Στις 21 Νοεμβρίου του 2014 κατατέθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ από ομάδα κρατών, με προεξέχουσα τη Ρωσία, ψήφισμα το οποίο καλούσε τα κράτη-μέλη να καταδικάσουν τα φαινόμενα επανεμφάνισης και ηρωοποίησης του ναζισμού τόσο με μορφή νέο-ναζιστικών κινημάτων σε διάφορες χώρες (χωρίς να τις κατονομάζει) όσο και με προσπάθειες άρνησης των εγκλημάτων του ναζισμού και αναθεώρησης των ιστορικών δεδομένων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ψήφισμα πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία 115 χωρών υπέρ, 55 αποχών -κυρίως κρατών της Ε.Ε. και της Δύσης- ενώ τρεις χώρες, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Ουκρανία, ψήφισαν κατά. Το Ισραήλ υπερψήφισε την υιοθέτηση του ψηφίσματος. Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών που απείχαν από την ψηφοφορία. Ο Καναδάς δικαιολόγησε την απόφασή του να καταψηφίσει, ως πράξη συνέπειας προς την προηγούμενη στάση του να μη δεχθεί ούτε τα συμπεράσματα της διεθνούς διάσκεψης εναντίον του ρατσισμού που έγιναν στην πόλη Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής επειδή κατά τη γνώμη του ήταν προκατειλημμένα απέναντι στον Σιωνισμό. Η δικαιολογία αυτή, βέβαια, έπασχε διότι το ίδιο το Ισραήλ υπερψήφισε την πρόταση.
Η Ουκρανία -μια χώρα στο έδαφος της οποίας συντελέσθηκαν μερικά από τα φρικτότερα εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τα ναζιστικά στρατεύματα κατά του ντόπιου πληθυσμού, με εκατόμβες εκτελεσθέντων ιδίως μεταξύ των Εβραίων- δικαιολόγησε την άρνησή της να ψηφίσει εναντίον της πρότασης επειδή δεν συμπεριλάμβανε την καταδίκη του σταλινισμού και του νέο-σταλινισμού από τον οποίο, όπως υποστηρίζουν, επίσης υπέφερε η χώρα τους. Όμως, ο σταλινισμός δεν αποτελεί από μόνος του ιδεολογία όπως ο κομμουνισμός ή ο εθνικός σοσιαλισμός, ενώ από τα εγκλήματα του Στάλιν και την καταπίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος υπέφεραν εκατομμύρια όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και σε όλες τις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης και φυσικά στην ίδια τη Ρωσία. Επιπλέον, δεν υπάρχει αναβίωσή του με μορφή κινημάτων ή αναθεώρησης ιστορικών γεγονότων.
Η Ε.Ε. δικαιολόγησε τη στάση της λέγοντας ότι παρόλο που και η ίδια είναι εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού, η πρόταση θέτει προσκόμματα στην ελεύθερη διακίνηση του λόγου και των ιδεών, δικαιολόγηση που επικαλέσθηκαν και οι ΗΠΑ, ενώ άφησαν αιχμές για το ότι την πρωτοβουλία της πρότασης αυτής την είχε η Ρωσία ύστερα και από τα γεγονότα της Ουκρανίας. Η Ρωσία εκείνο το διάστημα είχε ιδιαίτερο λόγο ανησυχίας, μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας, όπου νεοναζιστικές ομάδες και κόμματα όπως ο Δεξιός τομέας, Σβόμποντα και Τάγμα Αζόφ, που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας, στηρίζοντας την (τότε) Κυβέρνηση κι ευθύνονταν όχι μόνο για σφαγές Ρωσόφωνων πολιτών στο ανατολικό τμήμα της χώρας, αλλά και για το κλίμα κατατρομοκράτησης και ανελευθερίας που επικρατούσε. Η Ε.Ε. καθοδηγούμενη και συνεπικουρούμενη από τις ΗΠΑ προκειμένου να πετύχουν την ανατροπή της Κυβέρνησης Γιανούκοβιτς και να την αποκόψουν από την επιρροή της Ρωσίας με απώτερο και ουσιαστικό στόχο την οικονομική και γεωπολιτική αποδυνάμωση της Ρωσίας, την αποκοπή και απομόνωσή της από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι δεν δίστασαν να συνεργασθούν με φασιστικές, νεοναζιστικές και φιλοναζιστικές ομάδες που είχαν έντονη παρουσία στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Και αυτό εξηγούσε ουσιαστικά και την αρνητική ψήφο της Ουκρανίας και την απροθυμία από τη μεριά των Δυτικών για ουσιαστική καταδίκη του ρόλου που είχαν παίξει.
Πρέπει όμως να εξετάσουμε και να εξηγήσουμε τη στάση της Ε.Ε. Ο ναζισμός ή εθνικοσοσιαλισμός ως ιδεολογία έχει εγγενή στοιχεία του τον εθνικοφυλετισμό και τον επεκτατισμό. Βρήκε την πλήρη έκφρασή του με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, όμως τα ιδεολογικά ρεύματα που στήριζαν τη δαρβινική καθαρότητα και ανωτερότητα της αρίας φυλής ήδη προϋπήρχαν στη μεταπολεμική Γερμανία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πόσο τυχαίο είναι ότι η ναζιστική ιδεολογία ενέπνευσε Ευρωπαίους από τη δυτική και ανατολική Ευρώπη, καθώς και από την Ουκρανία να ενταχθούν στη Βέρμαχτ και τα SS; Ο πόλεμος της Χιτλερικής Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης πέρα από τους γεωπολιτικούς και στρατηγικούς λόγους ήταν και πόλεμος εναντίον των Σλάβων, οι οποίοι συνιστούσαν για τους ναζί κατώτερη φυλή, ενώ τα ναζιστικά σχέδια αποσκοπούσαν στην πλήρη -ει δυνατόν- εξόντωσή τους. Και ενώ στην ίδια τη Γερμανία υπάρχει σήμερα δρακόντεια νομοθεσία που απαγορεύει τη φιλοναζιστική προβολή, εντούτοις η γερμανική ελίτ του κατεστημένου, συνεπικουρούμενη από αυτήν των Βρυξελλών και τους Ουάσιγκτον δείχνουν ότι ο επεκτατισμός, η καταπίεση και η αυταρχικότητα έχουν βρει διαφορετικά μέσα έκφρασης. Αυτήν τη φορά όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και πολιτικά και οικονομικά. Και όταν λέμε ελίτ, εννοούμε το πολιτικό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο και σε μεγάλο βαθμό αυτό των διανοούμενων-Πανεπιστημιακών. Έτσι βλέπουμε ότι ειδικά μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, όποτε η Δύση αναλάμβανε κάποιον από αυτούς τους πολυάριθμους «ανθρωπιστικούς» πολέμους της, που επιχείρησε για την επιβολή της νέας τάξης πραγμάτων - στην οποία όλοι όφειλαν να υποταχθούν - ταυτόχρονα διεξαγόταν και μια επιχείρηση, σχεδόν διακρατική, όπου πολιτικοί δεξιοί και αριστεροί της νέας τάξης, δημοσιογράφοι, ΜΜΕ και διανοούμενοι συντονίζονταν σε προπαγάνδα παραπληροφόρησης και δικαιολόγησης αντάξια αυτής του Γκαίμπελς.