτηκε τρελά. Η Ρένα το χάρηκε πάρα πολύ. Αργότερα γνώρισε κι αυτή έναν συμμαθητή της, τον Πέτρο, και έγιναν ζευγάρι. Και ο Γιάννης το ίδιο χαρούμενος που η αγαπημένη του αδελφική φίλη βρήκε κι αυτή το ταίρι της. Ο Πέτρος γνώρισε τον Γιάννη και τον συμπάθησε. Αντίθετα με τη Σοφία, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει το όνομα της Ρένας.
Ο Γιάννης στενοχωριόταν πολύ. «Άλλο έρωτας και άλλο φιλίες αγάπη μου», της έλεγε. Εσύ είσαι ο έρωτάς μου, η ζωή μου και τίποτα δεν είναι ικανό να μπει ανάμεσά μας. Άλλο η Ρένα, αυτή είναι αδελφική μου φίλη, μεγαλώσαμε μαζί, μοιραζόμασταν τα πάντα, χαρές, λύπες και μια φέτα ψωμί αν είχε ο ένας τη μισή την έδινε στον άλλον. Κατάλαβέ με και μη με στεναχωρείς…
Αυτά και άλλα της έλεγε ο Γιάννης να μπορέσει να τη βγάλει από μέσα αυτό το συναίσθημα, τη ζήλια. Αλλά μάταια. Κάποια μέρα που τηλεφώνησε η Ρένα και το σήκωσε ο Γιάννης την προσφώνησε «Γεια σου Ρένα μου». Αυτό πείραξε πολύ τη Σοφία. Κλείστηκε στο δωμάτιό της και έβαλε τα κλάματα. Ο Γιάννης δεν κατάλαβε τον λόγο -συζούσαν εκείνο τον καιρό- και της χτύπησε την πόρτα.
Του άνοιξε πνιγμένη στα δάκρυα. Την πήρε αγκαλιά, κάθισαν στον καναπέ και προσπαθούσε να τη συνεφέρει και να καταλάβει τον λόγο που ήταν σ’ αυτήν την κατάσταση. Εκείνη δεν άνοιγε το στόμα της.
«Πες μου βρε Σοφία μου, τι έχεις; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε; Εγώ σε λατρεύω, τι άλλο θέλεις από μένα;».
Τότε η Σοφία ξέφυγε απ’ την αγκαλιά του και ξεσπάθωσε. «Σου τηλεφώνησε η φίλη σου, έτσι δεν είναι…;».
«Ναι, την ώρα που ήσουνα στην κουζίνα και ετοίμαζες το πρωινό μας…». Πρέπει να πούμε πως τα δύο παιδιά μόλις τελείωσαν το Λύκειο και δεν πέρασαν πουθενά, γιατί δεν το είχαν και τόσο με τα γράμματα, εργάζονταν σε μια εταιρεία της πόλης τους.
«Και τι ήθελε πάλι αυτή η …κολλιτσίδα; Δεν θα μας αφήσει ήσυχους ποτέ; Τον εραστή της τον έχει, τι θέλει από σένα;».
«Α …δεν πας καλά Σοφία…! Άλλο εραστής και άλλο φίλος, δεν τα έχουμε ξαναπεί αυτά;».
«Δεν αντέχω να την αποκαλείς Ρένα μου! Αν θέλεις να τα πάμε καλά εμείς οι δύο κομμένο το «μου». Ρένα σκέτο».
«Μια λεξούλα σε πείραξε βρε αγάπη μου. Κατάλαβέ με, την αγαπώ σαν αδερφή μου, τα έχουμε πει χίλιες φορές αυτά. Μου βγήκε αυθόρμητα αυτό το «Ρένα μου»».
«Εντάξει θα το κόψω να δω τι θα κερδίσεις απ’ αυτό…!».
Ο Γιάννης δεν έκοψε μόνο αυτήν την οικειότητα που ένιωθε με τη Ρένα, αλλά αραίωσε και τα τηλεφωνήματά του. Η Ρένα έπαιρνε και ξανάπαιρνε και το σήκωνε η Σοφία και πάντα ο Γιάννης …απουσίαζε. Όπως καταλαβαίνετε η σχέση των δύο παιδιών που μεγάλωσαν μαζί, που δεν χώρισαν ποτέ, άρχισε να παγώνει. Ο Πέτρος απορούσε. «Γιατί κόψατε την επικοινωνία με τον παιδικό σου φίλο, τον Γιάννη…;», τη ρωτούσε συχνά.
«Δεν ξέρω αγάπη μου, μη με ρωτάς. Ίσως γιατί έχουμε απομακρυνθεί, αυτοί στην πόλη μας, εμείς σπουδάζουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη …συμβαίνουν αυτά».
Και τα χρόνια πέρασαν, κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή που δεν γυρίζουν πίσω, όπως γράφω συχνά. Ο Γιάννης μετά τη θητεία του στον στρατό παντρεύτηκε με τη Σοφία. Η θέση τον περίμενε στην εταιρεία και μετά το στρατιωτικό. Πάνω στον χρόνο έκαναν το πρώτο τους παιδί, αγόρι ήταν. Μετά από δύο χρόνια ήρθε στον κόσμο και το δεύτερο παιδί, κοριτσάκι.
Το ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο. Για τη Ρένα και τον Πέτρο δεν έκαναν ποτέ κουβέντα. Τον Γιάννη βέβαια τον ενοχλούσε αυτό, αλλά δεν το έδειχνε. Ο Πέτρος και η Ρένα, αφού τελείωσαν τις σπουδές τους, αρχιτέκτονας ο Πέτρος, καθηγήτρια ξένων γλωσσών η Ρένα, κατέβηκαν στην πόλη τους. Μετά το στρατιωτικό του Πέτρου παντρεύτηκαν κι αυτοί. Φυσικά πολύ μετά απ’ το άλλο ζευγάρι, αφού είχαν τόσα χρόνια σπουδών. Με διάφορες γνωριμίες η Ρένα μπήκε σε ένα φροντιστήριο και δίδασκε τη γερμανική γλώσσα. Ο Πέτρος άνοιξε γραφείο και κάτι έκανε κι αυτός.
Κάποια μέρα εκεί στην Κεντρική πλατεία της επαρχιακής εκείνης πόλης συναντήθηκαν ο Γιάννης κι ο Πέτρος. Έκαναν μια θερμή χειραψία, χάρηκαν πολύ για τη συνάντηση και κάθισαν σε μια καφετέρια να πιουν καφέ. Αφού αφηγήθηκαν τα της ζωής τους και οι δύο, ο Πέτρος ρώτησε:
«Βρε Γιάννη, έχω μια απορία. Γιατί κόψατε επικοινωνία με τη Ρένα; Εσείς μεγαλώσατε μαζί, μοιραζόσασταν τα πάντα, όπως μου τα είχε αφηγηθεί η γυναίκα μου. Ήσασταν όχι απλώς φίλοι, αλλά αδέλφια… Τι έγινε; Γιατί εκείνη δεν ξέρει, μου λέει!».
«Σίγουρα δεν ξέρει Πέτρο, εγώ έβαλα τέλος σ’ αυτήν την ωραία φιλία που δεν τη συναντάς συχνά, που είναι πάνω από τον έρωτα μια τέτοια αγνή αδελφική φιλία. Με πόνεσε πολύ, το ίδιο φαντάζομαι να πόνεσε κι εκείνη, μα δεν γινόταν αλλιώς. Η ζήλια φίλε μου. Αυτό το δηλητήριο που δηλητηριάζει πρώτα τον ίδιο που την έχει και μετά και το περιβάλλον του. Η Σοφία ζήλευε πολύ αυτήν τη στενή αγνή σχέση που υπήρχε με τη Ρένα.
Ήμουνα πολύ ερωτευμένος μαζί της και δεν ήθελα να τη χάσω. Βρέθηκα μπροστά σε ένα δίλημμα και έπρεπε να διαλέξω. Με πόνο ψυχής, όπως είπα και πριν, αποφάσισα να κόψω κάθε επικοινωνία με τη Ρένα. Και αυτό έκανα. Ζητώ συγγνώμη απ’ την αγαπημένη μου παιδική φίλη και από εσένα που σε γνώρισα πολύ αργότερα».
Ο Πέτρος σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω Γιάννη, πάω ν’ ανοίξω το γραφείο, περιμένω έναν πελάτη. Όλα …ό,τι είπαμε και όσα έγιναν, νερό κι αλάτι, που λέει ο λαός».
«Να πας στο καλό φίλε μου, να μου φιλήσεις τη Ρένα και το μωρό σας που αποκτήσατε πριν έναν χρόνο, όπως μου είπες, και να είσαστε ευτυχισμένοι…».