Οι πυρκαγιές είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που συμβαίνει συχνά στο 30% της συνολικής επιφάνειας της γης. Με ιδιαίτερη ένταση το φαινόμενο εμφανίζεται στις μεσογειακές χώρες, στις οποίες από τη δεκαετία του ’60 και μετά η συχνότητά τους αυξάνεται σε εκθετικό βαθμό. Η έρευνα έδειξε ότι, παρ’ ότι οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν και αυξήθηκε κατά πολύ η θερμοκρασία, η κύρια αιτία για την αύξηση της συχνότητας των πυρκαγιών δεν είναι αυτές οι κλιματικές συνθήκες, αλλά η ανθρώπινη επέμβαση και κυρίως η αστική επέκταση. Η πυρκαγιά καταστρέφει τη βλάστηση αφήνοντας γυμνό το έδαφος σε κυμαινόμενο ποσοστό, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των διεργασιών που συμβαίνουν στο έδαφος μετά την πυρκαγιά και ιδιαίτερα στην ένταση του φαινομένου της εδαφικής διάβρωσης. Οι πυρκαγιές, ανάλογα με την ένταση, (δηλαδή τον ρυθμό με τον οποίο παράγεται η θερμική ενέργεια) και τη σφοδρότητα (δηλαδή τη διάρκεια της καύσης), προκαλεί μεγάλες αλλαγές στη βλάστηση, την υδρολογία και το έδαφος.
Κατά τη διάρκεια της φωτιάς η θερμοκρασία στην επιφάνεια του εδάφους κυμαίνεται μεταξύ 680 και 820οC. Το έδαφος δεν είναι ευτυχώς καλός αγωγός της θερμότητας και για τον λόγο αυτόν η θερμοκρασία του αυξάνεται πολύ λίγο μη επιφέροντας μεγάλες μεταβολές στους μικροοργανισμούς που διαβιούν εντός αυτού, οι οποίοι όμως επηρεάζονται σημαντικά λόγω της μεταβολής άλλων ιδιοτήτων του εδάφους. Η φωτιά επηρεάζει σημαντικά όλες τις ιδιότητες του εδάφους, φυσικές, χημικές, ορυκτολογικές και βιολογικές. Μειώνει σημαντικά μέχρι πλήρους καταστροφής την οργανική ουσία, καταστρέφει τη δομή του εδάφους, μεταβάλλει το πορώδες του, μειώνει την περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία μέσω της εξάτμισης, του καπνού και της έκπλυσης και την εδαφική βιοποικιλότητα. Όλες αυτές οι μεταβολές οδηγούν σε αύξηση της υδροφοβικότητας του εδάφους και τελικά στη μείωση της διήθησης του νερού και την απορροή του από την επιφάνεια, με αποτέλεσμα να ενισχύεται σημαντικά η διάβρωση. Υπολογίζεται ότι κατά το πρώτο έτος μετά από μία πυρκαγιά χάνονται κατά μέσο όρο 4,5-5,6 τόνοι εδάφους ανά στρέμμα. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να χαθούν μέχρι και 20 τόνοι εδάφους ανά στρέμμα σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα. Συγκρίνοντας τις ποσότητες αυτές με τον πολύ χαμηλό ρυθμό της δημιουργίας των εδαφών, μπορεί να αναλογιστεί κανείς το πόσο σημαντική καταστροφή προκαλείται στο φυσικό πόρο έδαφος. Σημειώνεται ότι σε ασβεστολιθικά πετρώματα, τα οποία κυριαρχούν στην Ελλάδα, ο ρυθμός δημιουργίας εδάφους εκτιμάται σε 10 kg ανά στρέμμα μόνο ενώ μπορεί να χρειάζονται μέχρι χίλια χρόνια για να δημιουργηθεί ένα εκατοστό εδάφους.
Μετά την πυρκαγιά τι πρέπει να γίνει; Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται πρέπει να αποσκοπούν σε: α) σταθεροποίηση του εδάφους και περιλαμβάνουν την κατασκευή φραγμάτων με κορμούς για τη μείωση της διάβρωσης, κάλυψη με διάφορα υλικά και σπορά, β) αποκατάσταση της γης με μέτρα μεσοπρόθεσμα που εφαρμόζονται τρία χρόνια μετά την πυρκαγιά και γ) αποκατάσταση της ποιότητας και της ανθεκτικότητας των οικοτόπων που γίνεται με μακροπρόθεσμα μέτρα.
Όλα αυτά κοστίζουν σημαντικά και για τον λόγο αυτόν εφαρμόζονται σε περιορισμένες εκτάσεις, όπου υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας ενός φυσικού πόρου ή όπου κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές και σημαντικές κατασκευές. Η έκταση των τελευταίων πυρκαγιών στη χώρα μας, με 1,3 εκατ. στρ. καμένου δάσους, δημιούργησε τεράστια περιβαλλοντική πληγή που ρεαλιστικά εκτιμώντας την κατάσταση, δεν δικαιολογείται καμιά βάσιμη αισιοδοξία ως προς τη λήψη σοβαρών μέτρων αποκατάστασης. Δυστυχώς, το σύνηθες στη χώρα μας είναι, μετά από τέτοιας έκτασης φαινόμενα, να δίνονται ηχηρές υποσχέσεις, να τροφοδοτούν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, να αναδεικνύουν πολλούς ειδικούς που μας «ενημερώνουν» από τα ΜΜΕ, αλλά μόλις σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας, αυτές να ξεχνιούνται. Η ένταση και η διάρκεια των ακραίων φαινομένων που βιώσαμε αυτό το καλοκαίρι, ας ελπίσουμε ότι θα συμβάλουν στην αλλαγή αυτών των πρακτικών.
Από τον Χρίστο Τσαντήλα,
γεωπόνο, δρ. Εδαφολογίας, ερευνητή, πρ. διευθυντή του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ