Κίνησαν λοιπόν ένα γιόμα για τ’ αμπέλια για να ζητήσουν από τον ντραγάτη ή δραγάτη σταφύλια, γιατί τα πεθύμησαν τα κορίτσια. «Δώσε μας σταφύλια και φίλα μας τα χείλια», του είπαν για να τον καλοπιάσουν, γιατί ήταν δύσκολος παλιά, ο συγκεκριμένος αγροτικός φύλακας του χωριού. Μεγάλο το δίλημμα. Από τη μια μεριά η θέση του, το καθήκον, η υποχρέωση και η υπόσχεση που έδωσε για την πιστή φύλαξη των χωραφιών του κάθε χωριού. Από την άλλη η μεγάλη πρόκληση, η αναπάντεχη ευκαιρία. Μέσα στην ερημιά, τρεις μαυρομάτες μπροστά του ζωντανές. Να του ζητάν λίγα τσαμπιά σταφύλια με αντάλλαγμα γλυκά φιλιά στα χείλια. Δε συμβαίνουν αυτά πάντοτε. Αραιά και που. Ήταν ο τυχερός. «Μπάτε και φάτε, κανέναν μη ρωτάτε» η απάντησή του. Τι ντραγάτης ήταν. Αυτός τα φύλαγε, αυτός τα εξουσίαζε. Δικά του ήταν τ’ αμπέλια, ότι ήθελε έχανε και στο κάτω κάτω, τι έγινε; Χάλασε ο κόσμος για ένα τσαμπί σταφύλι; Πότε θα ξαναπαρουσιάζονταν τέτοια ευκαιρία. Τέτοια πρόκληση και τέτοιος πειρασμός.
Και η συνέχεια του τραγουδιού:
«Ώσπου να μπει και ώσπου να βγει η κόρη απ’ τ’ αμπέλι, μας βγήκε... φιλημένη».
Και να ήταν μόνο τα σταφύλια; Τα δέντρα με τους καρπούς τους αποτελούσαν το συμπλήρωμα της διατροφής μας. Εμείς, τα παιδιά, με οδηγό την πείνα, ορμούσαμε σε κάθε τι φαγώσιμο και κάθε φορά που επιχειρούσαμε να κόψουμε από κάπου ένα σταφύλι ή ένα φρούτο, τρέμαμε μήπως τον δούμε, γιατί ξέραμε το τι θα επακολουθήσει. Η τιμωρία γινόταν επί τόπου και περιελάμβανε άλλοτε πολλά χαστούκια, άλλοτε πολλές δεκάδες μετάνοιες και άλλοτε βγάλσιμο του παντελονιού και δέσιμο στον κορμό του δέντρου «προς γνώση και συμμόρφωση». Τρέμαμε όμως ακόμη και με το που ακούγαμε από μακριά τη σφυρίχτρα και το τρομερό φώναγμά του με ακατανόμαστες εκφράσεις, γιατί νομίζαμε ότι απευθύνονταν σε εμάς, μας αφορούσε η βρισιά του και έπρεπε να συμμορφωθούμε αμέσως. Υπήρχαν όμως και φορές, που έμενε στις συστάσεις και το βράδυ ακολουθούσαν οι παρατηρήσεις στους γονείς και στους παππούδες μας. Αλλά δεν ήταν λίγοι και οι μεγάλοι που, σαν δεν τους έβλεπε κανείς, άπλωναν χέρι σε ξένα δέντρα...
Οι παλαιότεροι θυμούνται τα όργανα της αγροτικής ασφάλειας, που όλοι τα αποκαλούσαν ντραγάτες ή δραγάτες. Δεν ήταν επάγγελμα, αλλά εποχιακή ασχολία λίγων μηνών, από τον καιρό που άρχιζαν να ωριμάζουν όλα τα φρούτα μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι και να έρθουν τα πρωτοβρόχια. Τα πιο παλιά χρόνια, διορίζονταν από τα κοινοτικά συμβούλια, ενώ αργότερα έγιναν μόνιμοι και δεν εξαρτιόνταν άμεσα από τους ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας.
Έφτιαχνε το παρατηρητήριό του στις κορυφές των λόφων (είχε δυο-τρία, για να χάνουν οι κλέφτες τα ίχνη του και να μη ξέρουν από πού θα φανεί) που του χρησίμευε για παρακολούθηση και για την κατοικία του μέρα και νύχτα. Κρεμούσε και καμιά κάπα ή ένα μαντίλι ή κάποιο ρούχο, έτσι που να φαίνονται από μακριά και να νομίζουν όλοι ότι βρίσκεται κάπου εκεί κοντά. Έτσι ο φόβος λειτουργούσε ανασταλτικά και οι κλεψιές περιορίζονταν. Για φαγητό από το σπίτι, δεν είχε και τόσο πρόβλημα. Ήταν λιτό, με περισσότερο συνηθισμένο το ψωμί, το τυρί ή και καμιά ντομάτα από τους κήπους, που τυπικά και άτυπα ήταν κι αυτοί, υπό τον έλεγχό του. Άλλωστε γνώριζε που υπήρχαν και τα καλύτερα φρούτα (γκόρτσα, σταφύλια, σύκα, μήλα, καρύδια κ.ά.) και μέρες-μέρες βολεύονταν και με αυτά . Όμως οι νοικοκυρές δεν τον άφηναν έτσι. Για να τον καλοπιάσουν και να προσέχει περισσότερο τα χωράφια τους, αλλά και γιατί ήταν μακριά από το σπίτι του, του πήγαιναν συχνά καλό φαγητό, κρασί και ότι άλλο εκλεκτό είχαν. Οι πίτες όμως είχαν την τιμητική τους καθώς τις απαιτούσε και το έθιμο.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι, ο συγκεκριμένος θεσμός ωφέλησε πολύ τον τόπο. Υπήρχε ένας στοιχειώδης έλεγχος και οι ντόπιοι, αλλά και οι ξένοι που έρχονταν από τα διπλανά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν στις εντολές και στους άγραφους νόμους του χωριού ότι τα φρούτα θα έπρεπε να καλύψουν τις ανάγκες όλων των κατοίκων τον χειμώνα, διότι και δεν ήταν σε επάρκεια και ο καθένας και η καθεμιά είχε τις ανάλογες ανάγκες της οικογένειάς του, διότι τότε οι οικογένειες ήταν μεγάλες, άρα ήταν μεγάλες και οι απαιτήσεις τους σε τρόφιμα και φρούτα.
Στο σημείο αυτό, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ και σε έναν άλλο εποχιακό θεσμό, αυτόν του «Αυλακάρη». Η δουλειά του ξεκίναγε από τις αρχές του καλοκαιριού και σαν πρώτη του ενέργεια ήταν να συγκεντρώσει τους ιδιοκτήτες των χωραφιών να βγάλουνε τ’ αυλάκια. Να καθαρίζουνε, δηλαδή, το κεντρικό δίκτυο ύδρευσης από χορτάρια, ξύλα, χώματα και πέτρες που είχαν μαζευτεί μέσα σε αυτό από το χειμώνα. Κάθε ιδιοκτήτης έβγανε το αυλάκι που πέρναγε πάνω ή δίπλα από το χωράφι του. Ο ίδιος φρόντιζε ακόμα να μαζευτούν όλοι όσοι είχαν τα χωράφια τους στην περιοχή ευθύνης του και να πάνε να βάλουνε τη δέση (το σημείο σύνδεσης του ποταμού με το αυλάκι). Η ανυπακοή μπορεί να σήμαινε και μηνυτήρια αναφορά, με τις όποιες συνέπειες. Ο ίδιος καθόριζε την αράδα, τη σειρά, δηλαδή, με την οποία θα πότιζε ο καθένας και τους ειδοποιούσε από την προηγούμενη ή δύο μέρες πριν. Ήταν, επίσης, και εκείνος που έκοβε τα νερά στην κόφτρα και έπεφταν πάλι στο ποτάμι, για να μπορούσαν να ποτιστούν και τα παρακάτω χωράφια. Στην αρμοδιότητά του ήταν και τα κεντρικά αυλάκια, που τακτικά τα έλεγχε και τα καθάριζε, από οποιοδήποτε ξένο αντικείμενο που εμπόδιζε την ομαλή πορεία του νερού.
Το σήμα κατατεθέν του ήταν η τσάπα του και με αυτήν στον ώμο τον θυμόμαστε να γυρίζει όλο το χωριό. Ήταν και η ολιγόλεπτη παρέα καθενός που πότιζε, για λίγη κουβέντα στα πεταχτά κι ένα στριφτό τσιγάρο. Και ο ένας και ο άλλος έπρεπε να κοιτάξουν τη δουλειά τους.
Όπως και η αμοιβή του δραγάτη, έτσι και του αυλακάρη, ήταν σε είδος. Ανάλογα με την έκταση του χωραφιού του ο καθένας, του έδινε από τα προϊόντα της συγκομιδής. Αν και τη δουλειά αυτή κάποιοι τη θεωρούσαν χαμαλίκι, έβγαζε ένα ικανοποιητικό εισόδημα μέσα σε λίγους μήνες. Υπήρχαν χρονιές που κυλούσαν ομαλά, δηλ. τηρούσαν όλοι τους την αράδα (τη σειρά) ποτίσματος. Υπήρχαν όμως και καλοκαίρια δύσκολα και για τον ίδιο, αλλά και για τους χωριανούς, γιατί τα αίματα άναβαν εύκολα με εκείνους που παραβίαζαν αυθαίρετα την προτεραιότητα, προβάλλοντας τα δικά τους επιχειρήματα, κάποιες φορές ανυπόστατα.
Γιατί σας τα είπα όλα αυτά σήμερα και γιατί αναφέρθηκα στους δύο αυτούς παλιούς θεσμούς; Ο λόγος είναι απλός. Και οι δύο μας δίδαξαν αρχές και αξίες. Σεβασμό στη συνεργασία και στην κοινωνικότητα, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και στην εφαρμογή είτε των άγραφων νόμων των χωριών, είτε των γραπτών της Πολιτείας. Μας δίδαξαν τιμιότητα και δουλειά. Μας δίδαξαν συμπεριφορές και τρόπο ζωής, διότι κοιτάξτε τι γίνεται σήμερα; Απληστία, εγώ και εγωισμοί, μίσος, ζήλεια και κακομοιριά μας έφεραν εδώ που είμαστε και όλος αυτός ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμά μας και όλες οι παραδόσεις μας, πήγαν περίπατο...