Συγκεκριμένα, για το 2020 που έχουμε επίσημα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ η ψαλίδα θανάτων-γεννήσεων διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο. Γεννήθηκαν 84.767 και έφυγαν από τη ζωή 131.084, δηλαδή μια διαφορά 46.317. Και αυτό έρχεται μετά από μια επίσης κακή χρονιά, που ήταν το 2019, όπου το χάσμα είχε ανέλθει σε 41.202. Και όπως δείχνουν τα πρώτα στοιχεία για το τρέχον έτος αναμένονται τα ίδια και χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση των θανάτων λόγω της πανδημίας. Συνολικά, την προηγούμενη 10ετία, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά περίπου 273.000 άτομα -σαν λέμε αφανίσθηκε σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός του νομού Λαρίσης (284.325 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή 2011)!
Την ίδια ώρα, συνεχίζει να αυξάνεται και ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού της χώρας, που γηράσκει επικίνδυνα, έχοντας άνω των 65 ετών το 22% του συνόλου της. Πρόσφατα η Eurostat ανέδειξε πανευρωπαϊκό πρωταθλητή γηρασμένου πληθυσμού την Ευρυτανία, με σχεδόν 80% των κατοίκων της άνω των 65 ετών. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος να αναφέρουμε μόνον ότι το 1940, έτος ορόσημο στην ιστορία μας, οι γεννήσεις ήταν 179.500 και οι θάνατοι 93.830, δηλαδή ένα θετικό ισοζύγιο 85.670 άνθρωποι. Ναι, τότε ήταν μια Ελλάδα φτωχή, με καθυστερημένες υποδομές, αλλά είχε εσωτερική δυναμική, ζωτικότητα και ελπίδα, που δίνουν πάντα τα νιάτα. Μπορούμε άραγε να το πούμε αυτό σήμερα; Πολύ δύσκολο, αν συνυπολογίσουμε τη μεγάλη φυγή νέων -το περίφημο brain drain- προς άγραν εργασίας στην αλλοδαπή, την αποφυγή της δημιουργίας οικογένειας και της απόκτησης παιδιών.
Όλες αυτές τις πλευρές του δημογραφικού προβλήματος, που συνιστά κατά τη γνώμη μου το μείζον πρόβλημα της Ελλάδος, και επηρεάζει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα, το ανέλυσε και το παρουσίασε η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για το Δημογραφικό, όπου είχα την τιμή να εργαστώ ως Αντιπρόεδρος. Σχεδόν ομοφώνως καταλήξαμε σε σειρά μέτρων και κινήτρων για την αντιστροφή των μειωτικών τάσεων. Κορωνίδα όλων αυτών είναι, βεβαίως, η ενίσχυση παντοιοτρόπως των γεννήσεων. Ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι κυριολεκτικά στον “πάτο” της ΕΕ, κοντά στο 1,40, όταν απαιτείται 2,1 για τη διατήρηση του πληθυσμού στα ίδια επίπεδα.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα, συγκρότησε ειδικό Υφυπουργείο για την προώθηση των ζητημάτων της οικογένειας και της δημογραφικής ανάταξης, ενώ έλαβε σειρά μέτρων που είχε προτείνει και η Επιτροπή μας. Αναφέρω ενδεικτικά το επίδομα γέννησης ύψους 2.000 ευρώ, τη μείωση του ΦΠΑ για βρεφικά είδη στο 13%, την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, το νέο πρόγραμμα “νταντάδες της γειτονιάς” για τη φύλαξη των παιδιών, τη δημιουργία 50.000 νέων θέσεων για βρέφη και νήπια σε Βρεφονηπιακούς Σταθμούς, αλλά και την παράλληλη προώθηση της δημιουργίας 150 νέων Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, τη στήριξη των μητέρων που είναι εκτός αγοράς εργασίας. Επιπλέον, με την ίδρυση επιχειρήσεων που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες, επιδιώκεται -με ήδη πρώτα απτά αποτελέσματα- η επιστροφή νέων που είχαν φύγει στο εξωτερικό για εργασία.
Όλα αυτά είναι μια καλή αρχή. Αλλά είναι μόνον η αρχή, γιατί το πρόβλημα, εδώ που φθάσαμε είναι τεράστιο, και απαιτείται εθνικός συναγερμός, μια γενική κινητοποίηση δυνάμεων προς την κατεύθυνση της επίλυσής του. Χρειαζόμαστε δηλαδή να αναγάγουμε τη δημογραφική μας αναγέννηση, μέσω των γεννήσεων, σε κεντρικό εθνικό στόχο.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενισχυθούν ιδιαιτέρως οι συμπολίτες μας, που κόντρα στο ρεύμα και στις επικρατούσες αντιλήψεις του ατομικισμού και της αποποίησης ευθυνών, επιλέγουν να κάνουν μεγάλες οικογένειες. Οι πολύτεκνες οικογένειες χρειάζονται την Πολιτεία ως αρωγό στην τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλουν να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα θα μπορούσε να είναι η επαναφορά των επιδομάτων των πολυτέκνων στα προ των μνημονιακών περικοπών επίπεδα, όπως και νομικές προβλέψεις για την παροχή μεγαλύτερης ευελιξίας στους Δήμους για τη στήριξη πολυμελών οικογενειών.
Και η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει τους πολύτεκνους, γιατί η ίδια τους έχει περισσότερη ανάγκη, καθώς αποτελούν παράδειγμα προς μίμησιν, σύγχρονα πρότυπα αυταπάρνησης και προσφοράς. Η πολύχρονη ενασχόλησή μου με το δημογραφικό με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τελικά το κυριότερο που πρέπει να αλλάξει για να αναχαιτίσουμε την καθοδική φορά των πληθυσμιακών μας δεδομένων, είναι η νοοτροπία μας, οι προτεραιότητές μας, οι αξίες μας. Και οι πολύτεκνοι προσφέρουν μέγιστη υπηρεσία προς αυτήν την κατεύθυνση.
Από τον Μάξιμο Χαρακόπουλο,
βουλευτή Λαρίσης της ΝΔ