Όλα αυτά ήταν μερικά από τα πράγματα, τα οποία δούλευε ασταμάτητα ο συγκεκριμένος μάστορας, καθότι δεν είχε ωράριο, διότι όταν τελείωνε αυτή τη δουλειά, ασχολούνταν με τις επιδιορθώσεις και αν το είχε μέσα του έφτιαχνε διάφορα σχέδια πάνω στα αντικείμενα που κατασκεύαζε. Αν βέβαια μετά από όλα αυτά είχε χρόνο, περνούσε από τις γειτονιές και τα χωριά (όποια τον καλούσαν, διότι το επάγγελμά του εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, απ’ όπου εξυπηρετούνταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών), φορτωμένος με την γκαζιέρα για να λιώνει το καλάι και τα άλλα σύνεργα και επισκεύαζε όσα μεταλλικά σκεύη είχαν τρυπήσει ή σπάσει. Ήταν ένα επάγγελμα επικερδές και με μεγάλη ζήτηση, γιατί αφενός μεν ήταν πολλά τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο κόσμος, αφετέρου δεν ήταν πολλοί αυτοί που να ασχολούνται με αυτά, διότι είχες να αντιμετωπίσεις και να αντέξεις τις πολλές ώρες εργασίας και διότι έπρεπε να γνωρίζεις καλά τη δουλειά και να δίνεις στα υλικά κατασκευής σου, το σχήμα που ήθελε ο κάθε πελάτης.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν διάφορα ψαλίδια, σφυριά, μέτρο, ματσόλα (ξύλινο σφυρί) και κολλητήρι. Εκεί μαζί με αυτά, βρισκόντουσαν και όλα τα υπόλοιπα εργαλεία του δηλ. το αμόνι, η φουφού, όπου έλιωνε το καλάι και τα μεγάλα κομμάτια της λαμαρίνας που χρησιμοποιούσε.
Ήταν ο άνθρωπος του λαού, του μεροκάματου, αυτό που σήμερα λέμε ‘’ο οικογενειάρχης’’, ο άνθρωπος της δουλειάς, του κόπου, πλημμυρισμένος με αγάπη που σε κερδίζει με την απλότητά του, την καλοσύνη του και την ανοικτοσύνη του, κι αυτό γιατί μιλούσαν και είχαν κάτι να πούνε οι πράξεις τους και οι καρδιές τους, κάτι αληθινό και εγκάρδιο.
Σήμερα το επάγγελμα αυτό αντικαταστάθηκε από τη βιομηχανία. Ήλθαν και έρχονται καθημερινά όλο και νέα προϊόντα της τεχνολογικής εποχή μας, ιδίως το νάιλον και το πλαστικό, τα οποία εκτόπισαν τη λαμαρίνα και την υπόλοιπη δουλειά.
Επειδή λοιπόν κινήθηκα σε αυτή την εποχή, την οποία και έζησα, άρα είχα προσωπικές μνήμες και εμπειρίες, για τον λόγο αυτό και έχω στραμμένο το βλέμμα μου στο παρελθόν και στο νου μου παίζουν οι εικόνες εκείνης της εποχής ασπρόμαυρες και γρατσουνισμένες, ζαχαρένιες και φαρμακωμένες αντάμα, τραχιές και τρυφερές, περήφανες και ταπεινές, αλλά ανυπόφορα νοσταλγικές!
Από τον Γιάννη Γούδα