Η Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, όπως είναι γνωστό, ήταν η τελική εμφάνιση του Κυρίου προς τους μαθητές Του, που έγινε κατά την τεσσαρακοστή ημέρα μετά την Ανάστασή Του. Η Ανάληψη δε αυτή έγινε κατά τρόπο πάρα πολύ παραστατικό, ώστε να μείνει αλησμόνητη στις καρδιές των μαθητών.
«Ανεφέρετο, λέγει χαρακτηριστικά ο Καλλίνικος, βραδέως και μεγαλοπρεπώς, ως πλοίον ανελκύσαν την άγκυραν και μικρόν κατά μικρόν χανόμενον εκ του ορίζοντα». Ποιο είναι, όμως, θα έλεγε κανείς το βαθύτερο νόημα της Ανάληψης αυτής;
Στο πιο πάνω ερώτημα, η απάντηση δίνεται από τον Απόστολο Παύλο, που βεβαιώνει θεοκίνητα ότι ο Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς ως «πρόδρομος υπέρ ημών» (Εβρ. 6,20), «ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4,10). Για να τελειώσει, δηλαδή, το σωτηριώδες έργο Του και για να πλημμυρίσει με τη ζωοποιό παρουσία Του τα πάντα, σύροντας πίσω Του ολόκληρη την ανθρωπότητα «εις την οικειότητα της τριαδικής ζωής» (ΘΗΕ 2,504).
α) Το πιο πάνω, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, έγινε προς το συμφέρον των ανθρώπων, γιατί ο Κύριος, αιρόμενος υπεράνω των ανθρωπίνων, θα έστελνε, ως Ιδρυτής και Αρχηγός της Εκκλησίας Του, τον Παράκλητο, που θα φώτιζε και θα οδηγούσε τους μαθητές «εις πάσαν την αλήθειαν». «Νυν δε, είπε χαρακτηριστικά, υπάγω προς τον πέμψαντά με... Συμφέρει (δε) υμίν, ίνα εγώ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς, εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς (Ιω. 6,5-7).
Όπως δηλαδή ένας κολυμβητής, λέγει, ερμηνεύοντας τα πιο πάνω λόγια του Κυρίου, έχει το σώμα του βυθισμένο κάτω από τα κύματα της θάλασσας, αλλά την κεφαλή του έξω από το νερό και τα κύματα, «ούτω συμβαίνει και εδώ. Το σώμα της Εκκλησίας κυματοπαλεύει πεφυλακισμένον υπό την ρευστήν των εγκόσμιων φύσιν, αλλ’ ο Χριστός, η κεφαλή Του, οφείλει να είναι άνω, έξω των γηίνων κυμάτων, άλλην ατμόσφαιραν αναπνέων, και τούτο προς το καλόν ημών» (Τα θεμέλια της Πίστεως, σελ. 189-190).
β) Με την Ανάληψη δε αυτή και την εκ δεξιών καθέδρα, ο Κύριος άνοιξε στην πραγματικότητα τον δρόμο και για τη δική μας ανάβαση στους ουρανούς. «Καγώ, εάν υψωθώ εκ της γης, έλεγε για τούτο στους μαθητές Του, πάντα ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. 12, 32). «Και εάν πορευθώ, έλεγε και πάλι ο Κύριος, και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ και υμείς ήτε» (Ιω. 14, 3).
Εξαιτίας της ανερμήνευτης αγάπης Του, με άλλα λόγια, ο Χριστός δεν δημιούργησε μονάχα τους ανθρώπους, αλλά «όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε... και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 2, 5-6).
Πώς να ονομάσει, λοιπόν, κανείς την ανέκφραστη αυτήν αγάπη του Χριστού; «Συ αναφέρεσαι για τούτο και στη Λειτουργία του Ιερού Χρυσοστόμου, εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες και παραπεσόντας ανέστησας πάλιν και ουκ απέστης, πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγες και την βασιλείαν σου εχαρίσω την μέλλουσαν».
Πώς να γιορτάσουμε, λοιπόν, θα έλεγε κανένας, την Ανάληψη του Χριστού, που κατά τον Μ. Βασίλειο «τον ουρανόν βατόν τοις ανθρώποις εργάζεται» (Μ. 28, 1028). Στα παλαιά τα χρόνια, η Ανάληψη του Χριστού γιορταζόταν στη Δύση κατά τρόπο πάρα πολύ παραστατικό. Κατασκευαζόταν, δηλαδή, ένα ομοίωμα του Χριστού, που κατά τον εορτασμόν αναφερόταν με ένα σχοινί από το κέντρο του ναού προς την οροφή, όπου εξαφανιζόταν από κάποια οπή (ΘΗΕ, 2, 509).
Από την πιο πάνω συνήθεια, γίνεται φανερό ότι τονιζόταν στη Δύση ιδιαίτερα η αναληπτική κίνηση του Χριστού προς τον ουρανό, γιατί συνδεόταν με την ανυψωτική φορά του κάθε πιστού ανθρώπου προς το Θεό.
Ο σωστός εορτασμός, όμως, της Ανάληψης του Χριστού απαιτεί βασικά την ανύψωση του νου και της καρδιάς κάθε πιστού προς τον ουρανό. Σ’ αυτήν την ανύψωση ακριβώς μας καλεί ο ιερέας σε κάθε θεία λειτουργία, λέγοντας το «Άνω σχώμεν τας καρδίας», ενώ ο λαός απαντά «Έχομεν προς τον Κύριον», που «ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. 3, 16). Ας συνανεβάζουμε δε ταυτόχρονα με τα μάτια και με τις καρδιές μας και ολόκληρη «την βροτείαν φύσιν» μας με τις φτερούγες της εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι ζωής.