Ένωσης- μολονότι στα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνονται φοιτητές και στρατεύσιμοι (ως γνωστόν στη χώρα μας ένα μεγάλο τμήμα του νεανικού πληθυσμού μέχρι την ηλικία των 24 ετών είτε σπουδάζει είτε αντιμετωπίζει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του). Τούτο σημαίνει ότι οι νέοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, παραμένουν εκτός εργασίας μέχρι το 25ο έτος. Ωστόσο, αντίστοιχοι είναι οι δείκτες και για νέους μέχρι 30 ετών. Η ανεργία καλπάζει...
Την ίδια στιγμή διαβάζουμε στα μέσα ενημέρωσης ότι ιδίως μετά την πανδημία παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις προσωπικού σε πολλές επιχειρήσεις. Μέχρι σήμερα ήταν γνωστή η «απέχθεια» της πλειοψηφίας των νέων για τη γεωργική παραγωγή. Όσο και να βοήθησαν τα σχετικά reality shows της ελληνικής τηλεόρασης, ελάχιστοι νέοι ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα. Ωστόσο, μετά την πανδημία παρατηρείται σημαντική έλλειψη προσωπικού σε πολλούς ακόμα τομείς. Τα ξενοδοχεία δεν έβρισκαν το καλοκαίρι ξενοδοχοϋπαλλήλους, οι αεροπορικές εταιρείες δυσκολεύονταν να βρουν προσωπικό για τις υπηρεσίες εδάφους, οι βιομηχανίες (ιδίως ο τομέας της μεταποίησης) αδυνατούν να βρουν εξειδικευμένους τεχνίτες. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, πολλές εταιρείες του μεταποιητικού τομέα απευθύνονται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και συνδιοργανώνουν προγράμματα εκπαίδευσης μεταναστών για να μπορέσουν να τους απορροφήσουν στις επιχειρήσεις τους. Στην Αθήνα, το project «Ελληνικό» θα χρειαστεί δεκάδες χιλιάδες εργάτες το προσεχές διάστημα και τα ελληνικά χέρια θα συνεχίσουν να σπανίζουν.
Για ποιον λόγο παρουσιάζεται η ανωτέρω αντίφαση; Για ποιον λόγο ενώ υπάρχει ανάγκη για πρόσληψη υπαλλήλων και εργατών, ιδίως νέων, η ζήτηση εργασίας δεν συναντά την προσφορά και τούμπαλιν; Πού χάνεται το νήμα;
Από τα ξένα μέσα ενημέρωσης διαβάζουμε ότι το φαινόμενο αυτό -σε τούτη την πρωτοφανή ένταση- παρουσιάζεται σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο μετά την πανδημία. Πολλοί εργαζόμενοι, μπροστά στο παγκόσμιο φαινόμενο που αντιμετωπίσαμε, φαίνεται να αναθεώρησαν στάση ζωής. Ο αρχικός εγκλεισμός (lockdown) έδωσε τη δυνατότητα να βιώσουμε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, στο σπίτι με την οικογένειά μας. Όσους τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής, ιδίως εάν μπορεί να συνδυαστεί με τηλεργασία, ευλόγως αναζήτησαν εργοδότη που μπορεί να τους τον προσφέρει. Κάποιοι άλλοι, απλά αποφάσισαν να κάνουν ένα διαφορετικό επαγγελματικό βήμα, βιώνοντας την έντονη εργασιακή ανασφάλεια που προκάλεσε η πανδημία. Στην Ιρλανδία για παράδειγμα, επίσημα στοιχεία φέρνουν το 30% των εργαζομένων στον ξενοδοχειακό κλάδο να έχουν επιλέξει άλλον τομέα, καθόσον δεν γνώριζαν τις συνέπειες που θα έχει η πανδημία στην τουριστική βιομηχανία. Την ίδια στιγμή, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι στις ΗΠΑ το τελευταία εξάμηνο αποχώρησαν από την εργασία τους περί τα 15 εκατομμύρια Αμερικανοί, νούμερο εξόχως εντυπωσιακό, ενώ το 40% των εργαζομένων σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Βρετανία, Καναδά και Σιγκαπούρη δηλώνουν ότι είναι πολύ πιθανόν να παραιτηθούν μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
Το εργασιακό περιβάλλον, σε διεθνές επίπεδο, βιώνει τη δική του «εποχή των αναταράξεων» ως απόρροια της πανδημικής κρίσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να αναθεωρούν τον τρόπο ζωής και αναζητούν καλύτερη τύχη όχι μόνον επιζητώντας μισθολογική αύξηση, αλλά ελευθερία κινήσεων, καλύτερες συνθήκες εργασίας, προσωπικό χρόνο και κυρίως προοπτικές επαγγελματικής αναγνώρισης και εξέλιξης. Στις αγγλοσαξονικές χώρες ήδη έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το φαινόμενο αυτό ως «οικονομία Yolo» από τα αρχικά των λέξεων που στην Αγγλική σημαίνει «ζεις μόνον μια φορά». Ειδικά για τους νέους, ο ξένος τύπος υποστηρίζει ότι όλα τα ανωτέρω αποτελούν την ιδιοτυπία της Γενιάς Ζ. Μιας γενιάς που δεν δίνει έμφαση μόνον στις μισθολογικές παροχές, αλλά παίρνει θέση σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, από τη ρατσιστική βία, τις κοινωνικές διακρίσεις και την παγκόσμια ανισότητα και κάνει υπόθεσή της το μέλλον του πλανήτη, το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή. Μέσα σε αυτά τα ιδεατά όμως, διαπιστώνουμε ότι στις ίδιες χώρες του δυτικού κόσμου ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αρνείται να εργαστεί επικαλούμενο τον φόβο είτε να μη μολυνθεί από τον κορονοϊό είτε για να μη μολύνει προσφιλή του πρόσωπα. Πάλι στις ΗΠΑ, ο αριθμός αυτών των ανθρώπων προσδιορίζεται σε περίπου 4,65 εκατομμύρια άτομα!
Πόσο επιβεβαιώνονται, όμως, τα ανωτέρω στην ελληνική πραγματικότητα και ειδικά στους νέους; Προφανώς, η γενική αναφορά ως «νέοι» και «νεολαία» έχει a priori εννοιολογική ασάφεια. Πίσω από το ηλικιακό κοινό χαρακτηριστικό, υπάρχουν διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικά ενδιαφέροντα, διαφορετικοί προσανατολισμοί. Ωστόσο, είναι χρήσιμη «αφαίρεση» για να μπορούμε να αναδείξουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
Για να ξαναέλθουμε στο βασικό ερώτημα. Η «μη εργασία» των νέων στη δική μας χώρα είναι προϊόν κάποιας «ανώτερης επιλογής»; Αποφασίσανε να αφιερώσουν όλη τη ζωτικότητά τους στο «γενικό καλό», στη διάσωση του περιβάλλοντος και στην καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας; Ξαφνικά η σημερινή νέα γενικά εμφανίζεται περισσότερη πολιτικοποιημένη (και ορθώς μη κομματικοποιημένη) σε σχέση με τις προηγούμενες; Too good to be true που θα έλεγαν και οι αγγλοσάξονες που μπορεί να προσπαθούν μέσα από τα κείμενά τους να προσπαθούν να παρουσιάσουν τους νέους του δυτικού κόσμου -και συγκεκριμένα τη Γενιά Ζ- ως κάτι πνευματικά ανώτερο από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τούτο δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα.
Ειδικά στη χώρα μας, η ανεργία των νέων, ιδίως μετά την πανδημία οφείλεται στο εκρηκτικό κοκτέιλ που δημιούργησε η κρατική επιδοματική πολιτική (εν πολλοίς αναγκαία), η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων, η πλήρης αποσάθρωση της τεχνικής εκπαίδευσης, η γενικότερη χαλάρωση στους ρυθμούς ζωής που επέφερε η πανδημική κρίση και οι διαρκείς αναστολές εργασίας και τέλος, η ιδεολογικοποίηση της ήσσονος προσπάθειας. Όταν υπάρχει οικογενειακή στήριξη και χαρτζιλίκι δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν βλακεία να εργάζονται αντί να συμπληρώνουν το εισόδημά τους με κάποιο από τα επιδόματα που έχουν άλλη νομοθετική στόχευση και λειτουργία. Ακόμα περισσότεροι ήταν αυτοί που θεώρησαν κεκτημένο δικαίωμα να μην εργάζονται και να παραμένουν σε επιδοτούμενη αναστολή εργασίας. Ιδίως στα ξενοδοχεία της χώρας έγινε μάχη τους τελευταίους μήνες για το ποιος θα επανέλθει στην εργασία, καθόσον όλοι προτιμούσαν να παραμένουν σπίτι τους και να πληρώνονται. Το πρόβλημα παρουσιάζεται ιδιαίτερα οξυμένο στη βιομηχανία, αλλά και στον πρωτογενή τομέα που αναζητούμε χέρια στους μετανάστες και στους εισαγόμενους εργάτες. Δαπανούμε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα κατάρτισης χαμηλής εξειδίκευσης που παραμένουν ασύνδετα με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, ενώ αδυνατούμε να δημιουργήσουμε ένα σοβαρό εκπαιδευτικό σύστημα τεχνικής κατάρτισης. Για να εμπεδώσουμε το μήνυμα του «ζεις μόνον μια φορά» πρέπει πρώτα να μάθουμε να ζούμε αξιοπρεπώς και να επιβιώνουμε στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις και όχι σε δεκανίκια. Και στον τομέα αυτόν θέλουμε δουλειά...