Αρχικά το επίθετο της οικογένειάς του ήταν Ζαχαρίου, αλλά εξαιτίας των διωγμών που έγιναν το 1821 στην Κωνσταντινούπολη, η οικογένειά του, που βρισκόταν εκεί, έφυγε και βρήκε καταφύγιο στη Ρωσία, όπου και άλλαξε το επίθετο στο πιο ρωσικό Ζαχάρωφ. Αργότερα, μετά από σύντομη περιπλάνηση, επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εγκαταστάθηκαν στην ιστορική συνοικία της Πόλης, Ταταύλα.
Γράφτηκε στην Αγγλική σχολή για σπουδές, όμως σύντομα εξαιτίας της οικονομικής πτώχευσης του πατέρα του αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να κάνει διάφορες δουλειές, όπως πυροσβέστης και κυρίως ξεναγός στους τουρίστες της Πόλης, όπου και τελειοποίησε τις γνώσεις του στα αγγλικά και γαλλικά. Λίγο αργότερα θα έχει την πρώτη περιπέτεια της μυθιστορηματικής του ζωής, όταν ένας θείος του που τον είχε κάνει συνέταιρο στην επιχείρηση υφασμάτων θα τον κατηγορήσει για κατάχρηση χρημάτων. Ο Ζαχάρωφ που είχε καταφύγει στην Αγγλία, θα συλληφθεί, θα επιστρέψει στην Τουρκία για δίκη, αλλά θα αθωωθεί.
Το 1876 θα έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, όπου αρχικά θα εντυπωσιάσει την υψηλή κοινωνία της πόλης με τις γνώσεις του και την εμφάνισή του, εξαιτίας όμως της φήμης που τον συνόδευε ως καταχραστή, θα χάσει τις γνωριμίες του, εκτός από τον εφοπλιστή και φίλο του Στέφανο Σκουλούδη. Θα επιστρέψει στην Αγγλία, αλλά ένα τυχαίο περιστατικό που θα λάβει χώρα στην Ελλάδα θα αποτελέσει την αρχή της σταδιοδρομίας του ως έμπορος όπλων. Κατά την προσπάθεια απόδρασης από της φυλακές στην Αθήνα, έχασε τη ζωή του κάποιος Καναδός διαρρήκτης και θεωρήθηκε ψευδώς ότι ήταν ο Ζαχάρωφ. Εκείνος επέστρεψε για να δείξει ότι είναι ζωντανός και τότε γνώρισε τον Σουηδό σχεδιαστή όπλων Thorsten Nordenfeit, που τον έκανε αντιπρόσωπο της εταιρείας του στα Βαλκάνια.
Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τον νέο έμπορο όπλων. Εκμεταλλεύτηκε μια σειρά πολέμων, ελληνοτουρκικός του 1897, πόλεμος Κίνας-Ιαπωνίας, ευρωπαϊκοί πόλεμοι στην Αφρική και κατάφερε να βγάλει απίστευτα κέρδη. Κάποτε πούλησε ένα υποβρύχιο στην Ελλάδα, μετά πήγε στην Τουρκία και παρουσίασε το γεγονός ως απειλή γι’ αυτούς και τους πούλησε δύο υποβρύχια. Μετά πήγε στη Ρωσία και πούλησε άλλα δύο.
Μεγαλούργησε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς διέθετε δική του εφημερίδα, δική του τράπεζα και Πρακτορείο Τύπου στην Αθήνα μέσω του οποίου προπαγάνδιζε την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Κατά τη διάρκεια των πολέμων (Βαλακανικοί - Α’ Παγκόσμιος) διέθεσε στην Ελλάδα δωρεάν άφθονο πολεμικό υλικό και χρήματα. Έδινε στη χώρα μας 2,5 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο και συνολικά έδωσε στους συμμάχους πάνω από 50 εκατομμύρια στερλίνες. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι ο Α’. Π.Π. θα πρέπει να του απέφερε απίστευτα κέρδη που είναι δύσκολο να υπολογιστούν.
Το 2005 αποχαρακτηρίστηκαν αρχεία του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, της περιόδου 1873-1939, από τα οποία φαίνεται ότι ο Ζαχάρωφ δρούσε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως πράκτορας των Βρετανών και διοχέτευσε πακτωλό χρημάτων, για να εξαγοράσει Ελληνες βουλευτές, προκειμένου η χώρα μας να βγει στον πόλεμο με το μέρος των Άγγλων. Για τις υπηρεσίες του τιμήθηκε από τους Βρετανούς με τον τίτλο του sir. Έδωσε επίσης αρκετά χρήματα στο κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου και τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.
Υποστήριξε με χρήματα και πολεμικό υλικό τη Μικρασιατική Εκστρατεία και αναμείχθηκε με εταιρείες πετρελαίου, ναυπηγεία και καζίνο. Αγόρασε μάλιστα το καζίνο του Μονακό και το έκανε ξανά κερδοφόρο.
Επρόκειτο για μια σκοτεινή προσωπικότητα και ελάχιστες πληροφορίες της προσωπικής του ζωής μας είναι γνωστές, ενώ και οι διαθέσιμες φωτογραφίες του είναι ελάχιστες. Χαρακτηρίστηκε «άρχοντας του σκότους» και ως ο πιο μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης. Πούλησε όπλα σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη που έγινε πόλεμος και αποκόμισε απίστευτο πλούτο, μέρος του οποίου διέθεσε για φιλανθρωπίες και γι’ αυτό αναγνωρίζεται και ως ευεργέτης. Για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Παστέρ στην Αθήνα ιδρύθηκε με δικά του χρήματα, στο δικό του σπίτι στο Παρίσι στεγάστηκε η Ελληνική Πρεσβεία, χρηματοδότησε την ίδρυση Γαλλικής Λογοτεχνίας στην Οξφόρδη και Αγγλικής στη Σορβόννη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε μόνος του και πέθανε στο Μόντε Κάρλο στις 27 Νοεμβρίου 1936.
Νίκος Τάχατος