Όσο γερνάει ο σκεπτόμενος και ανήσυχος φιλομαθής άνθρωπος, ψάχνεται και αναρωτιέται συνεχώς για τα υπάρχοντα και τα φαινόμενα που τον απασχολούν, αισθάνεται και προβληματίζεται χωρίς σταματημό σ’ αυτό τον εξελισσόμενο γήινο κόσμο που ζει. Είναι φυσικό και λογικό να συμβαίνει αυτό. Όπως επίσης και η καθημερινή κριτική και αυτοκριτική για κάθε πεπραγμένη δραστηριότητα του παρελθόντα και του παρόντα χρόνου και προς κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα δε κατά την κατάκλιση, που επαφίεται στον Μορφέα για να τον αγκαλιάσει και να τον ταξιδέψει στα όνειρα του ξύπνου και του καθημερινού ύπνου του. Η ζυγαριά της νόησης, είναι σε εγρήγορση και παραμένει ακοίμητη, ακόμη και στο μακάβριο ταξίδι που κάνει με το δίδυμο αδερφό του θανάτου, τον ύπνο.
Μέσα σ’ αυτά τα πελάγη τον σκέψεων, που απλώνεται ο σκεπτόμενος και φιλομαθής άνθρωπος ανατρέχει ακατάπαυστα ιλιγγιωδώς για να δώσει αμέτρητες απαντήσεις σε χιλιάδες ερωτήματα που υπάρχουν ή προκύπτουν κάθε στιγμή στο διάβα του. Εδώ ένας δρόμος υπάρχει. Είναι ο δρόμος της γνώσης, που είτε την έχει συσσωρευμένη και αποθηκευμένη στον σκληρό δίσκο του κομπιούτερ του εγκεφάλου του ή καταφεύγει στους μεγάλους επώνυμους και καταξιωμένους δασκάλους και οδηγητές του κόσμου, για να πάρει τις χρήσιμες αυτές πληροφορίες που ζητάει. Αυτό λοιπόν κάνουμε κι εμείς, όταν θέλουμε να αρθρογραφήσουμε δημόσια για όποιο ζήτημα και θέμα σκεπτόμαστε, όπως και για το παρόν που περιγράφουμε σημειολογικά σήμερα, που αναφέρεται στη «Λειτουργία του Κόσμου», όπως την πραγματεύεται ένας μεγάλος φιλόσοφος πανεπιστημιακός δάσκαλος του γένους μας και καταξιωμένος συγγραφέας, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης (1883 – 1957), όπου μας δίνει μέσα από το κεφάλαιο V. ένα μικρό μάθημα για τη λειτουργία του κόσμου, και που θεωρούμε πως αξίζει να διαβάσουμε, από το πόνημά του: «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», και σε αδρές γραμμές δικές μας.
Η θέση του σημερινού ανθρώπου εμπρός στο κοσμικό πρόβλημα είναι σημαντικά διαφορετική από τη θέση του παλιότερου. Αν θελήσουμε να αναλύσουμε την ψυχική του διάθεση εμπρός σ’ αυτό που λέμε αίνιγμα του κόσμου, φτάνουμε σε πορίσματα, που δε θα ήθελε να ομολογήσει στους άλλους και στον εαυτό του. Η ανησυχία που ένιωθαν οι παλιότερες γενεές κοιτάζοντας το άπειρον ξεθύμανε πολύ. Εμπρός στον άνθρωπο του 20ού και του 21ου αιώνα, ο κόσμος στέκεται σαν κάτι βαρύ και περίπλοκο, φωτισμένο σ’ ένα του κομμάτι μόνο, τ’ άλλο, το μεγαλύτερο βυθισμένο στη σκοτεινιά, που όμως δεν έχει κανέναν λόγο να τον ανησυχεί. Του φτάνει το ξάστερο μέρος. Κι αν μένει κάτι άγνωστο, πολλά άγνωστα, ξέρει πως αυτά θα ξεδιαλυθούν με τον καιρό, χωρίς να εξαντληθούν ολότελα, για να έχουν δουλειά οι γενεές που θα έρθουν. Το ξεκαθάρισμα αυτό το άφησε στην επιστήμη και στους ειδικούς. Ο νεότερος άνθρωπος ξέρει να περιμένει αφού έχει τόσα άλλα που τον σκοτίζουν.
Την υπομονή αυτή δεν την είχε ο παλιότερος άνθρωπος. Ριγμένος στο άγνωστο όπως νόμιζε, ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στο κάθε φαινόμενο έβλεπε κι ένα μυστήριο, κι έναν κίνδυνο και ενδιαφέρθηκε αμεσότερα και ζωηρότερα γι’ αυτά. Επειδή ήταν ανάγκη της ζωής να δώσει όπως - όπως μια ερμηνεία σ’ όσα είχαν σχέση μ’ αυτόν, έφτασε σε λύσεις βιαστικές, πρόχειρες, που όμως του έδιναν την απαραίτητη βάση για την κίνηση και τη δράση του. Οι ερμηνείες αυτές πήραν φυσικά τον μοιραίο τύπο, που τον επέβαλε η ψυχοσύνθεσή του, ο κόσμος που τον τριγύριζε, και περισσότερο ακόμη η κοινωνία όπου ανήκε, ο τρόπος που ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύεται την τροφή του.
Ξέρουμε την τυπική λύση που έδωσε. Πίσω από τα φαινόμενα, φαντάστηκε κάποιες οντότητες, πνεύματα που νιώθουν και συλλογιούνται όπως ο ίδιος και με την ενέργειά τους προκαλούν τα φαινόμενα, την κίνηση και την αλλαγή, τη λειτουργία του κόσμου με μια λέξη. Όποια κι αν είναι η προέλευσή της, αυτός είναι ο ρόλος της έννοιας του θεού στις κάπως προχωρημένες κοινωνίες. Η παράσταση του θεού χρησίμευσε από τα παλαιότερα χρόνια στον άνθρωπο σαν κοινή ερμηνευτική αρχή για την προέλευση και τη λειτουργία του κόσμου. Ο θεός είναι η αρχή, το «πρώτον κινούν αίτιον», που το ζήτησε ύστερα από τη λαϊκή φαντασία η φιλοσοφία.
Οι αμφιβολίες που δεν έλειψαν ίσως και στον καιρό της επαναστατικής αγροτικής οικονομίας, όσο η διάνοια ήταν ακόμη βυθισμένη στα μάγια του μύθου, δυνάμωσαν από την ώρα που πρόβαλε η ορθολογική επιστήμη, από τα χρόνια της Ιωνικής φιλοσοφίας στην αρχαιότητα και από τη δημιουργία της φυσικής επιστήμης στα νεότερα χρόνια. Έτσι στην εικόνα του κόσμου και της λειτουργίας του γίνεται σιγά - σιγά σημαντική αλλαγή. Υποσυνείδητα στην αρχή, πιο συνειδητά αργότερα, αρχίζουν να φαντάζονται τον κόσμο σαν ένα πελώριο μηχανισμό, που γεννιέται, λειτουργεί και εξελίσσεται από εσωτερικές ανάγκες. Τον μηχανισμό αυτόν τον ονομάζουν με μιαν ακαθόριστη κάπως έννοια: φύση.
Το κεντρικό πρόβλημα που απασχόλησε σε παλαιότερα χρόνια τον άνθρωπο ήταν τα φυσικά φαινόμενα, ο κόσμος γενικά. Όσο προχωρούσαν όμως τα χρόνια πήραν σημασία προβλήματα που σχετίζονται με τον άνθρωπο, με την πνευματική του ζωή και παραγωγή, με μια λέξη τα προβλήματα της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Οι αντιλήψεις για την κοινωνία κινήθηκαν σε παράλληλη γραμμή με τις κοσμολογικές. Είχαν και αυτές τη θεολογική, τη φυσιοκρατική και τη θετική τους φάση. Με το πρόβλημα της κεντρικής λειτουργίας συνδέεται ένα άλλο κεντρικό πρόβλημα της μεταφυσικής, το πρόβλημα της ελευθερίας και του καθορισμού. Έτσι ακολουθούν με τη σειρά τα προβλήματα: θεός, φύση, κοινωνία, καθορισμός κι ακαθάριστο, ελευθερία.