Επιπλέον «οι αρμόδιοι πρέπει να κατανοήσουν, και ιδιαίτερα όσοι επαγγέλλονται την πράσινη ανάπτυξη, ότι αυτή δεν νοείται στη χώρα μας χωρίς την αξιοποίηση και του υπόλοιπου υδροδυναμικού, όπως έχουν κάνει άλλωστε έγκαιρα όλες οι αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης (Νορβηγία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.) και έτσι τώρα μπορούν να ...οικολογούν εκ του ασφαλούς». Προτείνουν, λοιπόν, την επένδυση σε ΥΗΕ, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, να θωρακιστεί η χώρα μας «για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας» και βεβαίως να περιοριστεί η ενεργειακή μας εξάρτηση. Αυτό αναφέρει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., επικαλούμενη σχετικά Συμπεράσματα ημερίδας της Ακαδημίας Αθηνών, με θέμα την ενεργειακή αυτονομία της χώρας, τα οποία δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Εκδοθήκαν πρόσφατα τα πρακτικά με τις εισηγήσεις και τα πορίσματα της ημερίδας που διοργανώθηκε τον περασμένο Οκτώβριο από την ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ με αντικείμενο την «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ».
Θα μπορούσατε να παρουσιάσετε ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της ημερίδας και τα δικά σας σχόλια, ιδιαίτερα εκείνα που συνδέονται με θέματα που αφορούν την περιοχή μας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Πολλά και ενδιαφέροντα όσα ακουστήκαν στην ημερίδα της Ακαδημίας (δείτε στο {1} τον σχετικό σύνδεσμο), τα οποία όμως είναι δύσκολο να αναφερθούν στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε. Θα περιοριστούμε σε δύο μόνο από αυτά.1. Μια βασική διαπίστωση της ημερίδας είναι ότι «από το 2005 έως το 2020, και ενώ η Ε.Ε. κατά μέσο όρο μείωσε τον βαθμό (ενεργειακής) εξάρτησής της, η Ελλάδα χειροτέρευσε σημαντικά τη θέση της», καταλήγοντας στο πρώτο κύριο συμπέρασμα ότι η ενεργειακή αυτονομία της χώρας (ή έστω η ελαχιστοποίησή της) θα έπρεπε να αποτελεί «επιβεβλημένη» στρατηγική επιλογή. Συγκεκριμένα στην εισήγηση του επίτιμου προέδρου του ΙΟΒΕ, κου Ραφαήλ Μωυσή, αναφέρθηκε ότι ενώ στην Ε.Ε. η ενεργειακή εξάρτηση κινείται στα επίπεδα του 55%, στην Ελλάδα «η ενέργεια που καταναλώνουμε προέρχεται κατά 78% από εισαγόμενα υγρά καύσιμα και φυσικό αέριο (Φ.Α.), ενώ μόλις το 22% προέρχεται από τους εγχώριους λιγνίτες και τις ΑΠΕ», με αποτέλεσμα (πέραν των άλλων) ο ενεργειακός τομέας «να αποτελεί σημαντικό αρνητικό παράγοντα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, επιβαρύνοντας διαχρονικά το δημόσιο χρέος» της χώρας μας, η οποία ως γνωστόν στον συγκεκριμένο δείκτη ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ (σημ. ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. ανέρχεται στο 76%).
Με βάση τα παραπάνω επισήμανε ότι «η ενεργειακή αυτονομία είναι ένας παράγων, τον οποίο στην Ελλάδα πρέπει να προσεγγίζουμε με σοβαρότητα».
Από όσα αναφέρθηκαν ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα για την ενεργειακή πολιτική, όπως αυτή αποτυπώνεται στα ΕΣΕΚ (σημ. Αποφάσεις για τον Ενεργειακό Σχεδιασμό) των δύο τουλάχιστον τελευταίων κυβερνήσεων Τσίπρα και Μητσοτάκη, οι οποίες με πανομοιότυπες πολιτικές επιλογές, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τους κινδύνους από την απογείωση της εξάρτησης και την επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, στο όνομα μιας «πράσινης» πολιτικής χωρίς κατάλληλη προετοιμασία (π.χ. χωροταξικός σχεδιασμός), αύξησαν κατακόρυφα τις εισαγωγές Φ.Α., μείωσαν απότομα και χωρίς περίσκεψη τη λιγνιτική παραγωγή και (αμφότεροι) εξοβέλισαν χωρίς πολλές εξηγήσεις την υδροηλεκτρική ενέργεια (ΥΗΕ) από το πρόγραμμα νέων ενεργειακών μονάδων (!). Και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες και φυσικά ο πόλεμος, εξακόντισαν τις τιμές ενέργειας σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τη χώρα μας να είναι και σε αυτόν τον δείκτη ...πρωταθλήτρια!
Ενώπιον αυτής της απελπιστικής πραγματικότητας, αντί να ακουστεί κάποια αυτοκριτική για την πολιτική των κυβερνήσεων, αντί να δοθούν κάποιες εξηγήσεις για τις βιαστικές επιλογές τους και για τη μονομέρεια που επέδειξαν στη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος (ΑΠΕ αποκλειστικά από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες και μάλιστα χωρίς στοιχειώδη χωροταξικό σχεδιασμό), αντί να απολογηθούν που έστρωσαν το κατάλληλο έδαφος για τις ασύλληπτα υψηλές τιμές ενέργειας (απουσία ουσιαστικού ανταγωνισμού, θεσμοθέτηση εργαλείων «διευκόλυνσης» των παρόχων -π.χ. ρήτρα αναπροσαρμογής- στον καθορισμό των τιμολογίων), εμφανίζονται τώρα οι δύο βασικοί μονομάχοι της πολιτικής να «τσακώνονται» ποιος άραγε φταίει περισσότερο, εκείνος που θεσμοθέτησε τα εργαλεία εξόντωσης των εισοδημάτων των απλών ανθρώπων ή εκείνος που εφαρμόζει τα όσα αποφάσισαν οι προηγούμενοι...
2. Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που αναδείχθηκε στην ημερίδα είναι η παραγωγή ΥΗ Ενέργειας, κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την (ελλειμματική ενεργειακά) περιοχή μας, λόγω των σημαντικών δυνατοτήτων που προσφέρονται για παραγωγή στη Δυτική Θεσσαλία.
Σύμφωνα με τον δρ Ιωάννη Στεφανάκο, η αξιοποίηση του οικονομικά και τεχνικά εκμεταλλεύσιμου υδροδυναμικού της Ελλάδας περιορίζεται στο απογοητευτικό ποσοστό του 32% (!!), παρότι τα νερά αποτελούν εγχώριο, ανανεώσιμο και οικολογικό ενεργειακό πόρο.
Εκτός αυτού, στα ήδη υφιστάμενα ΥΗΕ, το 30% του ωφέλιμου όγκου των αντίστοιχων ταμιευτήρων «διατίθεται κατά προτεραιότητα για άλλες, πέραν της ηλεκτροπαραγωγής, χρήσεις», αναδεικνύοντας και την τεράστια σημασία του πολλαπλού σκοπού των έργων αυτών (υδρεύσεις, αρδεύσεις, αποθέματα για περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας, αποθέματα για αποκατάσταση των οικοσυστημάτων που καταρρέουν κ.λπ.).
Και όπως αναφέρθηκε «το 2010, έτος με πολλά νερά, τα ΥΗΕ έσωσαν το διασυνδεδεμένο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές», κάτι που αναδεικνύει τη (λιγότερο γνωστή) αξία της ΥΗ ενέργειας στην ευστάθεια του συστήματος και την κάλυψη των αιχμών στη ζήτηση.
Και όμως οι τελευταίες κυβερνήσεις, παρά τις δυσκολίες που διέρχεται στη χώρα μας ο ενεργειακός τομέας, επιλέγουν την άρνηση απέναντι στα ΥΗ έργα.
Έστω και τώρα όμως οφείλουν να επανεξετάσουν την παράλογη στάση τους (η οποία πάντως μπορεί κάπως να εξηγηθεί εάν σκεφθεί κανείς το μεγάλο ενδιαφέρον των ολιγοπωλίων της ενέργειας για ευρύ πεδίο δράσης, χωρίς ανταγωνισμό, στους τομείς των φωτοβολταϊκών και αιολικών μονάδων παραγωγής).
Σε κάθε περίπτωση το μήνυμα από την ημερίδα της Ακαδημίας ήταν «να κατασκευασθούν άμεσα και άλλα μεγάλα φράγματα στην Ελλάδα, τόσο για την παραγωγή ΥΗ ενέργειας όσο και για την αντιπλημμυρική προστασία, ύδρευση, άρδευση και άλλες χρήσεις», θεωρώντας ότι «η παραπέρα ανάπτυξη του υδροδυναμικού της χώρας είναι επιτακτική ανάγκη».
Επιπλέον στα συμπεράσματά τους επιμένουν ότι «οι αρμόδιοι πρέπει να κατανοήσουν, και ιδιαίτερα όσοι επαγγέλλονται την πράσινη ανάπτυξη, ότι αυτή δεν νοείται στη χώρα μας χωρίς την αξιοποίηση και του υπόλοιπου υδροδυναμικού (σημ. δηλαδή του ...68%), όπως έχουν κάνει άλλωστε έγκαιρα όλες οι αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης (Νορβηγία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.) και έτσι τώρα μπορούν να ...οικολογούν εκ του ασφαλούς».
Προτείνουν λοιπόν την επένδυση σε ΥΗΕ, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, να θωρακιστεί η χώρα μας «για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας» και βεβαίως να περιοριστεί η ενεργειακή μας εξάρτηση.
Για την Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
* Τάσος Μπαρμπούτης, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
* Κώστας Γκούμας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
{1} Σύνοψη συμπερασμάτων Ημερίδας της Ακαδημίας Αθηνών για την ενεργειακή αυτοδυναμία της Ελλάδος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την Ενέργεια
http://www.academyofathens.gr/el/announcements/press-releases/20220203.