Ηγούμενο Ι. Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου-Μεγαλόβρυσου Αγιάς
Η Κυριακή του Τυφλού αναφέρεται στα περιστατικά της συγκεκριμένης θεραπείας που πραγματοποίησε ο Κύριός μας. Στην αρχή οι μαθητές θέτουν στον Ιησού ένα κρίσιμο ερώτημα: “Δάσκαλε, εφόσον ο άνθρωπος αυτός είναι εκ γενετής τυφλός, ποιος αμάρτησε, ο ίδιος ή οι γονείς του;”. Το ερώτημα ηχεί παράξενα στον σύγχρονο τεχνολογικό άνθρωπο, ο οποίος είναι συνηθισμένος σε ορθολογικές και νατουραλιστικές ερμηνείες των πάντων. Όμως για τη θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας η ερμηνεία του θανάτου, της ασθένειας και των δεινών της ανθρωπότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αμαρτία. Στην τελευταία αυτήν αποδίδουν αμιγώς υπαρξιακό χαρακτήρα και όχι νομικό (παράβαση κανόνων) ή ηθικοπλαστικό (σφάλματα συμπεριφοράς).
Η απάντηση του Ιησού είναι ότι κανείς από αυτούς (τον τυφλό ή τους γονείς του) δεν αμάρτησε και συνεπώς η σωματική αναπηρία του δεν οφειλόταν σε υπαρξιακή αστοχία. Το ζήτημα είναι σημαντικό, διότι από τη μια πλευρά έχουμε να αποφύγουμε το ορθολογικό-νατουραλιστικό άκρο και από την άλλη το άκαμπτα “θρησκευτικό”, όπου σχεδόν όλα τα δεινά του βίου αποδίδονται στην ανθρώπινη αμαρτωλότητα αδιακρίτως. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι η ποιμαντική της Εκκλησίας θα πρέπει να δρα εξατομικευμένα απέναντι σε κάθε άνθρωπο που ζητά τη βοήθειά της και να μη βασίζεται σε μια γενικευμένη και απρόσωπη θεώρηση, δήθεν παραδοσιακή. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το ψυχολογικό, κληρονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό-επαγγελματικό πλαίσιο του βίου κάθε ανθρώπου. Μόνον έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον σύγχρονο άνθρωπο, κάτι που απαιτεί βάθος χρόνου, κόπο, υπομονή και επιμονή.
Μετά τη θεραπεία του τυφλού ακολουθεί μεγάλη σύγχυση και δυσπιστία στην τοπική κοινωνία κατά πόσον ο θεραπευθείς είναι ο πρώην εκ γενετής τυφλός. Άλλοι έλεγαν ότι όντως αυτός είναι, άλλοι ότι του μοιάζει (..!), την ίδια στιγμή που ο πρώην τυφλός τούς διαβεβαίωνε ποιος είναι. Τη σκληρότερη στάση τήρησαν όπως πάντα οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, οι οποίοι επιπλέον εξαγριώθηκαν από το γεγονός ότι ο πρώην τυφλός πίστεψε ολόψυχα στον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα (Μεσσία) του κόσμου.
Στη συνάφεια αυτή το κεντρικό θέμα είναι η πίστη. Παρόλο που διάφοροι άνθρωποι είχαν μπροστά τους τον πρώην τυφλό, ο οποίος με θέρμη ομολογούσε τα όσα συνέβησαν κατά τη συγκλονιστική συνάντησή του με τον Ιησού (συνάντηση που τον άλλαξε σωματικά, αλλά κυρίως πνευματικά), πολλοί δεν θέλησαν να πιστέψουν. Προσπάθησαν με φανατισμό και κουτοπονηριά να διαψεύσουν τη μαρτυρία του πρώην τυφλού, χωρίς φυσικά να το πετύχουν. Όλα αυτά αποδεικνύουν για πολλοστή φορά ότι ο άνθρωπος πιστεύει αυτό που επιθυμεί να πιστέψει. Πίστη σημαίνει βαθιά εμπιστοσύνη, μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Στην κοινωνία υπάρχει διάχυτη η (μάλλον αφελής) άποψη ότι η θρησκευτική (κυρίως) πίστη είναι μια αφηρημένη παραδοχή ότι υπάρχει “κάπως, κάπου” ένα Ανώτατο Ον. Αυτή η άποψη δεν έχει την παραμικρή σχέση με την Καινή Διαθήκη και την αυθεντική χριστιανική παράδοση. Για τη διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας η πίστη σημαίνει ελεύθερη-αβίαστη εμπιστοσύνη στον Τριαδικό Θεό και στον Ένσαρκο Λόγο, εμπιστοσύνη που πηγάζει από την αγάπη προς τον Σωτήρα μας και τεκμηριώνεται με τον σκληρό αγώνα μας για την υπερνίκηση της αμαρτίας και των παθών. Εφόσον η πίστη εξαρτάται κατά βάθος από τον προσανατολισμό της θέλησης-επιθυμίας του ανθρώπου, είναι κορυφαίας σημασίας η καθαρότητα της καρδιάς και το πόσο πλατιά ή στενή είναι. Αυτά τα δύο (καθαρότητα και εύρος καρδιάς) είναι, εντελώς συνοπτικά, οι θεμελιώδεις παράγοντες που διαμορφώνουν την κοσμοθεωρία και τον υπαρξιακό προσανατολισμό του κάθε ανθρώπου.