Μόνο έτσι θα ξεφύγουμε από τις καταστροφικές υπεραντλήσεις επιφανειακών και (κυρίως) υπόγειων υδάτων, την κατασπατάληση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας, την εξοντωτική αύξηση του κόστους παραγωγής, τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, την υπονόμευση του μέλλοντος του πρωτογενούς τομέα στην περιοχή μας. Αυτό επισημαίνει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., αναφερόμενη στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια με την έλλειψη ταμιευτήρων νερού και την ανισόρροπη αξιοποίησή του από υπόγειους υδροφορείς και επιφανειακά νερά. Ειδικότερα:
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Η υψηλής παραγωγικότητας γεωργία και κτηνοτροφία που αναπτύχθηκαν στη Θεσσαλία τις προηγούμενες δεκαετίες στηρίζεται στη διαθεσιμότητα νερού κυρίως από τους υπόγειους υδροφορείς και κατά πολύ λιγότερο σε έργα ταμίευσης επιφανειακών υδάτων. Υπάρχει κάποια σαφής τάση αντιστροφής σε αυτήν τη σχέση; Τι πρόοδος έχει γίνει τα τελευταία 50 χρόνια και πώς η έλλειψη ταμιευτήρων νερού επηρέασε το περιβάλλον της Θεσσαλίας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Ο θεσσαλικός κάμπος είναι η μεγαλύτερη χωρίς διακοπτόμενα τμήματα καλλιεργούμενη έκταση στη χώρα μας με πάνω από 5 εκατ. στρέμματα. Περιβάλλεται από ορεινούς όγκους, διαρρέεται από τον Πηνειό ποταμό και τους παραπόταμούς του, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια δίνουν ζωή στον τόπο, συνδέουν επί αιώνες την ιστορία και τον πολιτισμό των κατοίκων της Θεσσαλίας και τους προσφέρουν δυνατότητα επιβίωσης και ευημερίας.
Στη σύγχρονη εποχή, η υψηλής παραγωγικότητας γεωργία και η κτηνοτροφία που έχουν αναπτυχθεί στη Θεσσαλία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατότητα άρδευσης του 50% περίπου των εκτάσεων του κάμπου.
Χάρη στο νερό, οι υψηλής προστιθέμενης αξίας καλλιέργειες με τοπική μεταποίηση, όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα οπωροκηπευτικά, τα αμπέλια και άλλα, καλύπτουν σημαντικές εκτάσεις του θεσσαλικού κάμπου, όπου παράγονται υψηλής αξίας προϊόντα.
Όμως, κατά τους δύσκολους καλοκαιρινούς μήνες, όταν οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες, ενώ ταυτοχρόνως οι ανάγκες για νερό φθάνουν στο ανώτερο όριό τους, η κατάσταση γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη χρόνο με τον χρόνο.
Το φαινόμενο της ξηρασίας εμφανίζεται όλο και πιο συχνά. Τα ποτάμια και οι λίμνες έχουν όλο και λιγότερο νερό, οι υπόγειες ροές είναι πολύ περιορισμένες, ενώ η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επιδεινώσει το υδατικό ισοζύγιο και υπό την απειλή της ερημοποίησης θα κάνει δυσκολότερη τη διαχείριση του προβλήματος. Και φυσικά οι γεωργοί που έχουν επιλέξει αρδευόμενες (και όχι ξηρικές) καλλιέργειες και έχουν επενδύσει σε γνώση και δαπάνες ανάλογου εξοπλισμού, όταν δεν έχουν νερό να ποτίσουν, ζούνε με την αγωνία να πάνε χαμένοι οι κόποι όλης της χρονιάς.
Στην έλλειψη νερού συνεπώς εντοπίζεται και το ΜΕΓΙΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της Θεσσαλίας. Ένα πρόβλημα που, δυστυχώς, είναι κατά κάποιον τρόπο «αόρατο», καθώς δεν είναι σε θέση ο καθένας να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια και να βιώνει καθημερινά τη μείωση της παροχής υδάτων στους ποταμούς, τις λίμνες και κυρίως δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει τη συνεχή ταπείνωση της στάθμης των υδάτων στα υπόγεια υδροφόρα στρώματα.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εξάπλωση της ρύπανσης από ποικίλες ανθρώπινες δραστηριότητες (λιπάσματα και φυτοφάρμακα από τη γεωργία, υγρά απόβλητα βιομηχανιών και οικισμών, κ.ο.κ.), οδηγούν σε μία εκρηκτική κατάσταση και ουσιαστικά υπονομεύεται οικολογικά το μέλλον των επόμενων γενεών.
Παρότι το πρόβλημα έχει εντοπισθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, στην πραγματικότητα οι αιτίες που το προκαλούν παραμένουν. Η γεωργία και οι αρδεύσεις στηρίζονται κατά 70% περίπου στα νερά αυτής της τεράστιας υπόγειας «δεξαμενής», την οποία τροφοδοτεί ο φυσικός κύκλος του νερού.
Μια προφανής υποχρέωση χρηστών και Πολιτείας είναι η εξοικονόμηση του πολύτιμου φυσικού πόρου, όπως εξάλλου προβλέπεται και στο ισχύον Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) Θεσσαλίας σε ποσότητες της τάξης των 180 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως.
Η επίτευξη του στόχου αυτού θα ήταν πρακτικά εφικτή με τη δημιουργία εκτεταμένων σύγχρονων/κλειστών και ηλεκτρονικά διαχειριζόμενων αρδευτικών δικτύων, κάτι που σε μεγάλο βαθμό δεν υφίσταται (σημ.: ένα τυπικό τέτοιο σύγχρονο έργο θα είναι, ελπίζουμε σύντομα, το εξαγγελθέν νέο αρδευτικό δίκτυο του ΤΟΕΒ Ταυρωπού στην Καρδίτσα, με προοπτική εξοικονόμησης έως και 30 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως!).
Όμως, εκτός από την αναγκαία μείωση των καταναλώσεων, οφείλουμε παράλληλα να εξασφαλίσουμε στις επόμενες γενιές πρόσθετες ταμιεύσεις των υδατικών πόρων σε κατάλληλες θέσεις, κυρίως στα ημιορεινά, στην περίμετρο του κάμπου, με φράγματα και ταμιευτήρες στις κοίτες των παραποτάμων του Πηνειού και με σύγχρονους αγωγούς που θα μεταφέρουν τα νερά εκεί που τα χρειαζόμαστε.
Επίσης, όλες οι μεγάλες πόλεις και οικισμοί, των οποίων η υδροδότηση εξαρτάται κατά 80% περίπου από τα υπόγεια νερά, οφείλουν να προγραμματίσουν την υδροδότησή τους για το μέλλον κατά το δυνατόν από επιφανειακά νερά, που είναι ποιοτικά ανώτερα και έχουν μικρότερο λειτουργικό κόστος, ώστε να εγκαταλειφθούν σταδιακά οι ενεργοβόρες και δαπανηρές αντλήσεις από τον υπόγειο υδροφορέα και κυρίως από τα μη ανανεούμενα αποθέματα, κάτι που διαταράσσει ανεπιστρεπτί την οικολογική ισορροπία.
Το ίδιο, κατά μείζονα λόγο, ισχύει και για τις αρδεύσεις, για τις οποίες διατίθεται πάνω από το 90% του συνόλου των υδάτων που καταναλώνονται στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Άραγε τι πρόοδος έχει γίνει τα τελευταία 50 χρόνια στον τομέα αυτόν; Δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι μάλλον περιορισμένα.
Παρά τις ανάγκες που υπάρχουν μέσα στην υδρολογική λεκάνη του Πηνειού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εκτός από ορισμένα μικρά έργα ταμίευσης νερού, έχουν κατασκευασθεί δύο μόνο έργα πολλαπλού σκοπού με ταμίευση αξιόλογου όγκου υδάτων, τα οποία ήδη συνεισφέρουν στην κάλυψη των υδατικών αναγκών.
Τα έργα αυτά είναι ο ταμιευτήρας (φράγμα) Σμοκόβου (δεκαετία 1990) και ο ταμιευτήρας της Κάρλας που εγκαινιάστηκε το 2018.
Ο ταμιευτήρας Σμοκόβου, ο οποίος κατασκευάστηκε επί της κοίτης ενός από τους παραποτάμους του Πηνειού, τον Σοφαδίτη, λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια, διαθέτει τα νερά του για ανάγκες άρδευσης και σύντομα αναμένεται να καλύψει και ανάγκες ύδρευσης οικισμών (Σοφάδες, Παλαμάς, κ.λπ.). Διαθέτει επίσης και μια μικρή μονάδα παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας.
Η (νέα) λίμνη Κάρλα αποτελεί ένα εμβληματικό για τη Θεσσαλία υδάτινο οικοσύστημα, όπου και πάλι η ύπαρξη του Πηνειού καθόρισε (και θα συνεχίσει και στο μέλλον να καθορίζει) αποφασιστικά τη βιώσιμη λειτουργία του.
Είναι προφανές ότι μόνο τα δύο αυτά έργα εντός της ΛΑΠ Πηνειού δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν ούτε τη δημιουργία των καταστροφικών ελλειμμάτων νερού ούτε φυσικά τη σχέση 70:30 υπόγειων προς επιφανειακά νερά για τις αρδεύσεις, η οποία «συντηρεί» την επιδείνωση των οικοσυστημάτων.
Είναι επίσης γνωστό πως και η υφιστάμενη από το 1960 περιορισμένη ενίσχυση του υδατικού δυναμικού της Θεσσαλίας από τη ΛΑΠ Αχελώου (της τάξης του 10% των ετήσιων καταναλώσεων) μέσω του υδροηλεκτρικού ταμιευτήρα Ν. Πλαστήρα δεν επιλύει (απλώς ανακουφίζει) το πρόβλημα των ελλειμμάτων.
Οι προτάσεις για το θέμα είναι γνωστές. Επιβάλλεται η δημιουργία όλων των αξιόλογου όγκου ταμιεύσεων νερού περιμετρικά του κάμπου (Μουζάκι, Ενιπέας, Ελασσόνα, Νεοχωρίτης, Πύλη κ.λπ.) και βεβαίως και η ολοκλήρωση και λειτουργία των ημιτελών έργων Αχελώου (φράγμα Συκιάς και σήραγγα μεταφοράς προς Μουζάκι), με παράλληλη υδροηλεκτρική αξιοποίηση όλων των ταμιεύσεων στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Μόνο έτσι θα ξεφύγουμε από τις καταστροφικές υπεραντλήσεις επιφανειακών και (κυρίως) υπόγειων υδάτων, την κατασπατάληση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας (σημ.: υπολογίζεται ότι η κατανάλωση ενέργειας των 33.000 γεωτρήσεων ανέρχεται σε 700 GWh ετησίως), την εξοντωτική αύξηση του κόστους παραγωγής, τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, την υπονόμευση του μέλλοντος του πρωτογενούς τομέα στην περιοχή μας.
Μόνο έτσι θα αποκτήσουμε αποθέματα νερού, άκρως αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών μας κατά τις κρίσιμες περιόδους λειψυδρίας/ξηρασίας, την οποία όλοι αποδέχονται ως φυσιολογική συνέπεια των κλιματικών αλλαγών, ελάχιστα όμως (έως καθόλου…) εργάζονται για την αντιμετώπισή της!
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.