Οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θα σημαίνει ότι η ανθρωπότητα θα χάσει το «μικρό και ταχέως τερματιζόμενο παράθυρο» ευκαιρίας για να εξασφαλίσει έναν κατοικήσιμο και βιώσιμο κόσμο, υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Ο ΟΗΕ επισημαίνει ότι ακόμη «δεν έχουμε δει τίποτα». Τα χειρότερα αποτελέσματα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που έχει ήδη καταστρέψει ζωές, μέσα βιοπορισμού, σπίτια και φυσικούς οικότοπους είναι μπροστά μας, όχι πίσω μας.
Μερικά μάλιστα από τα αποτελέσματά της είναι ήδη μη αντιστρέψιμα, καθώς η φύση και οι άνθρωποι σπρώχνονται στα όρια της ικανότητάς τους να προσαρμόζονται στις αυξανόμενες θερμοκρασίες. Η έκθεση έχει συνταχθεί από το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) που είναι το αρμόδιο για το θέμα όργανο του ΟΗΕ και εδρεύει στη Γενεύη. Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι πολλοί επιστήμονες έχουν τονίσει ότι, αν δεν ληφθούν πολύ σοβαρά μέτρα αντιστροφής της κλιματικής αλλαγής μέσα στα επόμενα χρόνια, το φαινόμενο κινδυνεύει να γίνει μη αντιστρέψιμο και αυτοτροφοδοτούμενο, παρασύροντας τη Γη σε άλλη «κλιματική τροχιά», μη συμβατή με τη διατήρηση των ανώτερων μορφών ζωής. Το γήινο κλίμα είναι σε ασταθή ισορροπία και ακόμη και μια μικρή μεταβολή απειλεί να το «εκτροχιάσει», με τον ίδιο τρόπο που αν κλωτσήσει κανείς μια μπάλα στην κορυφή ενός λόφου μετά πέφτει μόνη της.
Το Panel εξέδωσε μια τρομερή προειδοποίηση για την αυξανόμενη απειλή που η κλιματική αλλαγή θέτει στη φυσική και πνευματική υγεία των ανθρώπων, τις παράκτιες πόλεις και κοινότητες, τα αποθέματα τροφής και νερού και την άγρια φύση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες περιέγραψε την έκθεση ως έναν «άτλαντα του ανθρώπινου πόνου και ένα φοβερό κατηγορητήριο για την αποτυχία της ηγεσίας στο θέμα του κλίματος» (a damning indictment of failed climate leadership), προειδοποιώντας ότι περίπου η μισή ανθρωπότητα είναι ήδη στη ζώνη κλιματικού κινδύνου.
Η έκθεση παρουσιάζει τα τελευταία ευρήματα της κλιματικής επιστήμης, σύμφωνα με τα οποία η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει ήδη οδηγήσει σε καύσωνες, αύξηση της στάθμης των θαλασσών, πλημμύρες, άγριες πυρκαγιές και ξηρασίες, που προκάλεσαν ήδη θανάτους, ελλείψεις φαγητού κι νερού και μετανάστευση.
Τα αποτελέσματα στην υγεία των ανθρώπων έχουν γίνει αισθητά παγκοσμίως, με θανάτους και ασθένειες από ακραία ζέστη, εμφάνιση ασθενειών σε νέες περιοχές, αύξηση της χολέρας και επιδεινούμενη ψυχική υγεία λόγω ψυχικών τραυμάτων από τις πλημμύρες, τις καταιγίδες και τις απώλειες βιοτόπων.
Η έκθεση προειδοποιεί για την προσέγγιση μη αντιστρεπτών «σημείων καμπής» (tipping points), όπου τα αποτελέσματα της τήξης των πάγων της Ανταρκτικής, η απόψυξη των μόνιμα παγωμένων περιοχών της Αρκτικής και η απώλεια του δάσους της Αμαζονίας δεν θα μπορούν πλέον να σταματήσουν.
Οι συνέπειες της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, που έχει ήδη φτάσει τον 1,1°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα δεν γίνονται αισθητές κατά ίσο τρόπο στις διάφορες περιοχές του κόσμου, με τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και τα μικρά νησιά-κράτη να αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Αλλά και στη Δύση, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πλημμύρες, ακραίες καταστάσεις ζέστης, ζημιές στους οικότοπους, απώλειες στη γεωργική παραγωγή και δευτερογενή επιβάρυνση του πληθωρισμού.
Η έκθεση καλεί επίσης σε επιτάχυνση των προσπαθειών προστασίας από την κλιματική αλλαγή, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης για τους πιο ευάλωτους, με δεδομένο ότι 3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου είναι σε κίνδυνο.
Οι πολιτικές που ήδη ασκούνται για την αποτροπή τής κλιματικής αλλαγής χαρακτηρίζονται ως αναποτελεσματικές, ακόμη και για την επίτευξη των περιορισμένων στόχων της συμφωνίας του Παρισιού. Σε συνθήκες, όμως, εντονότατων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και των συνακόλουθων οικονομικών πιέσεων, πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι ακόμη και αυτές δεν θα υλοποιηθούν. Ήδη, στην Ευρώπη ακούγονται π.χ. προτάσεις για επιμήκυνση της χρήσης άνθρακα.
Οι απειλές για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους, λόγω των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και των δυνάμει καταστροφικών επιπτώσεων των τεχνολογιών που έχουν αναπτύξει μετά το 1945 είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να επιτευχθούν. Κάτι τέτοιο μοιάζει όμως σχεδόν αδύνατο σε ένα περιβάλλον εντεινόμενων θερμών και ψυχρών πολέμων.