Του Ηλία Κανέλλη
Στην Ελλάδα, συνήθως, δεν ενδιαφερόμαστε σοβαρά για ό,τι γίνεται εκτός των τειχών του μικρόκοσμού μας, στον μεγάλο κόσμο. Σπανίως μας απασχολούν τα θέματα του λεγόμενου διεθνούς δελτίου, ακόμα και τα ευρωπαϊκά ελάχιστα μας απασχολούν αν δεν άπτονται των δικών μας συμφερόντων. Ακόμα και τα δημοφιλή κουτσομπολιά, όπως π.χ. το πρόσφατο σκάνδαλο με τα ερωτικά του Γάλλου προέδρου Ολάντ, δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα - κι άλλωστε έχουμε και τα δικά μας κουτσομπολιά.
Κάπως έτσι αντιμετωπίζουμε ό,τι έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό στον αραβικό κόσμο και στην Ουκρανία: δεν μας ενδιαφέρουν. Για τα υπόλοιπα, φροντίζουν οι ιδεοληψίες μας και τα πασαλείμματα των πιο μαζικών ΜΜΕ. Αν και δεν ξέρουμε τα δεδομένα της κρίσης στην Ουκρανία, κι ούτε και θέλουμε να τα ξέρουμε, είμαστε με τη Ρωσία, διότι κατά τις ελληνικές δοξασίες είμαστε με το ξανθό γένος - κι άλλωστε, οι άλλοι που δεν μας αρέσουν «είναι φασίστες». Όσο για τη βαρβαρότητα του Ισλαμικού Κράτους, που αναδύθηκε από τα αποκαΐδια της αντίστασης κατά του προέδρου Άσαντ με υλικά τον φανατισμό, τη βία, τη βαρβαρότητα και τον φόβο, δηλώσαμε σοκαρισμένοι με τον πρώτο δημόσιο αποκεφαλισμό Αμερικανού δημοσιογράφου (του Τζέιμς Φόλεϊ) από φανατικό τζιχαντιστή, ψιλοπαρακολουθήσαμε σαν ρουτίνα πλέον τον αποκεφαλισμό του επόμενου (του επίσης δημοσιογράφου Στίβεν Σότλοφ) αλλά με τον τρίτο, τον αποκεφαλισμό του Βρετανού Ντέιβιντ Χέινς, μέλους γαλλικής ανθρωπιστικής οργάνωσης, μοιάζουμε να έχουμε συνηθίσει.
Ωστόσο, τις όποιες ανησυχίες μας δεν τροφοδοτούν τα όσα γίνονται εκεί αλλά οι επιπτώσεις τους εδώ. Αν μας απασχολούν οι τζιχαντιστές είναι επειδή οδηγούν στη χώρα όλο και περισσότερους απελπισμένους μετανάστες και, ακόμα περισσότερο, επειδή ανάμεσά τους μπορούν να υπάρξουν εν σπέρματι φανατικοί εξτρεμιστές. Ο αποτροπιασμός μας εκφράζεται μόνο όταν φοβόμαστε για την ησυχία μας.
Τέτοιοι είμαστε.
***
Η 11η Σεπτεμβρίου 2014, τη βδομάδα που πέρασε, ήταν η δέκατη τρίτη επέτειος ενός τρομακτικού γεγονότος στα χρονικά του δυτικού κόσμου, για την οποία έγιναν ελάχιστες δημόσιες αναφορές. Από μια άποψη, καλύτερα. Διότι τι να πει κανείς στην Ελλάδα, σήμερα, για όσα ειπώθηκαν στη χώρα την ημέρα του τρομοκρατικού χτυπήματος στην καρδιά της Αμερικής; Και κυρίως, πώς να αποτιμήσει, υπό το πρίσμα της νέας κατάστασης που επέβαλε η χρεοκοπία, όσα λέγονταν, γράφονταν και εκπέμπονταν στη χώρα μας εκείνη την εποχή.
Χρειάζεται να υπενθυμίσω ορισμένα κραυγαλέα. Ο αρχιεπίσκοπος της ελληνικής Εκκλησίας, Χριστόδουλος είχε κάνει λόγο για «οργή θεού». Η γραμματέας του ΚΚΕ είχε καταγγείλει «την πολιτική της τρομοκρατίας και τους υπεύθυνους, που είναι οι ιμπεριαλιστές» για να προσθέσει, ενώ ακόμα οι περίπου 3.000 νεκροί δεν είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια: «Ούτε γελάμε, ούτε κλαίμε». Ο στενός συνεργάτης, σήμερα, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Βασίλης Μουλόπουλος, αρνούνταν να πιστέψει ότι πίσω από την τρομοκρατία ήταν ο ισλαμιστής εξτρεμιστής Μπιν Λάντεν και η Αλ Κάιντα και πίστευε ότι «η μόνη αξία που διακυβεύεται σ' αυτόν τον πόλεμο είναι η αξία του πετρελαίου». Ο συμψηφισμός, τύπου «καλά να πάθετε» επειδή κι εσείς δεν έχετε κάνει λίγα, ήταν το θέμα πολλών δημόσιων τοποθετήσεων. Ο Θόδωρος Πάγκαλος δήλωνε ότι, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα «ίσως σταματήσει η αλαζονεία τους», των Αμερικανών. Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, συνέκρινε το τρομοκρατικό κτύπημα με πολέμους κατά της Αμερικής σε άλλες εποχές - με το Βιετνάμ, το Μπιεν Ντιεν Φου, το Αλγέρι... Το κλίμα αυτό ήταν κυρίαρχο και στην ελληνική δημοσιογραφία, μάλιστα κατά το σύνηθες όσοι διατύπωναν αντίθετη άποψη αποκαλούνταν κουίσλνγκ και, κατά τον τότε δημοσιογράφο και σήμερα πολιτικό Βασίλη Μουλόπουλο, εκφραστές μιας δημόσιας έκφρασης «που αρέσει στους πλούσιους και στους δυνατούς». Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν και οι ελάχιστοι πολιτικοί που μίλησαν σαν δυτικοί πολίτες που ανησυχούσαν για τις αξίες της ελευθερίας, την ελεύθερη μετακίνηση, το δικαίωμα στη διαφορά, τα οποία θεωρούσαν ότι πλήττονται πρωτίστως από τη θεαματική και πολύνεκρη εκείνη τρομοκρατική ενέργεια.
Με φόντο αυτές και πολλές ακόμα τοποθετήσεις, των θεσμικών, την εποχή εκείνη κυριάρχησαν στη δημόσια συζήτηση μια σειρά ανόητες δοξασίες, που πιστεύτηκαν ωστόσο σοβαρά, όπως πιστεύονται οι θεωρίες συνωμοσίας. Οι δυο πιο διάσημες απ' αυτές, ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί με τις μυστικές υπηρεσίες τους ήταν πίσω από την τρομοκρατική ενέργεια, κι ότι οι Εβραίοι ήξεραν, γι' αυτό την ημέρα εκείνη οι εβραϊκής καταγωγής που εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα γραφεία των Δίδυμων Πύργων απέφυγαν να πάνε στη δουλειά τους. Η αναφορά για συγκεκριμένους θανάτους ατόμων εβραϊκής καταγωγής δεν πτόησε, ασφαλώς, τους συνωμοσιολόγους. Που συνέχισαν, ότι «καλά να πάθουν» οι παλιοϊμπεριαλιστές.
***
Μόνο σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, κυρίαρχη κουλτούρα της οποίας τείνουν να είναι τα απωθημένα και ο συναισθηματικός τρόπος προσέγγισης της ζωής (συν το ρητό «μακριά από μας...»), μπορείς να πανηγυρίζεις για έναν μαζικό θάνατο. Διαφορετικά, θα σκεφτόμασταν λογικά. Θα παραδεχόμασταν ότι η επίθεση εναντίον της Αμερικής, όποια πρόφαση κι αν χρησιμοποιεί, αφορά και εμάς. Μας αφορά επειδή είναι επίθεση εναντίον του δικού μας τρόπου ζωής: εναντίον της ελευθερίας, εναντίον του αισθήματος της ασφάλειας στην καθημερινότητα και στις μετακινήσεις μας, εναντίον των δικαιωμάτων. Οι τρομοκράτες ήθελαν έναν πιο ταραγμένο κόσμο, πιο ανασφαλή, πιο άδικο. Μια όσο το δυνατόν πιο απορρυθμισμένη παγκοσμιοποίηση - στην απορρύθμιση, μάλιστα, το διάστημα εκείνο, ήταν έτοιμα να βοηθήσουν τα ακροδεξιά γεράκια που κυβερνούσαν την Αμερική του Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Ολα αυτά όμως ήταν ψιλά γράμματα για την πλειονότητα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Γι' αυτούς προείχε η εκδήλωση της άγριας χαράς τους, η φαντασίωση ότι το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους ήταν η απαρχή της κατάρρευσης της Αμερικής ως υπερδύναμης - και μάλιστα εκ του ασφαλούς, από την ησυχία μιας δήθεν ουδέτερης γωνιάς του πλανήτη. Η σημερινή κατάσταση της χώρας, με την κατάρρευση, τις συνέπειές της αλλά και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εμπνεύσει μια διαρθρωτικά σταθερή πορεία προς την έξοδο από την κρίση, ξαναέδωσε επιχειρήματα σε αυτού του τύπου τον λόγο διαμαρτυρίας. Στον αντιαμερικανισμό προστέθηκε ο αντιγερμανισμός και συνολικότερα ο αντιευρωπαϊσμός (μια που αλληλεγγύη θα ήταν να μας χαρίσουν τη δυνατότητα να συνεχίσουμε ανέξοδα να ζούμε με τις χρόνιες κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες οι οποίες θα φέρουν την επόμενη χρεοκοπία).
Και προφανώς, μέρος της κουλτούρας της διαμαρτυρίας, το πιο φοβικό και το πιο ανερμάτιστο, κατέληξε στο ποσοστό που λαμβάνει η Χρυσή Αυγή, και πιο λάιτ πολιτικοί χώροι που υπεραμύνονται της εσωστρέφειας και του μίσους. Τμήμα της ίδιας κουλτούρας έχει εγκατασταθεί στον ΣΥΡΙΖΑ - η ηγεσία του οποίου τώρα αντιλαμβάνεται ότι θα τη βρει μπροστά της όσο πλησιάζει η πιθανότητα μιας μελλοντικής εκλογικής κατίσχυσης του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Που είναι ισχυρή πιθανότητα. Εκτός και αν, κάποια στιγμή, υπερισχύσει αυτό που φοβάται ο Αλέξης Τσίπρας: ότι είναι σοβαρή η πιθανότητα μια τέτοια κυβέρνηση να καταστεί απειλή για την ησυχία μας.