εναλλαγές των γενεών.
Η Οθωμανική λέξη «τσιφλίκι σημαίνει ένα αγρόκτημα με «κολίγους» κ.λπ. Στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, κάποιοι οικονομικά και πολιτικά επιφανείς Έλληνες που μπορούσαν, άδραξαν την ευκαιρία να αγοράσουν με ευτελέστατο τίμημα από αναχωρούντες τούρκους υπαρκτά και ανύπαρκτα τσιφλίκια (χωρίς τους κολίγους βέβαια), με τη «συνεργασία» του κράτους, για να τα εκμεταλλευτούν (επιχειρηματικά και όχι σαν αγρότες ή κτηνοτρόφοι οι ίδιοι) ή να τα μεταπουλήσουν σε άλλους Έλληνες. Είναι ενδεικτικό και αξιοπρόσεκτο για τους καιρούς εκείνους, δηλ. της απαρχής του «νεοελληνικού» κράτους, ότι τέτοιος «επενδυτής» ήταν π.χ. και η οικογένεια του γνωστού μας Ερρίκου Σλήμαν, που τότε ζούσε στην Ελλάδα.
Έτσι όμως λιγόστευε η διαθέσιμη, εκμεταλλεύσιμη γη, και στη συνέχεια της ιστορίας αυτής, έπεσαν θύματα όσοι Έλληνες «νυκοκυραίοι δουλευτάδες» έπρεπε, για να προκόψουν, να αγοράσουν ακριβά κάποιο τέτοιο τσιφλίκι από τους Έλληνες «επιχειρηματίες». Χαρακτηριστικό παράδειγμα και οι Σαρακατσαναίοι τσελιγκάδες που αγόρασαν τέτοια τσιφλίκια για τις βοσκές τους και τις αγροτικές καλλιέργειες, ώστε να πάψουν να είναι περιπλανώμενοι νομάδες (ανυπόταχτοι στους τούρκους). Κάποιοι από αυτούς, που έτυχε να είναι οι παππούδες μας (πέντε γενιές ήδη -στην τρίτη γενιά εγώ-) επέλεξαν να αγοράσουν το 1926 (από κάποιον ...επιχειρηματία) το τσιφλίκι «Χαϊνταρλή», στη σημερινή θέση «Βράχος» της επαρχίας Αλμυρού.
Όλα έγιναν νόμιμα και με διαφάνεια, με συμβόλαια, με φόρους κ.λπ., δηλ. υπό την επίβλεψη του κράτους. Σκληρά χρόνια, το αγόρασαν ακριβά και τσάκισαν τα κορμιά τους στην δουλειά για να «ξεχρεώσουν» το τίμημα της αγοράς και το τίμημα της προκοπής της φαμίλιας. Μαζί και τα «παιδιά» τους (... και τα κορίτσια τους) της δεύτερης γενιάς (έχουν «φύγει» όλοι της πρώτης και δεύτερης γενιάς) που δούλεψαν και αυτοί σκληρά, χωρίς να απολαύσουν παρά μόνο την αίσθηση της περηφάνειας τους και της προκοπής τους. Από εμάς (την τρίτη και τις επόμενες γενιές) άρχισαν οι απόγονοι να απολαμβάνουν (αλλάξανε και οι εποχές...) μια καλύτερη και ευκολότερη ζωή, ενίοτε και μαλθακή (που αυτή ίσως δεν νοιάζεται και πολύ για την περηφάνια, η οποία διαφέρει τόσο πολύ από τον εγωισμό).
Μετά από έναν αιώνα από την αγορά των παππούδων μας (1926), αλλά με υπαρκτά στοιχεία τίτλων ακόμη και πριν το 1897 (δηλ. ήδη σχεδόν 1,5 αιώνα πριν), «θυμήθηκε» το κράτος να αποκαλέσει τους παππούδες μας, όπως και εμάς, «κλέφτες», δηλ. καταπατητές δημοσίων δασών, και να προσπαθήσει να τα πάρει πίσω με τους δασικούς χάρτες, ως δήθεν δασικά και ιδιοκτησία του δημοσίου.
Για κάποιους αυτό είχε μόνο οικονομικό αντίκτυπο. Για κάποιους άλλους είχε και αντίκτυπο «περηφάνιας», όπως και σε εμένα. Όμως όχι! Δεν είμαστε κλέφτες, ούτε οι πατεράδες μας, ούτε οι παππούδες μας! Κι’ αν ο καθένας χαϊνταρλιώτης το έβλεπε όπως ήθελε (άλλος σωστά, άλλος λάθος), εγώ ως δικηγόρος όφειλα (αφού και μπορούσα) να δω κυρίως τη νομική αλλά και την ηθική άμυνα για το τσιφλίκι Χαϊνταρλή.
Όχι! Δεν θα μας τα πάρουν σαν «κλεμμένα» εμπαθείς και αδαείς περί τα νομικά των δασών, αλλά διοικητικά «κρατούντες», δασολόγοι, που απέκτησαν συγκυριακά την εξουσία να «δημεύουν» πατρογονικές περιουσίες μονοκονδυλιά και αναιτιολόγητα και παράνομα! Όταν αρθρογραφούσα για το Συμβούλιο της Επικρατείας σαν πεδίο άμυνας για τα δασικά θέματα, οι άλλοι αδυνατούσαν να αντιληφθούν, υποταγμένοι στην «εξουσία» και τη δήθεν «παντογνωσία» των δασαρχείων.
Όταν το 2017 ο τότε Υπουργός σχολίαζε μέσα στη Βουλή σχετικό άρθρο μου, διότι χάλαγε τα σχέδιά του να κρατήσει στην αμάθεια και την αδράνεια τους αγρότες και τους πολίτες, το έκανε ανήμπορος να αρθρώσει αντίθετα νομικά επιχειρήματα. Όταν αρθρογραφούσα για τις απατηλές «εξαγορές» και για άλλα περί τα δασικά, οι καναπέδες στέναζαν από την ραθυμία κάποιων (βλ. π.χ. στην ιστοσελίδα http://loritis.com). Τελικά βέβαια και άλλοι έκαναν μεταστροφή και προσέφυγαν και αυτοί στο Συμβούλιο της Επικρατείας.... Όταν στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, μετά τον «νόμο Χατζηδάκη», έστελνα εξώδικα (μαζί με στοιχεία) για συγκεκριμένες περιπτώσεις σε πολλές Δ/νσεις Δασών ανά την Ελλάδα (όπως και για το Χαϊνταρλή), καθιστώντας τους υπεύθυνους απέναντι στον νόμο για τη νομική τους υποχρέωση (σ.σ. «παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας» που σημαίνει ταυτόχρονα και «παράβαση καθήκοντος») να χαρακτηρίσουν ως αγρούς και όχι δάση, όποιες εκτάσεις αδικήθηκαν υπό τα όμματα του νόμου και της κοινωνικής ηθικής, ακόμη τότε δεν είχε βγεί η Υπουργική Απόφαση που καλούσε τους πολίτες να υποβάλλουν στοιχεία για τα «δασικά» ακίνητά τους και κανένας ακόμη δεν «κατανοούσε νομικά» την δυνητική συνέχεια. Όταν η Δ/νση Δασών με απάντησή της ανταποκρινόταν θετικά στο εξώδικό μου, δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση που να έγινε αυτό.
Βέβαια το θέμα δεν είναι εάν και πώς αντέδρασε κάποιος, αφού άλλωστε και άλλοι αντέδρασαν μετά την υπουργική απόφαση με τον δικό τους τρόπο. Είναι όμως θέμα να ανταποδώσουμε εμείς οι επόμενες ωφελημένες γενιές κάτι στους προγόνους μας που τσάκισαν τα κόκαλά τους στη δουλειά για να «αγοράσουν», ώστε τώρα να έχουμε εμείς την πολυτέλεια να «πουλάμε». Αυτό και άλλα παρόμοια «τσιφλίκια» είναι ένα καθρέφτισμα της πορείας και της εξέλιξης της νεότερης Ελλάδας. «Υπάρχει και το φιλότιμο ρε γαμώτο»! Υπάρχει και η μικρή ιστορία κάθε γωνίας γής και ζωής, και το ατομικό δικαίωμα στην περηφάνια!
Και ήρθε η δικαίωση!
Το κράτος τελικά, υπό το βάρος των νομικών αντιδράσεων, με τους νέους αναμορφωμένους δασικούς χάρτες, αναγνώρισε ότι το τσιφλίκι Χαϊνταρλή δεν ήταν και δεν είναι δασικό και ιδιοκτησία του δημοσίου, αλλά ιδιόκτητοι αγροί. Δεν είμαστε κλέφτες!
Πλέον το τσιφλίκι Χαϊνταρλή έχει κατακερματισθεί στους δεκάδες κληρονόμους με το πέρασμα των καιρών και των γενεών. Εμείς οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε από και με αυτό, το κουβαλάμε στον πυρήνα των κυττάρων μας. Τα παιδιά μας, ακολουθώντας τους καιρούς, απομακρύνονται. Έτσι είναι η ζωή, προχωράει και καλά κάνει. Άς προσαρμοστούμε εμείς στη δύναμη της ζωής με συντροφιά τις μνήμες και τη νοσταλγία για το Χαϊνταρλή μας που χάνεται...Μικρό μας Χαϊνταρλή, εσύ μας έθρεψες και μας μεγάλωσες, τουλάχιστον και εγώ σου ανταπέδωσα κάτι, προστάτεψα την περηφάνια σου και μαζί και τη δική μου.
Φίλε αναγνώστη, εάν δεις στο χαρτί της εφημερίδας κανένα μικρό λεκέ, ίσως να είναι ένα μικρό, πικρό δάκρυ!
Καλό σου ταξίδι «μικρό μας Χαϊνταρλή»!